Ο λόγος που κάποια παιδιά αντιπαθούν το μπρόκολο

Οι γονείς και τα παιδιά τους συχνά έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά – συμπεριλαμβανομένης της αντιπάθειας για το μπρόκολο και άλλα λαχανικά της ίδιας οικογένειας.

Ο λόγος μπορεί να είναι κάποια επιβλαβή ένζυμα από βακτήρια στο σάλιο, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Τα επίπεδα αυτών των ενώσεων είναι παρόμοια σε γονείς και παιδιά, κάτι που μπορεί να είναι ο λόγος που αυτά τα λαχανικά φαίνονται άσχημα στη γεύση και στις δύο γενιές, ειδικά όταν τα επίπεδά τους είναι υψηλά, εξήγησαν οι ερευνητές.

Εκτός από το μπρόκολο, στην ίδια ομάδα -στα κραμβώδη λαχανικά- περιλαμβάνεται το κουνουπίδι, το λάχανο και τα λαχανάκια Βρυξελλών. Τα κραμβώδη λαχανικά αποβάλλουν μια ένωση που παράγει ισχυρές, θειώδεις οσμές που μπορούν να δημιουργήσουν βακτήρια στο στόμα ορισμένων ανθρώπων, σημείωσαν οι ερευνητές.

Για τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Agricultural and Food Chemistry, ο Δρ Damian Frank και οι συνεργάτες του από τη CSIRO, την εθνική επιστημονική υπηρεσία της Αυστραλίας, διερεύνησαν τις διαφορές στην παραγωγή θείου στο σάλιο από παιδιά και ενήλικες. Στη συνέχεια ανέλυσαν πώς αυτή η παραγωγή επηρέασε την αποδοχή των συγκεκριμένων λαχανικών.

Οι ερευνητές εξέτασαν 98 ζευγάρια παιδιών-γονέων, που βαθμολόγησαν τις βασικές ενώσεις οσμής. Το διμεθυλοτρισουλφίδιο, το οποίο μυρίζει σάπιο και θειώδες, ήταν αυτό που άρεσε λιγότερο στα παιδιά και στους ενήλικες.

Η ομάδα ανέμειξε δείγματα σάλιου με σκόνη κουνουπιδιού και ανέλυσε τις πτητικές ενώσεις που δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Διαπιστώθηκαν μεγάλες διαφορές στην παραγωγή πτητικού θείου μεταξύ των συμμετεχόντων, αλλά τα παιδιά είχαν συχνά παρόμοια επίπεδα με τους γονείς τους.

Τα παιδιά των οποίων το σάλιο παρήγαγε μεγάλες ποσότητες πτητικών θείου αντιπαθούσαν περισσότερο τα ωμά κραμβώδη λαχανικά, αλλά κάτι τέτοιο δεν φάνηκε στους ενήλικες, οι οποίοι ίσως είχαν μάθει να ανέχονται τη γεύση. Αυτά τα ευρήματα μπορεί να εξηγούν γιατί σε μερικούς ανθρώπους αρέσουν τα συγκεκριμένα λαχανικά και σε άλλους όχι, ανέφεραν οι ερευνητές σε δελτίο Τύπου που συνόδευε τη δημοσίευση της μελέτης.

iatrikanews.gr