Ποίημα για τα θύματα των Τεμπών

Στα Τέμπη η μοίρα με μίσος χτυπά
και το μαύρο της πέπλο απλώνει γοργά.

Δυο τρένα δεμένα σε χαμένη τροχιά
ενώνονται με βία, με οργή και φωτιά.

Τα χαμόγελα χάθηκαν, έσβησαν στη σιωπή
κι οι ψυχές ταξίδεψαν σε ύπνο βαθύ.

«Μαμά, έρχομαι», γράψαν sms τα παιδιά,
μα οι λέξεις δε βρήκαν μητρική αγκαλιά…

«Βοήθεια, βοήθεια», μια κραυγή αντηχεί,
μα στις ράγες του θανάτου έχει παραδοθεί.

«Δεν έχω οξυγόνο» φωνάζει η δόλια ψυχή,
«Κι εγώ σ’ αγαπώ», μα η ζωή έχει πια χαθεί.

Κι από τότε χαράχθηκε μία φράση ειρωνική:
«Πάμε κι όπου βγει», λες και είναι επιλογή.

Μία χώρα πνιγμένη σε πόνο βαθύ,
ψάχνει να κλείσει μια πληγή που αιμορραγεί.

Μια πληγή που ’χει μείνει ανοιχτή και βαθιά
είναι όλοι οι νεκροί μας, τα χαμένα παιδιά.

Η μνήμη τους μια φλόγα που δεν μπορεί να σβηστεί.
Ο κόσμος θα θυμάται, και η γη θα πενθεί.

Μας θέλαν σιωπηλούς, μα δε νίκησε η σιωπή.
Ο πόνος έγινε θύελλα, ξεχείλισε η οργή.

Σε πλατείες και δρόμους όλη η χώρα αγρυπνά
για τα λάθη που σκότωσαν τόσα αθώα παιδιά.

«Δεν έχουμε οξυγόνο» φωνάζουν όλοι μαζί
σε μια χώρα που η αλήθεια έχει στραγγαλιστεί.

Το άδικο μια κραυγή που πρέπει να ακουστεί
με την ελπίδα ότι κάποτε θα τιμωρηθεί.

57 ψυχές – μακάβριος απολογισμός.
57 τα όνειρα που γίνανε καπνός…

Ας γίνει κάτι, άλλη ζωή να μη χαθεί,
να μην ακουστεί ξανά το «πάμε κι όπου βγει».

 

Νεκταρία Γρ. Κορκακάκη
27/01/2025