Πιάνοντας το(ν)…”Τζόκερ”

Έντονες συζητήσεις έγιναν το τελευταίο χρονικό διάστημα για την ταινία «Τζόκερ», με αφορμή την προσαγωγή ανηλίκων στον κινηματογράφο «Αελλώ». Επ’ ευκαιρία, λοιπόν, αυτού του συμβάντος, μας δίδεται η ευκαιρία για έναν πρώτο σχολιασμό του περιεχομένου του συγκεκριμένου κινηματογραφικού έργου. Λέμε «πρώτο» γιατί, κατά την γνώμη του γράφοντος το κείμενο αυτό, χρειάζονται παραπάνω από μία θεάσεις της εν λόγω ταινίας προκειμένου να βγουν στέρεα και συγκεκριμένα συμπεράσματα.

Η πρωταρχική άποψή μου από την παρακολούθηση του «Τζόκερ» ξεκινάει με το αυτονόητο. Δηλαδή, την εξαιρετική ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και με την διαίσθηση πως πολύ δύσκολα θα χάσει το όσκαρ ερμηνείας πρώτου ανδρικού ρόλου. Η καταθλιπτική και μουντή ατμόσφαιρα της Γκόθαμ Σίτυ θυμίζει την καταχνιά της Νέας Υόρκης την δεκαετία του 1970. Πρωταγωνιστής των εξελίξεων είναι ένας ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος που καταλήγει στην βία, είτε ως απεγνωσμένη αυτοάμυνα είτε ως λογική εκδίκησης απέναντι στην «κακούργα κοινωνία». Χωρίς να δικαιώνεται ηθικά ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή Άρθουρ Φλεκ (το ονοματεπώνυμο του «Τζόκερ»), η ταινία τον παρουσιάζει με κάποιου είδους κατανόηση για τα (μέχρι τότε) δεινά του. Μια διαδεδομένη άποψη στις κινηματογραφικές κριτικές της ταινίας, ως προς την ενδεχόμενη πολιτική κατεύθυνσή της, είναι ότι αποτελεί ένα μήνυμα κατά του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού, κάτι που προωθείται από σκηνές όπως οι βίαιες διαδηλώσεις του «απλού κόσμου» της Γκόθαμ έναντι των «πλουσίων», η λαϊκή επιδοκιμασία των φόνων των τριών νέων «γιάπηδων» στο μετρό, ο σκληρός και άκαρδος εργοδότης. Αποτελούν εικόνες συνυφασμένες κυρίως με την αριστερή οπτική. Όπως άλλωστε, οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών που αφήνουν τον Άρθουρ δίχως καμία πλέον ψυχιατρική υποστήριξη, η φιγούρα του Τομ Γουέιν (πατέρα του μετέπειτα Μπάτμαν, Μπρους Γουέιν) που θυμίζει σε κάποια σημεία το ύφος του Ντόναλντ Τραμπ, τα πλακάτ των διαδηλωτών που γράφουν “eattherich” και “resist”, δείχνουν και αυτές να κινούνται σε μια κριτική του (νέο)φιλελευθερισμού και των κοινωνικών ανισοτήτων.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλου είδους ανάλυση της ταινίας, που δεν συμβαδίζει με την συνήθη αριστερή οπτική των γεγονότων, καθώς φαίνεται ότι η Γκόθαμ αποτελεί μια άσχημη εικόνα του σύγχρονου παρακμιακού κόσμου που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις δομές της παραδοσιακής κοινωνίας. Είναι μια αφύσικη και απάνθρωπη μεγαλούπολη καταναλωτών, δίχως κοινότητες και δεσμούς που μπορούν να δώσουν καταφύγιο ελπίδας και πίστης στην ζωή και την δημιουργία των πολιτών της. Η παρακμιακή αυτή εικόνα συνοδεύεται από τα σαπισμένα ΜΜΕ που παραπληροφορούν και αποπροσανατολίζουν εσκεμμένα, δίνοντας στον κόσμο άφθονα τηλεοπτικά σκουπίδια. Στην θέση του γλοιώδη τηλεπαρουσιαστή (που υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο) μπορείτε να βάλετε οποιονδήποτε ελληνόφωνο συνάδελφό του των εκπομπών “talkshow”.

