Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος: Θανάτῳ

Το Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής φέρνει ξανά στο νου μας τους αγαπημένους μας. Δεν δραπετεύεις από τον θάνατο. Κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από τον Άλλον το θνήσκειν, θα μας υπενθυμίσει ο Heidegger. Τόσο κραταιός, αδίστακτος. ‘’Συμπέφυκε διά τοῦ χρόνου προϊούσῃ τῇ ζωῇ πάντως ό θάνατος’’, θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Γιατί ο Θεός να επιτρέπει ιδίως σε μικρά παιδιά, βρέφη και νέους να φεύγουν από την επίγεια ζωή; Φτάνουν οι βιαστικές απαντήσεις και υπεκφυγές. Με τον θάνατο πάντα χάνεις. Δεν παλεύεις. Σε νικάει. Παντού θάνατος. Κυριαρχεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε όλες τις φυλές, σε όλες τις θρησκείες, σε όλες τις ηλικίες. Οι νέοι γιατί όμως; Γιατί άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα; Θα πει ο Μ. Βασίλειος, αδελφός του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, πως το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι θα φτάσουμε στο ίδιο κατάλυμα. Άλλος φτάνει νωρίτερα και άλλος αργότερα. Και τα γιατί; Των ανθρώπων; Του Θεού; Μήπως και ο Θεός έχει ανάγκη να ρωτήσει κάτι τέτοιο;

Γιατί καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τον θάνατο με όρους της αντίληψης του κόσμου τούτου και μιας ανόητης και επίμονης νοησιαρχίας, που το μόνο που κατάφερε στην Δύση είναι να γεννήσει την αθεΐα; Τοποθετήσαμε στη ζωή μας χρήματα, δόξα, πλούτη αμέτρητα, πολλές φορές εις βάρος άλλων, με άδικο τρόπο φερόμαστε, κακολογούμε και κατασυκοφαντούμε, δικαιωνόμαστε εις βάρος των άλλων, υψώσαμε την τεχνολογία πάνω από όλα, πάνω από τον άνθρωπο, πάνω κι από τον Θεό. Κι ενώ βαυκαλιζόμαστε πως όλα αυτά θα καλύψουν την υπαρξιακή μας ένδεια, με λέξεις δηλαδή που πιστεύουν κιόλας πως θα χτίσουν κάτι μεγαλειώδες, υπάρξεις ανένταχτες στον πόνο και στην φθορά, τί καταφέρνουν; Να απομυθοποιήσουν τη μεγαλοσύνη τους. Γιατί υπερηφανευόμαστε; Επειδή καταφέραμε τεχνολογικά επιτεύγματα, προϊόντα της ανθρώπινης νόησης, ενώ την ίδια στιγμή η ανθρώπινη νόηση εκλιπαρεί για περισσότερη ζωή ενώπιον του δραματικού γεγονότος του θνήσκειν; Δεν ξεπερνιέται το θνήσκειν. Δεν έχει τη δυνατότητα να το πραγματώσει αυτό καμία τεχνητή νοημοσύνη, καμία ιδιοφυία, καμία νέα εφεύρεση. Η κατάληξη ίδια για όλους.

Πρέπει να αναζητήσουμε και να εντοπίσουμε τις δυνάμεις του θανάτου. Ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγώ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγώ οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου (Ιω. 8,23). Ο κόσμος μας δεν είναι ο κόσμος από τον οποίο προέρχεται ο Χριστός. Ο κόσμος μας ως μέρος της δημιουργίας εκ του μηδενός (ex nihilo), κατέστη με την πτώση του πρώτου ανθρώπου κόσμος της φθοράς και του θανάτου, της αμαρτίας, του κακού. Χωρίς όλα αυτά όμως να αποκτούν οντολογία. Ο θάνατος εξάλλου, καταπώς μας λέει ο Γρηγόριος Νύσσης είναι άρριζος, αφύσικος και έχει το είναι του στο μη είναι. Και πώς είναι πραγματικότητα; Το γεγονός της υπαρκτικής κατάστασης του θανάτου δεν καταφάσκει στην οντολογικοποίησή του. Είναι πράγματι υπαρκτός, δεν έχει όμως οντολογία. Κι αν μιλήσουμε επακριβώς τη γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας; Θα λέγαμε πως δεν υπάρχει καν! Ο θάνατος δεν έχει υπόσταση γιατί αποτελεί μάι παρυπόσταση. Σ’ αυτό συνηγορούν η αρχαία ελληνική γνωσιολογία και η πατερική σκέψη. Πώς βλέπει το κακό εν γένει ο Πλάτωνας και ο Πλωτίνος; Ως στέρηση. Ως παρυπόσταση θα πουν ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και άγιος Μάξιμος Ομολογητής.

Παρόλα αυτά ο άνθρωπος βιώνει την τραγικότητα του θανάτου. Αδύναμος να σχοινοβατήσει και να επιβιώσει μεταξύ των δύο ισχυρών αμφισημιών, του έρωτα και του θανάτου, υποκλίνεται στον θάνατο, δείχνοντας ανήμπορος να ενεργήσει κατά της φθοροποιού δυνάμεως του. Δεν θα έπρεπε. Δεν θα έπρεπε να παραδοθεί οριστικά στην απελπισία. Μπορεί να παραδοθεί στην πραγματικότητα της απώλειας,  στη θλίψη, όχι όμως στην απελπισία. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής. Ο Χριστός πρώτος αναστήθηκε από τους νεκρούς και κατατρόπωσε το κράτος του θανάτου. Και δεν το πραγμάτωσε για τον εαυτό του, αλλά για να προσφέρει την αιωνιότητα και το αρχικό κάλλος στον άνθρωπο, ανακαινίζοντας τα πάντα και διά πάντα.

Στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν ελπίζουμε στην ανάσταση των δικών μας ανθρώπων, των κεκοιμημένων. Προσδοκούμε. Την αναμένουμε. Βιώνουμε την ανάσταση του Χριστού ως βεβαιότητα και ως αναμονή της ανάστασης των δικών μας ανθρώπων όλης της οικουμένης. Όχι ιδεολογικά, όχι λεκτικά, πρωτίστως λειτουργικά. Δεν μπορεί να αποκτηθεί αυτή η εμπειρική ικανότητα ως βεβαιότητα του εκκλησιαστικού γεγονός εκτός της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί, λοιπόν, στην Θεία Ευχαριστία έχουμε την μεγάλη ευλογία όσες φορές τρώμε το Σώμα και πίνουμε το Αίμα του Χριστού, να καταγγέλουμε τον θάνατο του και να ομολογούμε την Ανάσταση του. Το κράτος του θανάτου καταργήθηκε. Η φαινομενική του εξουσία δεν αγγίζει την αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού. Θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ας το φωνάξουμε δυνατά. Θανάτῳ θάνατον πατήσας.

 

Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)

Εφημέριος Διάβας Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων