(Σαν σήμερα 13 Οκτωβρίου 1904 σκοτώθηκε ο Μακεδονομάχος, Ανθυπολοχαγός πυροβολικού, Παύλος Μελάς)
Κάθισε σ’ ένα βράχο, εκεί στο Διβροβούνι, ο Θύμιος και έριξε το βλέμμα του πέρα στον ορίζοντα. Μπροστά ένα εξαιρετικό και μαγευτικό θέαμα, που σου ’κοβε την ανάσα. Ένα όμορφο τοπίο. Ένα τοπίο που του γαλήνευε τη ματιά και του ανακούφιζε την ψυχή. Ο απέραντος κάμπος του Βούρκου, γεμάτος δέντρα και ιτιές, πνιγμένος από τα νερά της Μπίστρισσας και του Καλεσιώτη, με τα χωριά απλωμένα πάνω σε μαλακούς λόφους, σαν πλουμίδια στην μεγάλη παραδοσιακή φορεσιά της Πασχαλιάς, έτοιμα να ρίξουν τον μεγάλο πασχαλινό χορό. Στο βάθος το Ιόνιο Πέλαγος, στα νερά του οποίου έπλεε ένα μεγάλο καράβι, το νησί των Φαιάκων, με ψηλότερο κατάρτι τον Παντοκράτορα, ο λαιμός του οποίου είχε τυλιχτεί μ’ ένα συννεφιασμένο κασκόλ.
«Όμορφα και πλούσια μέρη. Ο μισός κάμπος πνιγμένος κι ο άλλος μισός στα χέρια των μπέηδων και αγάδων. Οι καημένοι οι χωρικοί εργάζονται όλη την ημέρα και δε χορταίνουν μπομπότα. Πότε θα δει ήλιο κι αυτός ο τόπος;» Ο Θύμιος ονειροπολούσε. Δεν κατάλαβε που τον καλούσαν για φαγητό. Αντάρτικη ομάδα και τα είχαν αναλάβει όλα μόνοι τους. Τις περισσότερες φορές τους φιλοξενούσαν οι χωρικοί, όπου κι αν πήγαιναν. Ήταν γι’ αυτούς οι λυτρωτές τους και μοίραζαν ακόμα και τη μπουκιά τους.
– Καπετάνιε, ήρθε ένας αγγελιοφόρος κι έφερε ένα γράμμα.
– Πείτε του να έρθει.
Πρόβαλε ένας νεαρός, με ιδρωμένο το μουστάκι στο κατάλευκο πρόσωπό του. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα διπλωμένο χαρτί και του το ’δωσε.
– Μου το δώσανε στο Δέλβινο. Δεν ξέρω ποιος το στέλνει και ποιος το έφερε.
Άνοιξε ο Θύμιος το γράμμα, τού έριξε μια ματιά, είδε κάτω ένα όνομα και μια υπογραφή, αλλά δε γνώριζε γραφή κι ανάγνωση. Φώναξε το Διαμαντή, τού το ’δωσε κι εκείνος το διάβασε. Ο Χιμαριώτης οπλαρχηγός Σπύρος Σπυρομήλιος, τον καλούσε να βοηθήσει στην υπεράσπιση των βορείων συνόρων της πατρίδας Ελλάδος, δίπλα στον Ανθυπολοχαγό πυροβολικού, τον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά. Έλαμψε το πρόσωπο του Θύμιου σαν άκουσε το όνομα του Παύλου Μελά. Ανακοίνωσε το γράμμα σ’ όλη την τσέτα και ζήτησε τη γνώμη τους. «Να πας, καπετάνιε. Εκεί η Πατρίδα έχει μεγαλύτερη ανάγκη και σε χρειάζεται, του είπαν οι άντρες του. Εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα. Να είσαι σίγουρος πως δεν θα σε ντροπιάσουμε».
– Καπετάνιε, μπορώ να ’ρθω κι εγώ μαζί σου; Ήταν το πρωτοπαλίκαρό του ο Βλάχος, που τον παρακάλεσε.
– Και βέβαια μπορείς. Αν και κάποιος άλλος θέλει να ’ρθει μαζί μου θα είναι μεγάλη μου χαρά.
