Ποιοτικά και αβέβαια

Στιβ Μπακάλης*

Δέσποινα Λιμνιωτάκη

Η πρόσφατη έκθεση του Δείκτη Δημοκρατίας του 2021 της EIU (Democracy Index) αντικατοπτρίζει τον αρνητικό αντίκτυπο του COVID-19 στη δημοκρατία και την ελευθερία σε όλο τον κόσμο, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.  Η δημοκρατία έχει δεχθεί μεγάλο πλήγμα καθώς μόνο το 6,6 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε χώρες που θεωρούνται πλήρως δημοκρατικές ενώ, περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει υπό αυταρχικά καθεστώτα.

Η Ελλάδα, αν και χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, κατατάσσεται σήμερα στην 34η θέση των λεγόμενων «ελαττωματικών» δημοκρατιών εξαιτίας σημαντικών αδυναμιών στον τρόπο διακυβέρνησης, στην πολιτική διαμόρφωσης κουλτούρας και στα χαμηλά επίπεδα πολιτικής συμμετοχής.  Τα πράγματα χειροτερεύουν αν λάβει κανείς υπόψη την έρευνα του Pew Research Center, στην οποία το 80% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα παραδέχτηκε έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση αλλά και μια επικίνδυνη προσπάθεια ανάδειξης εναλλακτικών της δημοκρατικής διακυβέρνησης. 

Μέσα σε αυτό το τοπίο,  η αβεβαιότητα στον παγκόσμιο χώρο αυξομειώνεται ενώ η διαχείριση της εξελίσσεται στο στοίχημα της χρονιάς που διανύουμε.  Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα: η πανδημία που μαστίζει τον πλανήτη δεν έφερε απλά την επιτακτικότητα στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τον κορονοϊό αλλά, πολύ περισσότερο, κατάφερε να εγκαταστήσει όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις μιας κρίσης-μέσα-στην-κρίση, που ξεκινάει από την οικονομικοκοινωνική αβεβαιότητα των Ελλήνων για το μέλλον και καταλήγει στην ελάχιστη ανοχή τους για όσα διαδραματίζονται σε πολιτικό επίπεδο.  Όλες οι πιθανές διαφωνίες ή ιδεολογικές διαφοροποιήσεις που χρωμάτιζαν, κατά το παρελθόν, τον διάλογο μεταξύ μας με ενδιαφέροντα επιχειρήματα, μοιάζουν σήμερα ανεπανόρθωτα επηρεασμένες από το θυμικό των πολιτών που επισκιάζει την ορθολογική σκέψη και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.  

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πλήρεις δημοκρατίες χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της ανθεκτικότητας στη διαχείριση της αβεβαιότητας και της μετατροπής της σε πολιτικές προτάσεις προόδου.  Αντιθέτως, η Ελλάδα επιμένει σε μια επιδερμική, επικοινωνιακή καλλιέργεια της βεβαιότητας, κόντρα σε οποιαδήποτε στατιστική.  Σε ένα παλαιότερο, προ-πανδημικό άρθρο του Harvard Business Review, διαβάσαμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της κλίμακας που αξιολογεί την πάση-θυσία αποφυγή της αβεβαιότητας, σκοράροντας ένα συγκλονιστικό 100% σε όλα τα πεδία που εξετάζουν το κατά πόσο οι χώρες είναι διατεθειμένες να πάρουν ρίσκα, να αλλάξουν επιχειρησιακά μοντέλα, να καινοτομήσουν και να βελτιώσουν τις γραφειοκρατικές καθυστερήσεις που τους επιτρέπουν να προσαρμοστούν στις δύσκολες συνθήκες οποιασδήποτε κρίσης που έρχεται στον δρόμο τους.  Σύμφωνα με το άρθρο, η Ελλάδα μέχρι το 2015 έμοιαζε να είναι η λιγότερο ευέλικτη μπροστά σε δυσκολίες, πράγμα που όχι απλά καταδείκνυε την υποχρέωση να γίνουν περισσότερες μεταρρυθμίσεις γρηγορότερα, αλλά κυρίως τόνιζε την ανάγκη μιας αλλαγής κουλτούρας στον τρόπο που οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τα σκουριασμένα αντανακλαστικά τους και οι πολίτες θέτουν στόχους και προτεραιότητες.

Σε αυτό το πνεύμα, πριν λίγο καιρό ο πρωθυπουργός μίλησε για «ποιότητα ζωής» που έχουμε στην Ελλάδα, μια κατάσταση που θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους έλληνες του εξωτερικού να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.  Δυστυχώς η ειδησεογραφία της διάχυτης βίας, των εγκλημάτων πίσω από κλειστές πόρτες, της ανυπαρξίας ελέγχου για τις δομές φροντίδας ηλικιωμένων, της ανομίας στα ακαδημαϊκά ιδρύματα και τόσων άλλων κοινωνικών προβλημάτων που ουδέποτε στο παρελθόν διαχειριστήκαμε με το σθένος των ανθρώπων που δεν φοβούνται να χάσουν ψήφους, τον διαψεύδει.  Σαφέστατα έχουμε κάνει βήματα προόδου σε θέματα ταχύτητας και ενσωμάτωσης καλών πρακτικών αλλά αφενός η αβεβαιότητα είναι ένα στοιχείο που ποτέ δεν εγκατέλειψε τη χώρα λόγω οργανωτικού ελλείμματος, αφετέρου το ίδιο αυτό στοιχείο δεν θα καταφέρει να τραβήξει το αναπτυξιακό ενδιαφέρον που απαιτεί η επόμενη ημέρα της μετα-πανδημικής ανοικοδόμησης.  Οι εγχώριοι «επενδυτές» στην Ελλάδα, δηλαδή οι νέοι, οι δημιουργοί, οι επιχειρηματίες και οι πάσης φύσεως ελεύθεροι επαγγελματίες θα χρειαστεί να παλέψουν με το θεριό της αβεβαιότητας απέναντι στο οποίο οι πολιτικοί δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί. 

Από την άλλη, το brain drain δεν θα κερδηθεί ποτέ, όσο οι προτάσεις εξόδου από την κρίση παραμένουν σε επίπεδο επιδοματικής πολιτικής και εφαρμογών κινητού που διευκολύνουν μεν την καθημερινότητα αλλά δεν απαντούν σε θέματα επιβίωσης.  Ο επαναπατρισμός των ελλήνων της διασποράς στον οποίο ευελπιστεί η κυβέρνηση – των ανθρώπων που, κατά κύριο λόγο, διαβιούν στις χώρες που βρίσκονται ψηλά στο Δείκτη Δημοκρατίας, στις «πλήρεις δημοκρατίες» – δεν θα πραγματοποιηθεί όσο δεν υπάρχει «βεβαιότητα» στους χώρους της παιδείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της πολιτικής προστασίας, σε εκείνα δηλαδή τα πεδία που σκοράρουν ψηλά στη δυνατότητα να ζεις, να ελπίζεις και να προβάλεις τον εαυτό σου στο μέλλον με σχετική αισιοδοξία. 

Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στον τρόπο που η κυβέρνηση θα μεταβολίσει την παράδοση του “τα πάντα ρει”, προς όφελος της χώρας. 

* Ο Στιβ Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης

Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος