Δράφει ο Τάσος Παππάς
Γιατί δεν απομάκρυνε από την κυβέρνηση ο Γ.Παπανδρέου, τον Θεόδωρο Πάγκαλο; Γιατί, άραγε, κρατάει και, μάλιστα, σε ρόλο αντιπροέδρου έναν πολιτικό που έχει προκαλέσει πολλές φορές με τις παρεμβάσεις του; Τον φοβάται; Του είναι χρήσιμος; Η απάντηση είναι ότι και τον φοβάται και του είναι χρήσιμος.
Ο κ. Πάγκαλος τους τελευταίους είκοσι μήνες έκανε για λογαριασμό της κυβέρνησης τη «βρόμικη» δουλειά, περιγράφοντας με κυνικό και σε ορισμένες περιπτώσεις με αγοραίο τρόπο την κοινωνική κατάσταση. Οι δηλώσεις του ότι «μαζί τα φάγαμε» και ότι «κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι είναι κοπρίτες» υπηρετούσαν μια πολιτική που είχε ως στόχο να δημιουργήσει κλίμα συλλογικής ενοχής. Ο κ. Πάγκαλος είπε δημοσίως όσα λένε στις ιδιωτικές συζητήσεις τους οι περισσότεροι υπουργοί. Τουλάχιστον πρέπει να του αναγνωριστεί ότι δεν κρύβεται.
Ο αντίλογος είναι ότι με τη συμπεριφορά του κάνει ζημιά στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η απάντηση είναι ότι συγκεντρώνοντας τα πυρά πάνω του βλάπτει περισσότερο τον ευατό του και λιγότερο την κυβέρνηση, γιατί στη συνείδηση του κόσμου ο Πάγκαλος έχει καταγραφεί ως μία προσωπικότητα που έχει κατακτήσει σχετική αυτονομία δράσης στην πολιτική σκηνή. Ευρύτερες φιλοδοξίες δεν έχει και γι αυτό προσφέρεται να γίνει ο σάκος πυγμαχίας για να προπονούνται οι αγανακτισμένοι πολίτες και οι αντίπαλοι της κυβέρνησης.
Με τις βίαιες επιθέσεις του κατά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ κάνει αυτό που δεν μπορούν να κάνουν ο πρωθυπουργός [λόγω ιδιοσυγκρασίας] και οι υπόλοιποι συνάδελφοι του [λόγω της συμπλεγματικής στάσης τους απέναντι στην Αριστερά]. Η πιο φωνακλάδικη αντιπολίτευση στην παρούσα φάση γίνεται από την Αριστερά. Πολλοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ έχουν αριστερές προσλαμβάνουσες, αρκετοί μάλιστα ζουν ακόμη και σήμερα με την αυταπάτη περί «συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων» και στις περιόδους που το κόμμα τους βρίσκεται στην εξουσία, αλλά δεν στέκεται στο ύψος της ιστορικής αποστολής του [όπως αυτοί την εννοούν] ερωτοτροπούν εκλογικά με τα αριστερά σχήματα.
Ο Γ.Παπανδρέου λοιπόν χρειάζεται έναν άνθρωπο που γνωρίζει τον τρόπο που σκέφτονται οι ηγεσίες της Αριστεράς, που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τις προβοκάρει και δεν πιστεύει πια σε λογικές συμπόρευσης με την Αριστερά. Επιχειρεί μ’ άλλα λόγια να λειτουργήσει σαν ανάχωμα, το οποίο θα εμποδίσει τους δυσαρεστημένους οπαδούς του κινήματος να πριμοδοτήσουν τα κόμματα της Αριστεράς.
Οι αναφορές του ότι το ΚΚΕ κινείται «εκτός συνταγματικού τόξου» και οι ευθείες βολές του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ότι οργανώνει, ενθαρρύνει και υποθάλπει τα περιστατικά προπηλακισμού κατά υπουργών και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να είναι ακραίες, ωστόσο δια της συνεχούς επαναλήψεως κάτι αφήνουν στην ατμόσφαιρα. Πάντως, το έργο του αντιπροέδρου βοηθούν, τόσο οι αναιμικές διαψεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι λεονταρισμοί ενίων στελεχών του που φαντασιώνονται διαρκώς εξεγέρσεις και μιλούν για την ανάγκη να αναζητήσει η Αριστερά ένα «νέο σύγχρονο μπολσεβικισμό».
Η παρουσία του Θ. Πάγκαλου στην κυβέρνηση και ειδικότερα στη θέση του αντιπροέδρου εξυπηρετεί τον Γ. Παπανδρέου και για έναν επιπλέον λόγο. Είναι το αντίβαρο στον Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος αναβαθμιζόμενος, προβάλλει εξ αντικειμένου ως το νούμερο δύο στο σύστημα εξουσίας. Οι σχέσεις Πάγκαλου-Βενιζέλου ήταν και είναι εχθρικές. Ο Θ. Πάγκαλος συντάχθηκε με τον Γ.Παπανδρέου στη μάχη για την αρχηγία το 2007, όχι γιατί θεωρούσε προσοντούχο το γιό του ιδρυτή, αλλά για να μην περάσει το κόμμα στα χέρια του Βενιζέλου. Το μίσος του για τον Βενιζέλο ήταν μεγαλύτερο από την εκτίμηση που είχε στον Γ. Παπανδρέου. Ο πρωθυπουργός ελπίζει ότι ο πληθωρικός Πάγκαλος θα εξουδετερώσει κάθε προσπάθεια ηγετικού βηματισμού από την πλευρά του Ευ. Βενιζέλου.
Πολλαπλώς χρήσιμος, λοιπόν, ο Θ. Πάγκαλος για τον πρωθυπουργό. Ωστόσο στην απόφαση του μέτρησε και ο φόβος. Το σκεπτικό του ήταν το εξής: «καλύτερα μέσα στην κυβέρνηση και να επιτίθεται στους άλλους, παρά εκτός κυβερνήσεως και να επιτίθεται σε μένα». Και αυτό θα συνέβαινε, πέραν πάσης αμφιβολίας, αν ο κ. Πάγκαλος έχανε τη θέση του. Ό Α. Παπανδρέου και ο Κ. Σημίτης απομάκρυναν τον Θ. Πάγκαλο από τις κυβερνήσεις τους και το μετάνιωσαν πικρά. Τον Α. Παπανδρέου τον αποκάλεσε «δωρολήπτη» και συμμετείχε στην κίνηση των «τεσσάρων» που έδωσε τη χαριστική βολή στον παραπαίοντα Παπανδρεϊσμό [1994-1996], ενώ για τη δεύτερη τετραετία Σημίτη [2000-2004] έχει πει ότι ήταν η χειρότερη περίοδος του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση της χώρας.
Όλα αυτά, βεβαίως, είναι τερτίπια παλαιοκομματικού τύπου, ασκήσεις επί χάρτου, εμπνεύσεις μικρής πνοής, για να διατηρηθούν οι εύθραυστες ισορροπίες [τρόμου]. Το μοντέλο, όμως, του πελατειακού κοινοβουλευτισμού αγγίζει τα όρια του. Με ραγδαίο ρυθμό η νομιμοποίηση του μειώνεται. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και μοιάζει ανίκανο ν’ αφουγκραστεί «τη βοή των πλησιαζόντων γεγονότων».