Την άλλη μέρα, έχοντας δίπλα του το Βλάχο, το Βαγγέλη Γέννη και άλλους τρεις ακόμα, αφού χαιρετήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν με τους άλλους, πήραν το δρόμο για τα Ιωάννινα. Ο καπετάν Θύμιος αποφάσισε να ξεχαστεί λίγο τ’ όνομά του και να φύγει στη Μακεδονία. Ράχη τη ράχη και βουνό το βουνό έφτασαν στα μακεδονικά βουνά της Σαμαρίνας, περίπου στα μέσα Σεπτεμβρίου 1904. Εκεί τον περίμενε ο Παύλος Μελάς. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες πλιατσικολογούσαν, χτυπούσαν μακεδονοχώρια, έκαιγαν σπίτια, βίαζαν γυναίκες, έκλεβαν, σκότωναν, έκαναν του κόσμου τις ατιμίες. Ο Παύλος Μελάς έδινε έναν τιτάνιο αγώνα και το όνομά του έγινε γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα. Εντάχθηκε και ο Θύμιος με τα παλικάρια του στο αντάρτικο σώμα του Μελά και όλοι μαζί άρχισαν μια έντονη δράση εξουδετερώνοντας τους κομιτατζήδες, που τρομοκρατούσαν τα χωριά της περιοχής Βαγατσικού.
Ο Παύλος Μελάς, ένας άντρας λεβέντης, καλοσυνάτος, ψηλός, με ίσιο, σαν λαμπάδα, γεροδεμένο σώμα, με μεγάλο κομψό μουστάκι, με γλυκιά και διαπεραστική ματιά, με τη στολή του να εφάρμοζε επάξια στο γυμνασμένο του σώμα, τον θαύμαζε και τον συγχάρηκε πολλές φορές: «Αν θα είχα μερικούς σαν κι εσένα, καπετάν Θύμιο, δεν θα έμενε κανένας Βούλγαρος κομιτατζής εδώ στη Μακεδονία μας».
Σε μια μάχη στη Στάτιστα, προδομένος ο Μελάς από κάποιον χαφιέ, περικυκλώθηκε μαζί με τους άντρες του στα σπίτια όπου είχαν οχυρωθεί, από τούρκικο απόσπασμα. Ο Θύμιος, με άλλους αντάρτες έκοβαν κεφάλια Βουλγάρων κομιτατζήδων σε μια άλλη περιοχή. Ο Μελάς, μαζί με τα παλικάρια του πολέμησαν παλικαρίσια με το λεφούσι των Τούρκων. Στην άνιση αυτή μάχη σκοτώθηκε ο Ανθυπολοχαγός, αυτό το άξιο παλικάρι, και ενταφιάστηκε πρόχειρα από τους καταπικραμένους κατοίκους του χωριού. Σαν έμαθε το γεγονός ο καπετάν Θύμιος, επέστρεψε γρήγορα στο χωριό. Πήραν το άψυχο σώμα του Παύλου Μελά και το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής του Πισοδερίου, μέσα σ’ ένα κλίμα οδύνης και αντεκδίκησης. Για πρώτη φορά δάκρυα κύλησαν στα μπαρουτοβαμμένα μάγουλα τού καπετάνιου, αν και λίγο διάστημα που γνωρίστηκαν τόσο πολύ, είχε συνδεθεί μαζί του, τον αγάπησε και τον εκτιμούσε. Επέστρεψε αμέσως στα λημέρια του ο καπετάν Θύμιος, απτόητος και οργισμένος συνέχισε τον αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Όπως τον γνώρισαν οι μπέηδες, οι αγάδες και οι Τουρκαλβανοί στη γενέτειρά του, τον γνώρισαν και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος τους. Το τουφέκι του ήταν ασάλευτο και η κάθε σφαίρα κι έναν κομιτατζή. Την λεπίδα του μαχαιριού του χρειάστηκε να βάλει σε εφαρμογή κάμποσες φορές.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Καπετάνιος που έγινε θρύλος» του Βαγγέλη Παπαχρήστου