Ο «ξένος» του δοξαστικού της M. Παρασκευής και ο «ξένος» του Derrida

 

Θαυμάσιο, μεγαλοπρεπές, μυσταγωγικό, ποιητικό κείμενο. Ένα καλλιτέχνημα λόγου και μελωδίας. Μία αισθητική που φιλάει Χριστό, φιλάει άνθρωπο, φιλάει τον ξένο.

Το ποίημα αυτό αναφέρεται στην Αποκαθήλωση και Ταφή του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαία. Πρόκειται για το δοξαστικό της Μ. Παρασκευής «Τὸν ἥλιον κρύψαντα». Ένα ποιητικό αριστούργημα του 13ου αιώνα σε ήχο πλ. α’ από τον αυλικό αξιωματούχο, λόγιο και ιστορικό Γεώργιο Ακροπολίτη. Ο Ακροπολίτης όμως χρησιμοποιεί αυτά τα λόγια, τα οποία προέρχονται από ένα παλαιότερο κείμενο του 4ου – 5ου αιώνα, εκείνο του αγίου Επιφανίου Κύπρου. Η ομιλία αυτή φέρει τον τίτλο «Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εἰς τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας». Ο άγιος Επιφάνιος βάζει τον Ιωσήφ να λέει στον Πιλάτο τα λόγια της ομιλίας. Το επιβλητικό αυτό ποίημα έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό∙ επαναλαμβάνει επτά φορές τη φράση «δός μοι τοῦτον τόν ξένον» και στη σύνολη του ορολογία τα παράγωγα της λέξης «ξένος» διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο νόημα που το κείμενο θέλει να περάσει.

Δυστυχώς το δοξαστικό αυτό είναι από τα λιγότερα γνωστά στους πιστούς, οι οποίοι δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό καθώς ψάλλεται όταν ο Επιτάφιος επιστρέψει στον ιερό ναό. Κι όμως αυτό και μόνο το κείμενο αναβλύζει εξαίσια πνευματικά νοήματα, τα οποία θα έλεγα πως συνθέτουν σε γερές βάσεις έναν υγιή πολιτισμό. Και δεν είναι μόνο ο πολιτισμός αλλά και ο άνθρωπος καθότι αποτελεί μέρος του πολιτισμού, παράγοντας ο ίδιος πολιτισμό.

Το ποίημα κάνει λόγο για τον ξένο που είναι ο Χριστός. Το σώμα αυτού του ξένου ζητάει να θάψει ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο. Αυτού του «πιο δικού μας ξένου» που θα ‘λεγε κι ο Ρίτσος. Ο ξένος για τη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής δεν είναι ο αδιάφορος, ο απομακρυσμένος, ο ξεχασμένος αλλά ο ξένος είμαι εγώ, είναι ο Χριστός. Ο άνθρωπος του ορθόδοξου ανθρωπισμού στον άλλον βλέπει τον Χριστό. Και στον Χριστό βλέπει τον ξένο. Ο Χριστός ευεργέτησε την ανθρώπινη φύση που είχε αμαυρωθεί με την πλέον απόλυτη κατάφαση Του να ντυθεί τη σάρκα χωρίς όμως την αμαρτία. Αυτή την ξένη φύση δέχτηκε ο Θεός με την Ενανθρώπιση Του.

Καταλυτικής σημασίας είναι τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος γράφει γι’ αυτή τη σάρκωση τα εξής καταπληκτικά: «Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη. Εννοώ τη δική μας φύση… Κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός πεθύμησε πόρνη… Τί κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους του… Αλλά καταφθάνει αυτός ο ίδιος ερωτευμένος… Και τί κάνει; Την παίρνει και την κάνει γυναίκα του». Αυτή την ξένη φύση την ντύθηκε ο Θεός, χωρίς να φοβηθεί το ένδυμα της σάρκας, τη στιγμή που το σώμα στον νεοπλατωνισμό, γνωστικισμό και μανιχαϊσμό αποτελούσε κάτι το κακό. Ντύθηκε λοιπόν ο Θεός την ξένη ανθρώπινη φύση. Μία φύση κτιστή και άγνωστη και εντελώς ξένη στη δική Του Τριαδική φύση στη φύση των τριών προσώπων. Αυτόν τον ξένο άνθρωπο, τον άνθρωπο της πτώσης, τον ξένο προς την αρχική δόξα που ο Τριαδικός Θεός του δώρισε, αυτόν τον ξένο οικειώνεται, αυτή την ξένη ανθρώπινη φύση λαμβάνει.

Ο «ξένος» του Derrida είναι ο «ξένος» της Εκκλησίας; Θα σταθώ στο πως βλέπει τον ξένο και τη φιλοξενία ο Γάλλος φιλόσοφος Derrida. Ο Derrida αν και είναι γνωστός περισσότερο για τη θεωρία της αποδόμησης, εντούτοις ασχολήθηκε με ένα σύμπλεγμα εννοιών όπως η φιλοξενία, από τη δεκαετία του 1990 έως τον θάνατο του τον Οκτώβριο του 2004. Το έργο του «Περί φιλοξενίας» προσεγγίζει τη χριστιανική θεώρηση του ξένου και η φιλοξενία στο έργο αυτό θυμίζει την οικείωση του άλλου και την πλήρη αποδοχή του όπως αυτή διανθίζεται στο ευαγγέλιο, στα πατερικά κείμενα και στην παράδοση της Εκκλησίας.

Στο έργο του «Περί φιλοξενίας» μεταξύ των άλλων ο Derrida αναφέρεται σε δύο νόμους. Στο νόμο της απροϋπόθετης φιλοξενίας και στο νόμο της υπό όρους φιλοξενίας. Και προβαίνει σ’ αυτή την προσέγγιση θέλοντας να εστιάσει στην έννοια της φιλοξενίας στη δυτική παράδοση, όπου συναντάται η παραπάνω αντιφατική τοποθέτηση. Από τη μία υπάρχει η φιλοξενία του άλλου χωρίς καμία προϋπόθεση, χωρίς όρια, χωρίς ελέγχους, χωρίς απαγορεύσεις, μία πλήρη αποδοχή του και από την άλλη υπάρχουν οι περιορισμοί, όπου ο ξένος, ο άλλος υπό προϋποθέσεις μένει σε ένα μέρος, με όρους και με πολιτικές, κοινωνικές επιταγές. Στον αντίποδα μία άλλη ενδιάμεση «λύση» υιοθετείται από τον Kant, ο οποίος κάνει λόγο για «καθολική φιλοξενία», καθώς σύμφωνα με τον ίδιο «δεν είναι δικαίωμα μόνιμου επισκέπτη, για το οποίο ο ξένος μπορεί να εγείρει απαίτηση».

Επανερχόμενος στον Derrida σκέφτομαι πως οι λόγοι του περί απόλυτης φιλοξενίας είναι εγκεντρισμένοι στη χριστιανική θεώρηση του ξένου όπως ο εαυτός μου. Γράφει για το θέμα αυτό: «Η απόλυτη φιλοξενία απαιτεί να ανοίξω το σπίτι μου και να προσφέρω, όχι μόνο στον ξένο (εφοδιασμένο με ένα επώνυμο, με το νομικό καθεστώς του ξένου, κ.λ.π.) αλλά και στον απόλυτα άγνωστο, ανώνυμο ‘’άλλο’’, έναν τόπο χωρίς να του ζητήσω αμοιβαιότητα (την ένταξη του σε μια συνθήκη) ή χωρίς να ζητήσω να μάθω ακόμη και το όνομα του».

«Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου; Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι… Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού» (Επιφάνιος Κύπρου, Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εἰς τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας).

 

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος