Ηρακλής Φίλιος : Οταν οι Παύλος και Νietzsche προκάλεσαν το γέλιο και την ειρωνία…

pizap.com14443308374591

Τι κοινό μπορεί να έχουν οι απόστολος Παύλος και Nietzsche; Είναι δυνατόν; Μπορεί άραγε να υπάρξει σημείο σύγκλισης και των δύο; Ένας απόστολος κι ένας άθεος; Ή μάλλον ένας απόστολος κι ένας φαινομενικά άθεος; Και γιατί προκάλεσαν γέλιο και ειρωνία; Και σε ποιους;

Λατρεύω τον Nietzsche. Και τον λατρεύω γιατί η ζωή του, οι αγωνίες του και οι δυσκολίες του, δόμησαν τη φιλοσοφική του σκέψη. Μία φιλοσοφική σκέψη που προήλθε από την ίδια τη ζωή του μεγάλου φιλοσόφου. Μία σκέψη και στάση ζωής η οποία αποτέλεσε την ίδια του τη φιλοσοφία. Τα στάδια της ζωής του, οι εμπειρίες του, οι αποτυχίες του, τα παιδικά του βιώματα, η προσωπική του ζωή, όλα αυτά είναι ψηφιδωτά που κοσμούν με καλλιτεχνικό τρόπο την ιδιαίτερη φιλοσοφική του ανάσα, διαφορετική και ανανεωτική. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου αυτό που λέγεται. Αν θες πράγματι να κατανοήσεις τα βιβλία του Nietzsche, πρέπει να διαβάσεις πρώτα τον βίο του. Οι βιογράφοι του, συμφωνούν στο γεγονός ότι η όλη του σκέψη είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη του ψυχολογία.
Το γεγονός της δόμησης της φιλοσοφικής σκέψης πάνω σε προσωπικές εμπειρίες και βιώματα δεν είναι προνόμιο μόνο του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου.

Το ίδιο έπραξε ο Kierkegaard και άλλοι φιλόσοφοι και στοχαστές. Η ζωή τους πέρασε στη φιλοσοφία τους. Έτσι τις οποιεσδήποτε εμπειρίες της ζωής τους, θετικές και αρνητικές μαζί, τις μετέφεραν στη δόμηση της σκέψης των.
Όσον αφορά δε τον απόστολο Παύλο, ο ίδιος με το βίο του απέδειξε την αρετή της μετάνοιας, αφού από διώκτης των χριστιανών έγινε απόστολος του Χριστού και ευαγγελιστής του αναστάσιμου μηνύματος. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ίσως σε ορισμένα σημεία των Επιστολών του φαντάζει αυστηρός, σκληρός και απόλυτος, έχω την πεποίθηση ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί τον αδικούν, αφού οι Επιστολές του είναι χαρακτηριστικές για την αγάπη του, την ολοκληρωτική του αφοσίωση στη διακονία του ανθρώπου και του Θεού και στο φιλάνθρωπο στοιχείο, αυτό δηλαδή της οικονομίας σε θέματα πρακτικά που αντιμετώπιζαν οι χριστιανοί της πρώτης εκκλησίας στις μεταξύ τους σχέσεις.

Η σημερινή αναφορά εμπεριέχει ένα γεγονός, το ίδιο γεγονός, απλά τοποθετημένο σε δύο διαφορετικές χρονολογικές στιγμές. Από τη μία ο απόστολος Παύλος κηρύττει τον Αναστημένο Θεό και μιλάει για ανάσταση νεκρών στους Αθηναίους και από την άλλη ο τρελός στη «Χαρούμενη γνώση» του Nietzsche, εξαγγέλλει τον θάνατο του Θεού. Με μία διερευνητική ματιά, ο Παύλος κάνει λόγο για μία αλήθεια και ο τρελός του Nietzsche κάνει λόγο για την ανάγκη της αλήθειας του Παύλου. Ο Nietzsche σε καμία περίπτωση δεν σκοτώνει ο ίδιος τον Θεό, ούτε είναι εκείνος που θα Τον αμφισβητήσει. Είναι όμως εκείνος που διά στόματος του τρελού, θα τους κατηγορήσει ως ένοχους αυτού του θανάτου. Όσων είδαν τον Θεό ως ιδέα, με νου και λογική. Κάτι δηλαδή από την ανσέλμεια θεώρηση της αναγκαίας λογικής αιτίας (rationes necessariae).

Τόσο ο απόστολος Παύλος, όσο και ο Nietzsche απευθυνόμενοι σε ακροατές (ο Nietzsche δια στόματος του τρελού), προκάλεσαν με το κήρυγμα τους το γέλιο και την ειρωνία τους. Σαφώς δε και την αμφισβήτηση των αληθειών που αναδυόταν από το πρωτάκουστο παύλειο κήρυγμα περί της αναστάσεως των νεκρών («ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου», Πράξ. ιζ’, 31-32) και την αναζήτηση του Θεού από τον τρελό του Nietzsche ενώπιον μιας συντριπτικής πλειοψηφίας άθεων («Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο»,Nietzsche, Χαρούμενη γνώση).

Έτσι λοιπόν το ακροατήριο αντιδρά με γέλιο, ειρωνία και εμπαιγμό σε θέσεις πρωτάκουστες και ίσως και ανόητες για τη δική του ιδιοσυγκρασία. Ιδιοσυγκρασία που έχει να κάνει στην μεν περίπτωση του Παύλου με τους Αθηναίους που δεν είχαν ακούσει ποτέ για ανάσταση νεκρών, στη δε περίπτωση του τρελού της «Χαρούμενης γνώσης» με τους ανθρώπους στην πλατεία της αγοράς που ήταν στο σύνολο τους άθεοι και αμφισβητούσαν την ύπαρξη του Θεού.

Ας δούμε την πρώτη περίπτωση, εκείνη του αποστόλου Παύλου. Ο Παύλος στην Αθήνα του 1ου μ.Χ. αι. κηρύττει τον Αναστημένο Θεό, τον άγνωστο στους Αθηναίους, γνωστό όμως στον ίδιο. Και με καταπληκτικό τρόπο (αφού ο ίδιος ήταν γνώστης της ελληνικής παιδείας) «χτυπάει» στο πνευματικό συναίσθημα τους Αθηναίους. Βέβαια ο Τερτυλλιανός θα αναρωτιόταν και θα μας έλεγε για άλλη μία φορά τι σχέση μπορεί να έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ. Όμως ο Παύλος κατάφερε να μιλήσει στη γλώσσα της Ακαδημίας την αποκεκαλυμμένη αλήθεια κι έτσι να οικειωθεί ο ένας πολιτισμός τον άλλον.

Κι ερχόμαστε στη δεύτερη και πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ένας τρελός, εκείνος από την «Χαρούμενη γνώση» του Nietzsche, κατεβαίνει με το φανάρι (ως άλλος Διογένης – κάτι που λειτουργεί ως μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις στον Nietzsche για να αναπτύξει στο σχετικό απόσπασμα τη σκέψη του) στην αγορά και τρέχει στην πλατεία φωνάζοντας τα εξής: «”Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό”. Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μήπως μας φοβάται; Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο; Μήπως ξενιτεύτηκε; Τέτοια έλεγαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. ”Που είναι ο Θεός;” Φώναξε. Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε εσείς κι εγώ ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!”».

Βέβαια ο θάνατος του Θεού δεν είναι μία σύλληψη του Nietzsche. Η φράση «πέθανε ο Θεός» ειπώθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια του Αυτοκράτορα Τιβέριου. Τη φράση αυτή την αναφέρει ο Πλούταρχος (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων) και εκεί χρησιμοποιεί τη φράση «Παν ο μέγας τέθνηκεν». Και ο Sartreτην επαναλαμβάνει σε μία δημόσια συγκέντρωση στη Γενεύη, λέγοντας «Κύριοι, ο Θεός πέθανε. Σας αναγγέλλω, κύριοι, το θάνατο του Θεού». Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί το γεγονός ότι οNietzsche και οSartreέχασαν τον πατέρα τους σε μικρή ηλικία. Αυτό το «σύνδρομο του νεκρού πατέρα» στιγμάτισε ιδιαίτερα και καίρια τον Nietzsche και στην απουσία πλέον του παντοδύναμου για εκείνον πατέρα, είδε ακόμη και την απουσία του Παντοδύναμου Θεού.

Θέλω για λίγο να σταθώ σε μία επισήμανση που αποτελεί βάση για την συνέχεια των πραγμάτων. Ο Nietzscheδεν ήταν αθεϊστής. Το γεγονός ότι στηλίτευσε τον χριστιανισμό της Δύσης δεν μας δίνει το δικαίωμα να τον χαρακτηρίζουμε ως αθεϊστή φιλόσοφο. Αν αναλογιστεί κάποιος το γεγονός ότι σπούδασε την επιστήμη της Θεολογίας στο Θεολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Βόννης και το γεγονός ότι είχε ως σκοπό να γίνει λουθηρανός πάστορας και φράσεις των βιβλίων του που τις υιοθετεί, έχουν θεολογική αλήθεια, δύσκολατον χαρακτηρίζει κάποιος ως αθεϊστή. Ενδεικτικά είναι τα εξής λόγια του από τον «Αντίχριστο»: «Η λέξη ”χριστιανισμός” περιέχει κάποια παρανόηση, γιατί ουσιαστικά υπήρξε μόνο ένας χριστιανός, αλλά κι εκείνος πέθανε πάνω στον σταυρό».

Ποια γεγονότα όμως συνέβαλαν ώστε ο Nietzsche να σχηματίσει μία αρνητική εικόνα για τον χριστιανισμό; Μας το αναφέρει ο Παν/κος Καθηγητής του Ποιμαντικού Τμήματος της Θεολογίας του Α.Π.Θ. π. Βασίλειος Γεωργόπουλος: «Η αιματηρή ιστορία της Ευρώπης, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία των θρησκευτικών πολέμων, η απόμακρη εικόνα περί Θεού που είχε δομήσει η Δυτική Θεολογία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική».

Να λοιπόν πως γίνεται η αφαίμαξη της αλήθειας των λόγων του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου. Τι εννοεί ο Nietzscheμε τη φράση «πέθανε ο Θεός;», φράση που βάζει στο στόμα του τρελού της «Χαρούμενης γνώσης»; Εννοεί ότι εμείς οι άνθρωποι «σκοτώσαμε» τον Θεό αφού τον είδαμε ως μία ιδέα. Και εξηγεί ο αγαπητός φίλος και καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Καθολικό Κολλέγιο της Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Παντελεήμων Μανουσάκης στο βιβλίο του «Θεός Φιλοσοφούμενος»: «…όταν αποκτήσουμε μία ”ιδέα” του Θεού, όταν με τα μάτια του μυαλού μας αποπειραθούμε να δούμε τον Θεό, τότε είναι ο Θεός που πεθαίνει. Αυτός είναι ο θάνατος του Θεού που διακηρύσσει ο τρελός∙ διακηρύσσει το θάνατο του Θεού Ιδέα, το θάνατο του Θεού που έχει διανοητικώς «ιδωθεί» το θάνατο του Θεού εξαιτίας και διαμέσου της Ιδέας».Άρα λοιπόν έχουμε να κάνουμε με την ειδωλοποίηση του Θεού και την εικόνα Του όχι απλά σε μία κακοτεχνία, αλλά σε μία αντι – εικόνα του Τριαδικού Θεού.

Ο απόστολος Παύλος αυτό ακριβώς αντιμετώπισε στην Αθήνα, όταν μίλησε στον Άρειο Πάγο. Με το «αναρχικό» του κήρυγμα ο θείος Παύλος έρχεται να κάνει τι ακριβώς; Να ανατρέψει την ειδωλοποίηση του Θεού, καθώς δεν επιδιώκει να γκρεμίσει τα είδωλα, αλλά αντιτίθεται στην εξομοίωση του θείου με το χρυσό («γένος ον υπάρχοντος του θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον» (Πραξ. ιζ, 29). Αυτό είναι η ειδωλοποίηση για τον Παύλο. Αυτή η εξομοίωση του θείου με το χρυσό ή αργυρό ή λίθινο είδωλο. Έτσι ο απόστολος Παύλος με το λόγο του στρέφεται κατά της ειδωλολατρίας, αλλά όχι μόνο εκείνης που απορρέει από το στολισμό της πόλης με τα αγάλματα, αλλά και μιας εννοιολογικής ειδωλολατρίας, της ειδωλολατρίας του ανθρώπινου λογικού.

