Παρουσίαση του βιβλίου του κ. Διονύση Σιμόπουλου “Είμαστε Αστρόσκονη”

Διονύσης Π. Σιμόπουλος, Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος. Μεταίχμιο 2017.

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για μένα η πρόσκληση να μιλήσω και να συν-ομιλήσω για το πρόσφατο βιβλίο του κυρίου Διονύση Σιμόπουλου, τον οποίο θα ήθελα να ευχαριστήσω και δημόσια για την επίσκεψη στο σχολείο μου, το 7ο Λύκειο Τρικάλων, και τη συνομιλία με μαθητές μου. Οι προλαλήσαντες παρουσίασαν έναν προβληματισμό από την οπτική γωνία των ειδικών θετικών επιστημόνων, προβαίνοντας σε διαύγαση ορισμένων πλευρών του βιβλίου. Τώρα που έφθασε η σειρά μου να μιλήσω, είναι φυσικό να αναρρωτηθείτε τι θέση έχει ένας μη φυσικός ή έστω μαθηματικός σε μία τέτοια παρουσίαση. Η απάντηση θα ήταν “καμία”, αν το βιβλίο ήταν ένα εξειδικευμένο εγχειρίδιο ιστορίας του σύμπαντος. Όμως στην περίπτωσή μας έχουμε μεν το επιστημονικό εγχειρίδιο, γραμμένο με επιστημονικές προδιαγραφές, αλλά έχουμε κάτι ακόμα. Το ενδιαφέρον και τη μέριμνα του συγγραφέα να διαβαστεί το βιβλίο από ένα ευρύ κοινό, όχι μόνο για να μυηθεί στον κόσμο της αστρονομίας αλλά και για να χρησιμοποιήσει τη νέα γνώση δημιουργικά, στην κατεύθυνση της κατανόησης του κόσμου γύρω του αλλά και της αυτογνωσίας του, ζητούμενο σημαντικό σε κάθε ανθρώπινο βήμα.

Το καλό βιβλίο εμπεριέχει οδηγίες χρήσης της γνώσης που παρέχει κι ο καλός συγγραφέας είναι παιδαγωγός πρώτης τάξης. Ο κ. Σιμόπουλος μας έχει προετοιμάσει εδώ και χρόνια για το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε, με τις πολύμορφες εργασίες του με πολλούς αποδέκτες, όπως για παράδειγμα τις μαγικές προβολές στο Ευγενίδειο Πλανητάριο αλλά και τις επιφυλλίδες του τα τελευταία χρόνια στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, συμπυκνώματα ευρυμάθειας, τις οποίες προσωπικά χρησιμοποιώ στο μάθημα ως υποδειγματικούς συνδυασμούς μορφής και περιεχομένου, συνδυασμούς επίσης χαρισματικούς. Η μελέτη των κειμένων του με έκανε περισσότερο ή διαφορετικά παρατηρητικό. Με ώθησε στη συνειδητοποίηση ότι η αστρονομία με τον τρόπο της είναι βαθιά ενσωματωμένη στην τέχνη και στην καθημερινή ζωή: ήρθε λοιπόν η ώρα που άκουσα με διαφορετικό τρόπο και εστίαση τους στίχους του δημοφιλούς τραγουδιού του Θεοδωράκη: “αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου (…) Αγάπη μου, αγάπη μου, η νύχτα θα μας πάρει,
τ’ άστρα κι ο ουρανός, το κρύο το φεγγάρι” κλπ.. Μετά σκέφτηκα ότι ακόμη και στους τίτλους των τριών ποιητικών μου βιβλίων κεντρική θέση έχουν οι λέξεις “νύχτες”, “εωθινές” και “σκιές”, που ανταποκρίνονται σε έννοιες οι οποίες δημιουργούνται από την επαφή μας με την αστρονομία. Μέσα από “την των ονομάτων επίσκεψιν” φαίνεται η κομβική και κεντρική σημασία που έχει η αστροφυσική σε κάθε μας βήμα αλλά και στα λόγια του πλέον μη ειδικού.

Πού θα έπρεπε να εστιάσει κανείς περισσότερο; Καταρχάς στην ευρυμάθεια του συγγραφέα πέρα από τα στενά γνωστικά αντικείμενα των επιστημονικών του ενασχολήσεων. Η ιστορία, η μυθολογία, η γνωσιολογία, η ψυχολογία, η ίδια η γλώσσα καθίστανται ισότιμοι συνομιλητές της αστροφυσικής, της αστρονομίας και της χημείας στο χωνευτήρι ενός εγχειριδίου αστροφυσικής. Ο συγγραφέας μάς διδάσκει την αναγκαιότητα της γενικής γνώσης και της διαθεματικότητας, για να μπορέσει ο άνθρωπος να προχωρήσει στις ειδικές μελέτες. Θεωρητικές και θετικές επιστήμες συνενώνονται σε ένα ισχυρό κράμα ανθρωπογνωσίας και κοσμολογίας.

Οι αριθμοί δεσπόζουν στο βιβλίο, και τα μεγέθη, αριθμητικά και διαστάσεων, εντυπωσιάζουν, σε σημείο να μπορούν να προκαλέσουν φόβο. Δεν μας αφήνει όμως ο συγγραφέας. Παρουσιάζοντας τη σχετικότητα των πραγμάτων στον συνδυασμό του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, μας δείχνει ότι μπορεί να είμαστε ένα απειροελάχιστο μέγεθος, σχεδόν αδιόρατο στο πελώριο σύμπαν με τα πολυάριθμα ουράνια σώματα, συνάμα όμως ένα σύνολο ανάλογου αριθμού συστατικών στοιχείων είναι το σώμα μας, αν μετρήσουμε τα άτομά μας. Δικαιώνει με τον τρόπο του τον ποιητή: “τούτος ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας”, που μπορεί να είναι και τα δύο, αναλόγως με την οπτική γωνία που επιλέγει κανείς. Κι επειδή η επιστήμη δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, αποδέχεται στη σχετικότητά τους  και τις δύο οπτικές γωνίες και ο άνθρωπος αναδεικνύεται τόσο πελώριος όσο και ελάχιστος. Αυτή η διαπίστωση είναι πολύ σημαντική για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου. Εμπεριέχει αποδεκτά τις απαντήσεις που μπορούν να νοηματοδοτήσουν την ίδια τη ζωή, ακόμη και με την επίγνωση του μελανότερου στοιχείου του ανθρώπου, σύμφωνα με τον Πασκάλ, της επίγνωσης του θανάτου. Ο συγγραφέας διορθώνει την έννοια του θανάτου, δείχνοντας την αρχή της αφθαρσίας της ύλης, η οποία διαρκώς μετασχηματίζεται αλλά δεν αναλώνεται, χάρη στην οποία είμαστε δημιουργήματα ομοούσια σχεδόν με τα υπόλοιπα δημιουργήματα στο σύμπαν, το οποίο έχουμε ως πρώτη ύλη και στο οποίο θα παραδώσουμε την ύλη μας δίκην σκυτάλης όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για τη συνέχιση της δημιουργίας. Επιβεβαιώνει τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής του Νίτσε; Κατά κάποιον τρόπο ναι.

Το βιβλίο εκτός από την αισιοδοξία εμφυσά την ταπεινοφροσύνη στον άνθρωπο. Τον καλεί να μετρήσει το σύμπαν και μετά τον εαυτό του και ο λόγος των δύο μεγεθών να αποδώσει τον επιτρεπτό εγωκεντρισμό. Χαρακτηριστικά καταλήγει το βιβλίο: “Ο Carl Sagan είχε πει κάποτε ότι ” ο άνθρωπος είναι το μέσο για το Σύμπαν να γνωρίσει τον εαυτό του”, και ίσως αυτό αποτελεί τον καλύτερο προσδιορισμό μας, γιατί είμαστε πραγματικά παιδιά του Σύμπαντος.” Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ο κ. Σιμόπουλος καθιστά στα μάτια μας το Σύμπαν μέσον για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Να γνωρίσει τη μικρότητα και το μεγαλείο του συνάμα, το μικρό του μέγεθος σε ένα απροσμέτρητο σύμπαν, το μεγάλο του μέγεθος ως νοήμων ακούραστος παρατηρητής και ταξινόμος αυτού του απροσμέτρητου.  Ως μια μοντέρνα Πηνελόπη, η οποία διαρκώς υφαίνει το υφαντό της γνώσης και της αυτογνωσίας, χωρίς να χρειαστεί να μπει στον κόπο ή να έρθει στην ανάγκη του ξηλώματος…

 

Σας ευχαριστώ!

Δρ. Αγαθοκλής Αζέλης