Του Κωνσταντίνου Πουλή
Συζητούσα τις προάλλες φιλοσοφικά ζητήματα με μια πολύ ηλικιωμένη κυρία στο ταχυδρομείο, τόσο ηλικιωμένη που τα είχε μάλλον τελείως χαμένα, και μου έλεγε για τον εγγονό της που κάνει παρέα (όχι πολύ στενή) με έναν Σέρβο φοιτητή του Πολυτεχνείου που, επειδή η κοπέλα του σπουδάζει στη Φιλοσοφική, πότε-πότε παρακολουθεί κι εκείνος κανένα μάθημα φιλοσοφίας. O εγγονός της όμως δουλεύει νύχτα και πίνει πάρα πολύ, λοιπόν της τα λέει λίγο ανακατεμένα, εκτός αν φταίει που ο Σέρβος φοιτητής δυσκολεύεται να καταλάβει τις παραδόσεις, λόγω ελλείψεων στα Ελληνικά ή στη φιλοσοφική ορολογία. Όμως όσα μου είπε εκείνη τη μέρα μού τα είπε με άκρα σοβαρότητα και, όσο μπορώ να κρίνω, πρόκειται για μια πολύ πιστή μεταφορά όσων ακούστηκαν σε αυτό το μάθημα της Φιλοσοφικής.
Λοιπόν στην ηθική φιλοσοφία, λέει, θεωρείται κανείς υπόλογος για όσα έχει πράξει ο ίδιος. Για να πούμε αν έχει πράξει ο ίδιος, όμως, πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα της συνέχειας της ταυτότητας στον χρόνο, να απαντήσουμε δηλαδή αν ο πιτσιρικάς που έκλεβε μήλα είναι το ίδιο πρόσωπο ηθικά με τον απόστρατο στρατηγό μετά από εβδομήντα χρόνια. Της λέω αμέσως ότι άμα είναι ο ίδιος είναι ο ίδιος, και ότι άμα δεν συμφωνούμε και σ’ αυτό κάποιος από όλους μάς κοροϊδεύει: ή ο καθηγητής της Φιλοσοφικής, ή ο Σέρβος φίλος παρέα με τον εγγονό της, ή εκείνη. Πολύ ψύχραιμα μου εξηγεί ότι ο φιλόσοφος Τζον Λοκ είχε πει πως για να ευθύνομαι για μια παρελθοντική πράξη μου πρέπει να υπάρχει συνέχεια στη συνείδησή μου, δηλαδή να θυμάμαι τον προηγούμενο εαυτό μου, αλλιώς μια τιμωρία για πράξη που δεν θυμάμαι είναι ακατανόητη δυστυχία. Έτσι και στη Δευτέρα Παρουσία, θα κρίνει ο Θεός τον καθένα «κατά την πράξιν αυτού». Ποιανού αυτού; Με ρωτάει το γραΐδιο κοιτάζοντας επίμονα, σαν να πρέπει να απαντήσω εγώ. «Έστω ότι εγώ είμαι τώρα εβδομήντα ετών. Όταν ήμουν είκοσι, το 1960, πειραματιζόμουν με τη σεξουαλικότητά μου και με διάφορες ουσίες, αλλά από τότε ως τώρα “είμαι ένας άλλος άνθρωπος”! Έτσι δεν λέμε; Και αυτή, συνεχίζει, είναι η μόνη φράση που συγκράτησα με απόλυτη βεβαιότητα. Ο καταλογισμός προϋποθέτει τη χρονική συνέχεια». Εκεί ανακαλεί το όνομα ενός Derek Parfit, χωρίς όμως να είναι εντελώς σίγουρη, γιατί ο Σέρβος φοιτητής είχε περάσει μια φάση απομάκρυνσης από την κοπέλα του της Φιλοσοφικής και έπινε πολύ μαζί με τον εγγονό της, λοιπόν οι πληροφορίες εκείνης της περιόδου είναι κάπως πιο αραιές και συγκεχυμένες, ένεκα τα ξύδια. Εγώ, που μπορεί να μην έχω πάρε δώσε μ’ αυτούς του πανεπιστημίου αλλά χαζός δεν είμαι, της λέω: αν κάποιος πάρει τα λεφτά μου για προκαταβολή, για να μου πουλήσει ένα σπίτι, και τα φάει στο καζίνο του Λουτρακίου, όταν γυρίσει με το καλό θα είναι ακόμα απατεώνας. Τι πάει να πει: «ήμουν άλλος άνθρωπος τότε»; Και συνεχίζω από τις εφημερίδες: το κράτος διαχειρίζεται λεφτά που έχει πάρει από τον μισθό μου για να τα επιστρέψει με τη σύνταξη. Άμα μου τα φάει κάποιος, και όταν φτάσω στα γεράματα μου πει ότι δεν έχει μείνει τίποτα, θα τον πω κλέφτη και θα του κοπανήσω και την κεφάλα. Είναι σαν να μου λες να γυρίσει ο εκδρομέας από το Λουτράκι και να μου πει: «Ας μην κοιτάμε πίσω. Μη σκαλίζουμε το παρελθόν. Τώρα τίποτα δεν είναι ίδιο. Δώσε μου τα υπόλοιπα λεφτά σου πάλι, και περασμένα-ξεχασμένα». Η φιλόσοφος γραία είχε μείνει άναυδη και με κοίταζε γεμάτη απορία (εκτός αν είχε νυστάξει, γιατί κόντευε μεσημέρι, και οι ηλικιωμένοι ξυπνάνε πολύ νωρίς το πρωί, ή αν όντως τα έχει τελείως χαμένα). Χωρίς να χάσω το θάρρος μου, συνέχισα: είναι κάτι βδομάδες τώρα, που πρωτοκλασάτα υπουργομάρια του ΠΑΣΟΚ (βενιζελοχρυσοχοϊδοκλπ.) ασκούν κριτική στην κυβέρνησή τους, ετοιμάζοντας την επόμενη μέρα. Όλον αυτόν τον καιρό, μας λένε πως όταν καίγεται το σπίτι μας δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναζητήσουμε ευθύνες: σβήνουμε τη φωτιά, χωρίς να ρωτάμε ποιος την έβαλε. Ναι, αλλά αν αφήσουμε τον πυρομανή στην ομάδα της πυρόσβεσης, μήπως δεν είναι καλή ιδέα; Μέχρι πριν λίγο μας έλεγαν ότι δεν έχει νόημα να συζητάμε για το ΠΑΣΟΚ του ’80, του ’90 και του 2000, τώρα σε λίγο θα μας λένε ότι δεν θα έχει νόημα να συζητάμε για τα λάθη του Παπακωνσταντίνου. Και εκεί δίνω στη φιλόσοφο σκατόγρια το τελικό χτύπημα. Θα σου πω εγώ, της λέω, ποια είναι η λύση στο φιλοσοφικό πρόβλημα της ταυτότητας στον χρόνο, να την πεις τον εγγονό σου να την πει στον Σέρβο να την πει στη γκόμενά του να την πει στον καθηγηταρά να καταλάβει ότι δεν είμαστε χαϊβάνια: Δεν είναι η ψυχολογική συνέχεια, γιατί τρέχα γύρευε, δεν είναι η συνειδησιακή συνέχεια, η συνέχεια της μνήμης, γιατί τρέχα γύρευε, η μόνη συνέχεια που με ενδιαφέρει εμένα είναι η χειροπιαστή, της σάρκας, αυτή που λέει πως ο κυρ Τάκης είναι ο κυρ Τάκης: Το έκανε; Δεν του ξαναδίνω τα λεφτά μου να πάει στο Λουτράκι! Θα τα ξαναφάει, πώς το λένε; Ποιος τρελός δίνει τα λεφτά του στον τζογαδόρο; Και, χειρότερα, ποιος τρελός ξαναδίνει τα λεφτά του στον τζογαδόρο; Αλλιώς, αν δεν μπορώ να συνδέσω τα διαφορετικά κομμάτια της ταυτότητας κάποιου, δεν θα μπορώ ούτε να του ζητήσω τον λόγο για όσα έκανε χθες, γιατί πάντα θα ξεγλιστράει λέγοντας «τώρα είμαι άλλος άνθρωπος, σε άλλη εποχή», ούτε θα μπορώ να πιστέψω σε καμία υπόσχεση, διότι και αύριο θα είναι πάλι άλλος άνθρωπος. Για να υπάρξει ευθύνη πρέπει να υπάρξει μια συνέχεια, ταυτότητα. Μέχρι τότε, το επιχείρημα «ας μην κοιτάμε πίσω» είναι για μένα κόκκινο πανί, μου ανάβουν τα λαμπάκια. Η μόνη ελπίδα είναι να πάψει το καραγκιοζιλίκι του «άλλο τότε!». Και με αυτά έφτασε η σειρά μου στο ταχυδρομείο, ζήτησα συγγνώμη από το φιλοσοφικό γραΐδιο που υποβάθμισα την κουβέντα στο επίπεδο της επικαιρότητας και ταχυδρόμησα μια καρτ ποστάλ στον ξάδερφό μου στο Αμέρικα, μέρες που είναι.
|
|