Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος: Πατείται ο θάνατος;

Ο θάνατος ως αδίδακτη ύλη κατά Κική Δημουλά. Τραύμα. Το κατεξοχήν τραύμα, προερχόμενο εκ μίας ανθρωπολογικής αίρεσης, στην οποία καταφάσκει η ανθρώπινη αυτεξουσιότητα και η εμμονή προς τον εκμηδενισμό. Εκ του μη όντος όμως εις το είναι. Δεν μπορεί να μην είναι εφόσον γίνεται ο άνθρωπος και πάλι δεν μπορεί να εμμένει στο μη είναι, εφόσον δημιουργήθηκε για να είναι και μάλιστα να είναι καλώς. Η αμαρτία διακόπτει τη σχέση του με τον Θεό. Η αμαρτία γεννά τον θάνατο. Ακόμη κι αν αυτό μπορεί να ιδωθεί εντός ενός πλαισίου ψυχολογικής αποτίμησης όλων εκείνων των υπαρξιακών αυτοτραυματισμών που καταφέρονται  ως διακοπή της σχέσης με την όντως ζωή. Η αμαρτία, η φθορά, ο θάνατος, τόσο ξένα προς το είναι, προς την ύπαρξη, προς την σχέση.

Μέσα στα αναπάντητα και αναπάντεχα βασανιστικά ερωτήματα του ανθρώπου για το επέκεινα της προσωπικής του ύπαρξης και πορείας, ο θάνατος έμοιαζε να κυριαρχεί και να πατάει πάνω στη ζωή. Είναι δραματικό μέσα στην όμορφη δημιουργία να προκαλεί τρόμο στο θαύμα της γέννησης. Έρωτας και θάνατος. Οι δύο ισχυρές αμφισημίες της κοινής ανθρώπινης ζωής στο μεταίχμιο μιας συγκρουσιακής διαμάχης με πλήρη αφαίμαξη της προοπτικής μέσα στη ζωή, στο φως, στην αιωνιότητα. 

Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή της κατάφασης του Θεού πάνω στο μυστήριο της ζωής. Όλο το ευαγγέλιο μία άνιση μάχη με τον θάνατο, την εμπειρίας του ανένταχτου που δημιουργεί ο θάνατος. Η όντως ζωή αναμετριέται με τον θάνατο. Δεν μπορεί το κεντρί του να αγγίξει το πρόσωπο του Χριστού. Η συντριβή του θανάτου μέσα από το θείο πάθος και το πέρασμα από τον σταυρό. Η όντως απομυθοποίηση της κυριαρχίας του θανάτου πάνω στο σώμα του Θεανθρώπου. Πώς να καθηλώσει ο θάνατος το ζωοποιό σώμα; Δεν είναι το σώμα ενός ακρωτηριασμένου σώματος που αδυνατεί να αποτελέσει πρότυπο για την ανθρωπότητα, όπως σημειώνει ο Michael Onfray, αλλά για ένα σώμα που δεν μπορούν να επιβληθούν πάνω του οι δυνάμεις της φθοράς.

Τολμηρός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης· ο θάνατος είναι αφύσικος και άρριζος. Δεν έχει φυσικότητα, διότι δεν αποτελεί δημιουργία και επιλογή του Θεού αλλά ως κακό αποτελεί αλλοίωση της αγαθής φύσης. Και άρριζος, καθότι δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την πηγή της ζωής που είναι ο Θεός. Θάνατος υπάρχει επειδή ακριβώς δεν υπάρχει ζωή. Όπως σκοτάδι υπάρχει επειδή ακριβώς δεν υπάρχει φως. Το φως είναι η ύπαρξη και το σκοτάδι η ανυπαρξία. Το δεύτερο έχει το είναι του στην ανυπαρξία του.

Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν· ὁσάκις γάρ ἂν ἐσθίητε τόν Ἄρτον τοῦτον, καί τό Ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν ἐμόν θάνατον καταγγέλλετε, τήν ἐμήν Ἀνάστασιν ὁμολογεῖτε. Δεν παρεισφρέει άλλη ερμηνεία σε αυτά τα λόγια. Καθίσταται σαφές πως η συμμετοχή στο εκκλησιαστικό γεγονός, η εμπειρία που αποκτάται από την κοινωνία του γεγονότος αυτού, δεν αφήνει περιθώρια για νίκη του θανάτου. Η Θεία Ευχαριστία ως γεγονός ανάμνησης. Με την Θεία Ευχαριστία καταγγέλλεται ο θάνατος του Χριστού και ομολογείται η Ανάσταση Του. Γεγονός αυθεντικό, εμπειρικό, ως κοινωνία ζωής και μετοχής στο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Μα δεν θα μπορούσε πουθενά αλλού να βιωθεί η μοναδικότητα της χαράς και της προσμονής της Βασιλείας του Θεού εκτός της Θείας Ευχαριστίας.

Εδώ κάθε τι λειτουργείται με όρους σχέσης. Όρους υπαρκτικούς. Όρους εμπειρικής μοναδικότητας και αναστάσιμης αιωνιότητας. ‘’Η πασχάλια εκκλησιαστική εμπειρία ευαγγελίζεται έναν ‘’καινό’’ τρόπο της υπάρξεως: Να αντλείς ύπαρξη από τη σχέση, όχι από τη φύση. Ο Χριστός ανέστη από των νεκρών όχι γιατί η ανθρώπινη βιολογική του ατομικότητα κατείχε κάποια ανερμήνευτη μαγική δύναμη, αλά γιατί μεταποίησε ακόμα και τον βιολογικό θάνατο σε σχέση με τον Θεό – Πατέρα σε ερωτική αυτοπαράδοση και αυτοπροσφορά’’, σημείωνε ο Χρήστος Γιανναράς.

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Η εκκλησιαστική εμπειρία, όπως την κομίζει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν μπορεί να μην περιγραφεί χωρίς όρους εορταστικούς. Λιτούς και συνάμα τόσο πανηγυρικούς. Στήνοντας χορό προσμονής αυτού του βεβαιωμένου γεγονότος, της ανάστασης. Βεβαιότητα πως η φιλανθρωπία του Θεού μετριέται με έλεος και όχι με θυσία. Και τότε συντρίβεται το κέντρο του θανάτου. ‘’Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;  Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.  Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.  Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.  Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.  Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.  Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο’’ θα πει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τι πιο πανηγυρικό μας χρειάζεται;

 

Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)

Εφημέριος Διάβας Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων