Πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τους ισχύοντες κανόνες. Το θέμα όμως είναι οι μεθεπόμενες, που θα ακολουθήσουν, με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας. Εν όψει αυτών τα σενάρια βρίσκονται ήδη στο τραπέζι.
Η πολιτική επανεκκίνηση του Σεπτεμβρίου δεν θα περιοριστεί στις εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, για τις οποίες απέμειναν μόνο λίγες εβδομάδες.
Οι κυβερνητικές παροχές έχουν λίγο – πολύ προεξοφληθεί και θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα επαρκέσουν για μία δημοσκοπική εκτόξευση της κυβέρνησης σε ποσοστά που θα δικαιολογούν ρεαλιστικές προσδοκίες αυτοδυναμίας.
Με επίγνωση όλων αυτών και με δεδομένη την γεωπολιτική αναστάτωση, μπορεί να θεωρείται επίσης βέβαιο ότι ο Πρωθυπουργός θα διατυπώσει εν όψει εκλογών τα αναμενόμενα διλήμματα, στα οποία θα κυριαρχεί η αναγκαιότητα πολιτικής σταθερότητας και αξιόπιστης διακυβέρνησης της χώρας.
Σε αυτό το πεδίο, ήδη διατυπώνονται επιφυλάξεις, ακόμη και από κυβερνητικά στελέχη, ως προς την αποτελεσματικότητα των διλημμάτων. Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Προφανώς και η αντιπολίτευση, κατά βάση δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, θα δεχθεί πιέσεις και θα κληθεί να δώσει πειστικές απαντήσεις για τη στρατηγική του επιδίωξη. Αν δηλαδή θεωρεί τον εαυτό του δυνάμει κυβερνητικό εταίρο ή απλώς μία έκφραση αντιπολιτευτικού λόγου. Ομως η ουσία θα παραμένει και θα αφορά την επομένη την εκλογών: Πώς θα κυβερνηθεί η χώρα. Σε αυτό το σημείο επανέρχεται η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο. Δεν είναι κάτι καινούργιο, έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό.
Και σύμφωνα με συνομιλητές του Πρωθυπουργού, από στενότερο και ευρύτερο κύκλο, το θέμα της κυβερνησιμότητας θα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον εκλογικό νόμο, με βάση τη λογική ότι αν κάποιος οφείλει να διασφαλίσει προϋποθέσεις για την διακυβέρνηση της χώρας, αυτός είναι η σημερινή κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Από τη μία θα υπάρχει η λογική της κριτικής περί αλλαγής των «κανόνων του παιχνιδιού», από την άλλη ο σκληρός πολιτικός ρεαλισμός και η υπαρκτή πιθανότητα ακυβερνησίας, αβεβαιότητας, ενδεχομένως και κρίσης.
Οφείλει κάποιος να «δει» ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τα αναμενόμενα, εξακολουθεί να διαψεύδει κάθε ενδεχόμενο για αλλαγές. Το έκανε και στις τελευταίες του συνεντεύξεις πριν την θερινή πολιτική ανάπαυλα. Εκεί επανέλαβε ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Ομως όλοι γνωρίζουν ότι το θέμα δεν είναι οι επόμενες εκλογές, είναι οι μεθεπόμενες, που με μεγάλη βεβαιότητα θα γίνουν, εφόσον το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας είναι μάλλον ανύπαρκτο.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Πρωθυπουργός δεν έχει δεσμευτεί για τις δεύτερες εκλογές. Και εν όψει αυτών συζητείται η αλλαγή του εκλογικού νόμου, αφού ως γνωστόν, για την άμεση εφαρμογή του απαιτούνται 200 ψήφοι βουλευτών, που δεν πρόκειται να υπάρξουν. Συνεπώς, η αλλαγή της νομοθεσίας από την παρούσα Βουλή, με το βλέμμα στραμμένο στις σχεδόν βέβαιες επαναληπτικές εκλογές, είναι το υπό εξέταση και συζήτηση σενάριο.
Στον πυρήνα της συζήτησης είναι οι παράμετροι που θα μπορούσαν να αλλάξουν και που θα επηρέαζαν με καθοριστικό τρόπο τις προϋποθέσεις σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Μία από αυτές είναι το εκλογικό όριο για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Η αύξηση του από το σημερινό 3% στο 5%, θα αυξήσει (λογικώ τω τρόπω) και το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής και έτσι θα κατέβει ο πήχης της αυτοδυναμίας.
Η δεύτερη μεταβλητή της εξίσωσης είναι οι προϋποθέσεις για την απονομή του μπόνους των εδρών. Σήμερα προβλέπεται ως γνωστόν το κλιμακωτό μπόνους, ξεκινώντας με 20 έδρες για το πρώτο κόμμα που θα ξεπεράσει το 25% και προσθέτοντας μία έδρα για κάθε επιπλέον 0,5%, με ανώτατο όριο τις 50 έδρες, αν το πρώτο κόμμα πιάσει το 40%.
Ενα σενάριο που εξετάζεται, είναι η επαναφορά του σταθερού μπόνους των 50 εδρών, κάτι που μάλλον θα διαμορφώσει εξαιρετικά αρνητικές εντυπώσεις και θα πυροδοτήσει (βάσιμες) συζητήσεις για την αντιστοίχιση της σύνθεσης του Κονοβουλίου με την λαϊκή ψήφο.
Το εναλλακτικό σενάριο είναι να μειωθεί το ποσοστό για την απονομή του μπόνους μετά τις 20 αρχικές έδρες, από το 0,5% στο 0,3% ανά έδρα. Το δίλημμα στο Μέγαρο Μαξίμου είναι υπαρκτό. Και είναι η πρώτη φορά που, παρά τις διαψεύσεις, οι πιθανότητες αλλαγής του νόμου είναι μάλλον περισσότερες από ποτέ.
Εν αναμονή, λοιπόν, τελικών αποφάσεων.
Πηγή: Protagon.gr