Η κρίση με τις παρακολουθήσεις μπαίνει από αύριο σε νέα φάση, με τη συζήτηση στη Βουλή, την κατάθεση του νέου διοικητή της ΕΥΠ Θεμιστοκλή Δεμίρη, τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής και την έκδοση του εισαγγελικού πορίσματος
Τις επόμενες εβδομάδες θα δούμε ποιος έχει δίκιο, αλλά από τώρα μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το «αυτογκόλ του Μαξίμου με τη νόμιμη επισύνδεση Ανδρουλάκη» και παρά την εύλογη φθορά του, εξακολουθεί να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό. Και στον βαθμό που δεν θα αλλάξουν εντυπωσιακά τα πραγματικά δεδομένα (δηλαδή δεν θα έχουμε άλλες αποκαλύψεις), τότε ούτε θα τον… ρίξουν από το εσωτερικό της Ν.Δ., ούτε το πολιτικό τοπίο που είχαμε τον Ιούνιο θα μεταβληθεί.
ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ προφανώς έχουν μία ακόμη ευκαιρία αντιπολίτευσης στη διάθεσή τους, αλλά «δεν μπορούν», ενώ οι ενδοπαραταξιακές ζυμώσεις σε όλο το φάσμα της κεντροδεξιάς πολυκατοικίας βρίσκονται προς το παρόν στα όρια του γραφικού.
Οχι πως δεν υπάρχουν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ν.Δ., αλλά εδώ και δεκαετίες είναι παγιωμένη μια εσωκομματική συμπεριφορά που στηρίζεται σε τρεις εδραιωμένες πεποιθήσεις: πρώτον, «στον βαθμό που η αντιπολίτευση δεν συνιστά άμεση απειλή, δεν υπάρχει λόγος να κινηθούμε», δεύτερον, δεν πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι ο Μητσοτάκης υπονομεύεται εκ των έσω και, τρίτον, ο ίδιος «ο πρωθυπουργός είναι ο μόνος που ξέρει όλα τα δεδομένα και άρα εκείνος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες μέχρι το τέλος και τις πρωτοβουλίες, αν νομίζει ότι χρειάζεται».
Στη Ν.Δ. κανείς δεν έχει λόγο να βιάζεται, ο Μητσοτάκης προφανώς θα πρέπει να βγάλει μόνος του τα κάστανα από τη φωτιά (επαναλαμβάνω, αν υπάρχουν κι άλλα «κάστανα»), σκηνικό ανάλογο με εκείνο του 1993 δεν θα δούμε στη Ν.Δ. όσο βρίσκεται στην εξουσία, ενώ οι πρακτικές του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος με τις αλλαγές στην ηγεσία (μια και ο Μπόρις Τζόνσον βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα) δεν προκαλούν ιδιαίτερη «συγκίνηση».
Οι πολιτικές αντοχές του πρωθυπουργού βασίζονται ασφαλώς στις δικές του ικανότητες αλλά και στις αδυναμίες των αντιπάλων του. Η σημερινή κυβέρνηση, πέρα από τα λάθη της (με σημαντικότερο αυτό των παρακολουθήσεων) και τις αστοχίες, είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από κρίσεις, η καθεμία από τις οποίες ήταν από μόνη της αρκετή να φέρει την καταστροφή. Η εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού από τον Ερντογάν στον Εβρο, τα Ελληνοτουρκικά, η πανδημία, η ενεργειακή κρίση, η ακρίβεια είναι σύνθετα θέματα με άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις και ανάλογο πολιτικό αντίκτυπο. Οι πολιτικές αναταράξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία) αποτελούν το παράδειγμα.
Στην Ελλάδα προφανώς η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά και η αντιπολίτευση δεν πρέπει να έχει… παράπονα. Αντικειμενικά είχε πολλές και θεαματικές ευκαιρίες για να πλήξει τον Μητσοτάκη και είναι αλήθεια ότι χρησιμοποίησε κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή της: υψηλούς τόνους και καταγγελτικό λόγο, προσωπικές επιθέσεις στον πρωθυπουργό, υιοθέτησε τα πιο παράλογα αιτήματα και αντιπολιτεύτηκε με λογική «σκληρού ροκ» ακόμη και στα θέματα που η κυβέρνηση έπραττε το σωστό. Εφτασε στα άκρα τον αντιπολιτευτικό της λόγο για την… απαγόρευση των συγκεντρώσεων την εποχή της σκληρής πανδημίας και μέχρι να αποκαλυφθεί η υπόθεση των υποκλοπών είχε αναδείξει ως μείζον πολιτικό θέμα τη νομική θέσπιση του όρου «γυναικοκτονία», λες και αυτό θα ήταν η λύση στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ήττα του 2019 δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αλλάξει αρχηγό. Κόντρα στη λογική και την πολιτική παράδοση της χώρας πίστευε και προφανώς πιστεύει ότι οι πολίτες μπορεί να γυρίσουν στο παρελθόν. Αυτό ήταν το πρώτο λάθος και το δεύτερο ότι ο Τσίπρας δεν άλλαξε τίποτα ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε πολιτικές. Πιστεύει ότι η συνταγή της εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεσης που τον έφερε στην εξουσία το 2015 μπορεί να είναι ακόμη αποτελεσματική. Ούτε ρεαλιστικές προτάσεις, ούτε νέα πρόσωπα, ούτε χαμηλοί τόνοι που διευκολύνουν τη μετακίνηση των ψηφοφόρων. Ο Ανδρουλάκης, από την πλευρά του, είχε με την εκλογή του μια θαυμάσια ευκαιρία. Την άφησε να περάσει αναξιοποίητη. Τώρα έχει μια δεύτερη και ο χρόνος θα δείξει αν θα τα καταφέρει καλύτερα.
Αν και αυτή τη φορά Τσίπρας και Ανδρουλάκης πιστεύουν ότι οι υψηλοί τόνοι στη Βουλή και στην Εξεταστική είναι αρκετοί για να «κοντύνουν» τον Μητσοτάκη κάνουν λάθος. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να πείσουν ότι είναι καλύτεροι από τον σημερινό πρωθυπουργό. Αν είναι και αν μπορούν.