Σε ένα άρθρο στον «Δρόμο της Αριστεράς» αναφερόμουν στη συχνότητα με την οποία επέρχονται οι ξηρασίες – που ήταν μια μέτρια μονοετής ξηρασία κάθε 5 χρόνια, μια ισχυρή μονοετής ξηρασία κάθε 10 χρόνια και μια ισχυρή διετής ξηρασία κάθε 25 χρόνια – σύμφωνα με στατιστική εκτίμηση του Ινστιτούτου Δασικών Οικοσυστημάτων.
Σύμφωνα πάντως με άλλη εκτίμηση, που υπογραφόταν από τον Ανδρέα Δενιόζο στο «Ελεύθερο Βήμα» της «Ελευθεροτυπίας», (28.10.90), ο χρόνος της ξηρασίας – ανομβρίας ήταν ενδεκαετής, παρά τα λεγόμενα από τον Θεόφραστο, που υποστήριζε την (μέση) εννιαετή διάρκεια της ξηρασίας ή των Αρχαίων Αιγυπτίων που πίστευαν στη δεκατετραετή.
Ανεξάρτητα και από τις δύο εκτιμήσεις, το σίγουρο είναι ότι ο κύκλος της ξηρασίας – ανομβρίας επαναλαμβάνεται, οπότε οι κοινωνίες έχουν να προνοήσουν μια πολιτική, που πρέπει να εντείνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται, η δόμηση παίρνει τα επάνω της, τα αυτοκίνητα και τα εισοδήματα πολλαπλασιάζονται, οι υγειονομικές απαιτήσεις και ο τουρισμός γίνονται κτήμα ενός μεγάλου μέρους της παγκόσμιας κοινότητας.
Στην Ελλάδα
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική: Όπως την περίοδο 1989-1991, ζούμε μια έντονη ξηρασία, η οποία έκανε πολιτικούς όπως ο Κώστας Λαλιώτης να ερωτοτροπούν με την ιδέα για μεταφορά νερού μέσω τάνκερ!
Εκτός από τη Κρήτη, όπου το φράγμα του Αποσελέμη διατηρεί μόνο το 23% των αποθεμάτων του, πρόβλημα έχουν νησιά όπως η Λέρος και η Σίφνος, που κηρύχθηκαν σε κατάσταση ανάγκης. Άλλα νησιά όπως η Νάξος, η Σέριφος, η Μύκονος και η Σαντορίνη, βρίσκονται πολύ κοντά στα όρια, ενώ η Αττική των 5 εκατομμυρίων κατοίκων, λόγω του υπερτουρισμού και της κακοδιαχείρισης του νερού, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Η κλοπή των δημόσιων υδατικών πόρων έχει διαπιστωθεί το τελευταίο διάστημα, ενώ στο Αιγαίο οι υπάρχουσες 57 μονάδες αφαλάτωσης αγκομαχούν κειμένου να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες. Η λύση της χρησιμοποίησης των επεξεργασμένων νερών έχει αποδώσει ως χρηστικούς μόνο το 2% των υδατικών πόρων, παρά το γεγονός ότι η ίδια λύση ξεπερνάει το 90% στην Κύπρο και στο Ισραήλ – όπως λέει η Μάχη Τράτσα στο «Βήμα» της 7.7.24.
Από εμπειρία προσωπική, το 2007 είδα στη Λευκωσία το νερό των ξενοδοχείων να δηλώνεται ως μη πόσιμο, το δε πόσιμο νερό να πωλείται στον δρόμο σε τιμή λογική, κατώτερη αυτής των μπουκαλιών με πλαστικό! Ανάλογα και στην Κύθνο το 2011, όπου το πνεύμα της οικονομίας νερού είχε μετατρέψει μια πηγή σε τροφοδότη πόσιμου νερού – πάλι με λογική τιμή.
Η ανάκτηση του νερού από τα διάφορα συστήματα ανακύκλωσης αποτελεί οπωσδήποτε μια μεγάλη πρόκληση για τη σημερινή εποχή, όπου όλες οι υδατικές ανάγκες – βιομηχανία, γεωργία, αστικές χρήσεις – αυξάνονται. Η λογική του διαστήματος με την ανακύκλωση των πάντων πρέπει να κυριαρχήσει στις επιλογές μας! Στην Ελλάδα η περίπτωση της Ψυττάλειας των 700.000 περίπου κ.μ. που απορρίπτονταν στη θάλασσα μετά τον δευτεροβάθμιο καθαρισμό έδωσε τροφή στην πολιτική υποσχεσιολογία τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Το αίτημα εμφιλοχωρούσε σε όλα σχεδόν τα πολιτικά προγράμματα, ενώ ιδιαίτερη εύνοια είχε στο πρόγραμμα των Οικολόγων Εναλλακτικών. Το 2011, επί υπουργίας Τίνας Μπιρμπίλη, είχε τεθεί το ζήτημα της ανάκτησης 14.000 κ.μ. από τα «υγρά» της Ψυττάλειας ημερησίως για αγροτικές χρήσεις στην Αττική, ενώ αναγνωριζόταν η εκκρεμότητα της διαχείρισης των κυρίων όγκων των υγρών αποβλήτων…
Επιπλέον όμως, εκτός από τους χώρους της πολιτικής και του ευκαιριακού εντυπωσιασμού, το επιστημονικό προσωπικό της ΕΥΔΑΠ διέβλεπε τη δυνατότητα ανάκτησης μέχρι και 80.000 κ.μ. ημερησίως νερού αρδεύσιμης ποιότητας, γενικά για το πρασίνισμα του λεκανοπεδίου και των νησιωτικών περιοχών.
Το νερό επανέρχεται ως πρόβλημα
Στην Ουγγαρία την περίοδο 1990-1991 η λειψυδρία, και μάλιστα τη χειμωνιάτικη περίοδο (!), είχε προκαλέσει τρομερό πρόβλημα, που επηρέαζε, εκτός από περιοχές της Βαλκανικής, και περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης. Το ζήτημα του νερού επανέρχεται στην επιφάνεια, όχι τόσο από την άποψη της άμεσης στενότητας της εποχής 1989-1991, όταν η λειψυδρία είχε ξανά πλήξει τη χώρα, όσο από την άποψη της πιθανής ιδιωτικοποίησής του.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ορισμένα επιχειρήματα κατά της ιδιωτικοποίησης εκπέμπουν ένα είδος «λεγκαλισμού», θεωρώντας δηλαδή ότι το ζήτημα θα λυθεί άλλοτε με δικαστικές διαδικασίες και άλλοτε με την επίκληση γενικών αρχών Δικαίου και ανθρωπισμού. Το γνωμικό «Το νερό δεν είναι εμπόρευμα» προβιβάζεται σε αξίωμα, όταν είναι απολύτως κατανοητό ότι το νερό, το ηλεκτρικό ή η συγκοινωνία ή το οτιδήποτε μπορούν να είναι κοινόχρηστα ή εμπορεύσιμα αγαθά, μπορούν να υπηρετούν τον άνθρωπο ή το κέρδος, αναλόγως των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών δύναμης…
Με βάση αυτό το σκεπτικό, δεν είναι άτοπο το να τονίζουμε την ανάγκη μιας νέας ιδεολογίας για το νερό: δηλαδή μιας άλλης αντίληψης για τη διαχείρισή του όχι απλώς στους χώρους των ειδικών, αλλά στην ευρύτερη κοινωνία. Λόγου χάρη:
● Υπήρχαν πολλοί που θεωρούσαν την εκβολή των νερών των ποταμών στη θάλασσα ως «καθαρή απώλεια» – επειδή δεν έπαιρναν υπόψη τις περιβαλλοντικές ισορροπίες που στηρίζονταν στη συγκεκριμένη κίνηση του νερού. Πολλοί θεωρούσαν απολύτως λογική τη διαχείριση των νερών στην Κίνα, όπου γιγαντιαίοι ποταμοί κατέληγαν στη θάλασσα χωρίς νερό, το οποίο είχε ενδιαμέσως παρακρατηθεί για γεωργικές και άλλες χρήσεις.
● Από την άλλη πλευρά το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF) έλεγε: «Το νερό πρέπει να χάνεται» (!!!), ακριβώς για να δείξει με αυτόν τον προκλητικό τρόπο την ανάγκη μιας συνετής – ποιοτικά αλλά και ποσοτικά – διαχείρισης των υδάτινων πόρων των ποταμών…
Το νερό σε μεγάλο βαθμό, που ξεπερνάει συχνά και το 85%, υπηρετεί τις γεωργικές χρήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση η κατανόηση της αρχής της υπεύθυνης κατανάλωσης έχει μεγάλη αξία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πόρισμα της αρχής της περιβαλλοντικής ευθύνης «ο ρυπαίνων πληρώνει» – πράγμα το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί στην καθομιλουμένη «ο καταναλίσκων πληρώνει».
Αν οι γεωργοί πλήρωναν τα κόστη που προκαλεί η συλλογή, μεταφορά, διαχείριση επιφανειακών ή υπογείων υδάτων, αυτό προφανώς θα προστίθετο στα κόστη των αγροτικών προϊόντων, αλλά θα αφαιρείτο από τα κόστη των δημοσίων έργων!
Το καθαρό εξαγόμενο μιας τέτοιας διαδικασίας είναι μηδενικό – με την έννοια ότι ο καταναλωτής, αντί να πληρώνει φορολογία για την πραγματοποίηση των έργων, πληρώνει απευθείας στον αγρότη – όμως, εμμέσως πλην σαφώς, δημιουργεί ένα ισχυρό κίνητρο στον αγρότη να κάνει εξοικονόμηση, να επιλέξει είδη συμβατά με τα τοπικά χαρακτηριστικά, να προσφύγει σε μορφές ύδρευσης που δεν σπαταλούν τους υδάτινους πόρους.
Η επιλογή τέτοιων ειδών είναι απαίτηση της κοινής λογικής και του σημερινού status των υδάτινων πόρων που καταναλίσκονται στη γεωργία, ειδικά με τη μορφή της τεχνητής βροχής τις μεσημεριανές ώρες! Φυσικά υπάρχει και η άρδευση στάγδην, την οποία μπορούμε να φυλάξουμε για ακόμη χειρότερες ημέρες…
Προφανώς, η τιμολόγηση του νερού στον αγροτικό τομέα απαιτεί ειδικές πολιτικές και πρέπει να πειθαρχεί σε ποσοτικούς περιορισμούς – αντί να εξαντλείται στην αρχή «μικρότερη τιμολόγηση προϊούσας της κατανάλωσής του». Η τιμολογιακή πολιτική πρέπει να προσαρμόζεται στις γεωργικές και περιβαλλοντικές ανάγκες, να επιβραβεύει χρήσεις και να τιμωρεί άλλες, να ανταποκρίνεται στις μετεωρολογικές δυσχέρειες, να ανοίγει τον δρόμο για νέες καλλιέργειες.
Αντίστοιχα στον αστικό χώρο, παρά τη μικρή σχετικά συμμετοχή του στην κατανάλωση νερού, μπορεί να εφαρμόζεται η αντιστρόφως ανάλογη τιμολόγηση του νερού – περισσότερη κατανάλωση / περισσότερο κόστος εις βάρος του καταναλωτή – ώστε να περιορίζονται οι τυχόν «πολυτελείς χρήσεις» (γκαζόν, κήποι κ.λπ.) προς όφελος της λαϊκής κατανάλωσης.
Η οικονομία του νερού αντιμετωπίζει σήμερα δυο μεγάλες προκλήσεις:
● Από τη μια πλευρά είναι η περιβαλλοντικά καταστρεπτική άντληση με γεωτρήσεις σε μεγάλα βάθη, με αποτέλεσμα την πρόσληψη προβληματικών για τις καλλιέργειες ποιοτήτων νερού.
● Από την άλλη πλευρά είναι το ζήτημα των αφαλατώσεων σε περιοχές υψηλής σπάνεως του νερού – όπως ο νησιωτικός χώρος.
Ο καθηγητής Βατίστας το 2015 είχε υποδείξει σε ειδικό σεμινάριο στην Αίγινα μια μορφή μεταφερόμενων ανεμογεννητριών, μεταξύ των οποίων και η επονομαζόμενη «Υδρία», που μετατρέπουν μεγάλες ποσότητες νερού σε νερό πόσιμο: Μάλιστα είναι ιδιαίτερα σημαντική η χρήση μεταφερόμενων ανεμογεννητριών μικρού μεγέθους, που έχουν εξαιρετικές επιδόσεις στην παραγωγή νερού υψηλής ποιότητας, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν την αξία μικρών αιολικών κατασκευών προσαρμοσμένων στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Τα τελευταία χρόνια είχαμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις στον χώρο των μικρών αιολικών που συμβάλλουν στις αφαλατώσεις.
Το νερό είναι είδος που μεταφέρεται και προσλαμβάνει αξία ακριβώς χάρη σε αυτήν τη δυνατότητα της μεταφοράς του. Αλλά και αυτή η «ιδιότητα» πρέπει να πειθαρχεί στο μέτρο: Πρακτικές ή σχεδιασμοί όπως αυτή της Ισπανίας, όπου προτάθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) η μεταφορά των υδάτων του ποταμού Έβρου σε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων, πρέπει να θεωρούνται ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Και η μεταφορά των υδάτων του Αχελώου στη Θεσσαλία δημιουργεί επίσης πρόσθετο πρόβλημα, σε μια «εκτροπή» που έχει αποδειχθεί ανεπιτυχής. Η μεταφορά νερού όπως έγινε στη Θεσσαλονίκη (πηγές της Αραβησσού) καθώς επίσης και στην Αθήνα, με τη δημιουργία του φράγματος Μαραθώνα (1928) και σταδιακά της προσφυγής στην Υλίκη, στις πηγές Μόρνου και στον Εύηνο, είναι μια πρακτική που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται με μέτρο.
Η αναζήτηση νερού δεν μπορεί να γίνεται υπό συνθήκες πανικού και με παραγνώριση των οικολογικών ισορροπιών υπέρ και υπό το έδαφος.
Όλοι έχουν πισίνες
O Lionel Casson στο μνημειώδες έργο του «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο» αναφέρει ότι τη ρωμαϊκή εποχή οι πολυτελείς επαύλεις είχαν να επιδείξουν ιχθυοτροφεία όπου εκτρέφονταν σπάνια αλλά φαγώσιμα ψάρια, οι λεγόμενες piscinae. Τελικά οι «πισίνες» έφτασαν στη σημερινή εποχή με ένα διαφορετικό περιεχόμενο, το σημαινόμενο άλλαξε, ο κάθε πλούσιος μπορεί να έχει ταυτόχρονα τη θάλασσα και την πισίνα στη διάθεσή του, και τούτο σταδιακά επεκτάθηκε στους μεσαίους.
Το νερό πρέπει να στοιχίζεται με τις καλλιεργητικές συνθήκες και να αποφεύγει τις υδροβόρες καλλιέργειες, π.χ. το καλαμπόκι. Οι υδροηλεκτρικές επεμβάσεις, οι ποταμοί και τα φράγματα πρέπει να πειθαρχούν στην αρχή του μέτρου. Μια ριζοσπαστική πολιτική για το νερό δεν μπορεί να είναι συνέχεια των σεντονιάδων διαφόρων ειδικών, αντίθετα χρήζει σαφήνειας και λιτότητας, η δε άμεση στόχευσή της πρέπει να αναφέρεται στη δυνατότητα του ευρέος κοινού να την προσλάβει.
Γενικώς, αυτό που πρέπει να αποφεύγεται είναι μια φύση – αφύσικη: Η υπερχορήγηση νερού σε καλλιέργειες υποστήριξης παχύσαρκων φυτών! Οι διαρκείς σε βάθος επιθέσεις στον υδροφόρο ορίζοντα!