Έτσι λοιπόν εκείνο που «σκοτώνει» τον Θεό είναι το έλλογο είδωλο. Δηλαδή το είδωλο που κατασκευάζει ο ανθρώπινος Λόγος. Είναι η γνωστή νοησιαρχία και θεοποίηση της λογικής του Διαφωτισμού για τον οποίο επαίρονται οι σύγχρονοι Διαφωτιστές. Είναι η ειδωλολατρία του Kant που «αυτονομεί τη λογική ικανότητα του ατόμου, υποτάσσοντας τη φύση, τη σκέψη και τον Θεό, στις κατηγορίες της κριτικής της παντοδυναμίας», σύμφωνα πάλι με τον π. Παντελεήμονα Μανουσάκη.

Ο Χριστός όταν αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο, εμπίπτει αμέσως σε κατηγορίες ανθρώπινης σκέψεως και δημιουργίας. Καταντά στην καλύτερη ίσως μορφή, ένας επαναστάτης, μα δεν είναι Θεάνθρωπος. Φαντάζεστε λοιπόν το μεγαλείο της υποκρισίας της ανθρώπινης νόησης να αντιμετωπίζει τον Θεό ως ιδέα; Τι θα έλεγε ο Χριστός μπροστά σε αυτόν τον «βιασμό» της φύσεως Του και στην υποκρισία των ανθρώπων που στο όνομα του ντρόπιασαν τη χριστιανική διδασκαλία; Αν ερχόταν σήμερα ο Χριστός και κατέβαινε εδώ σ’ εμάς, θα έλεγε «Εγώ δεν είμαι χριστιανός», όπως ο Freudείπε «εγώ δεν είμαι φροϋδικός» και ο Marx«εγώ δεν είμαι μαρξιστής».

Και πως πεθαίνει ο Θεός; Επειδή ο άνθρωπος τον είδε. Και πως τον είδε; Ως ιδέα. Να λοιπόν η θεοκτονία. Και έμεινε το «εμείς». «Εμείς τον σκοτώσαμε» λέει ο τρελός του Nietzsche. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Είναι οι φιλόσοφοι. Αυτοί που έχουν την ιδέα. Είναι όσοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και να αποδείξουν τον Θεό με όρους του όντος, χρησιμοποιώντας λογικούς συλλογισμούς.Είναι ο Descartesπου με τα τρία του επιχειρήματα (ιδιαίτερα με το τρίτο το οντολογικό) προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Ανάλογες είναι οι προσπάθειες και του Άνσελμου Καντερβουρίας που ακολουθεί τον Αυγουστίνο και με λογικούς συσχετισμούς και επεξηγήσεις, παραθέτει τα δικά του οντολογικά επιχειρήματα περί της υπάρξεως του Θεού. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι Αριστοτέλης (κοσμολογικό επιχείρημα), ο Θωμάς Ακινάτης με το τελεολογικό επιχείρημα (βέβαια το διατύπωσαν και οι Πλάτωνας, Αριστοτέλης και Αβερρόης, αλλά ο Ακινάτης υπήρξε ο κύριος εκφραστής του).

Στο «Λυκόφως των ειδώλων», ο Nietzsche αναφερόμενος στους φιλοσόφους που είδαν διανοητικά τον Θεό και Τον σκότωσαν, γράφει: «Όλα όσα χειρίστηκαν οι φιλόσοφοι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν ήταν παρά έννοιες – μούμιες, τίποτε πραγματικό δεν βγήκε ζωντανό από τα χέρια τους. Όταν αυτοί οι αξιότιμοι ειδωλολάτρες των εννοιών λατρεύουν κάτι, το σκοτώνουν και το βαλσαμώνουν, απειλούν τη ζωή κάθε πράγματος που λατρεύουν».

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
[email protected]

.