Το ψυχικό κενό και την κοινωνική απομόνωση δεν μπορεί να την αναπληρώσει το κράτος, όσα χρήματα και αν δοθούν προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς ακόμα και όταν η ασφάλιση του Άρθουρ κάλυπτε τις συνεδρίες με την ψυχίατρο, εκείνη τον αντιμετώπιζε ψυχρά και διεκπεραιωτικά, με καθαρά γραφειοκρατική αδιαφορία. Επί της ουσίας, παρουσιάζεται ένα κράτος εντελώς ανεύθυνο, που ελαφρά τη καρδία έδωσε για υιοθεσία ένα βρέφος σε μια γυναίκα ψυχικά ασθενή, η οποία στην συνέχεια το άφησε αβοήθητο και έρμαιο στην διαστροφική βία των εκάστοτε εραστών της, διατρανώνοντας έτσι η ταινία το τεράστιο κενό που άφησε στην ψυχή του Άρθουρ η έλλειψη της μητρικής στοργής και της πατρικής φιγούρας, η αποσύνθεση της παραδοσιακής δομής της οικογένειας. Άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια της πλοκής του έργου ο πρωταγωνιστής αναζητά ένα πατρικό πρότυπο.

Τόσο η ταινία σαν σύνολο όσο και ο ίδιος ο Άρθουρ Φλεκ (ο μετέπειτα «Τζόκερ») λειτουργούν ως ο αποκαλυπτικός καθρέφτης των σύγχρονων κοινωνιών. Το ίδιο το αποστεωμένο και αδύναμο σώμα του πρωταγωνιστή αποπνέει ασθένεια, όπως άλλωστε και η ίδια η Γκόθαμ που πνίγεται στα σκουπίδια λόγω της απεργίας των οδοκαθαριστών. Το θέμα της εξέγερσης που συντελείται δεν έχει μόνο οικονομικό χαρακτήρα, αλλά συνάδει και με ζητήματα ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, ευρέσεως της θέσης εκάστου στην κοινωνία, αναζήτησης των ανθρωπίνων σχέσεων. Δίχως την προστατευτική ισχύ των παραδοσιακών δομών της κοινωνίας επέρχεται μια αργή εσωτερική παρακμή και σήψη, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ο μηδενισμός και η βία του «Τζόκερ» δεν έχουν εντέλει ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι «τυφλής» στόχευσης. Ο πρωταγωνιστής σκοτώνει είτε από εκδικητική αυτοάμυνα (τους τρεις «γιάπηδες») είτε από τιμωρητική αγανάκτηση (τον τηλεοπτικό παρουσιαστή), είναι τόσο μόνος στη ζωή του που δημιουργεί μια φανταστική (όπως εκ των υστέρων φανερώνεται) ερωτική σχέση, μισεί την μάνα του, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την σημερινή κατάστασή του, σε τέτοιο σημείο ώστε να την σκοτώσει, αδιαφορεί εντελώς για τις ποινικές συνέπειες των πράξεών του. Το «Τζόκερ» δείχνει να είναι μια ταινία που λειτουργεί ως ένας παραμορφωτικός καθρέφτης. Καθένας βλέπει αυτό που θέλει ή αυτό που ο ίδιος (νομίζει ότι) είναι, σε ποικίλους βαθμούς παραμόρφωσης. Ανάλογα με την περίπτωση, άλλοι βλέπουν την επερχόμενη επέλαση του μισανθρωπισμού, άλλοι τον εξωραϊσμό της βίας και της παραφροσύνης, κάποιοι άλλοι το αγαπητό είδωλο των προσωπικών καημών τους, κ.ο.κ. Όπως και να έχει, περισσότερες θεάσεις του «Τζόκερ» θα δώσουν ενδεχομένως νέα στοιχεία εμφάνισης και ανάλυσης των μηνυμάτων του.

Για εμάς, τους Έλληνες Εθνικιστές και οπαδούς της Παραδοσιοκρατίας, υπάρχουν ξεκάθαρες παραγωγές του παγκόσμιου κινηματογράφου που, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερο ή λιγότερο, συμβαδίζουν ιδεολογικά-κοσμοθεωρητικά με τα όσα πρεσβεύουμε. Ταινίες ορόσημο, όπως «Κόναν ο Βάρβαρος», «Εξκάλιμπερ», «Ράμπο, το πρώτο αίμα», «Ένας αθώος άνθρωπος», «Δράκουλας» (του Κόπολα), «Braveheart», «Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών», κ.α. Ταινίες που ξεχειλίζουν από την Πίστη στην Δύναμη  Δημιουργίας που επιτάσσει ο Φυσικός Νόμος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΣΙΑΚΑΣ