Ο Aπόστολος Παύλος, το Aσμα και ο Rilke

 

Πώς συνδέεται ένας Απόστολος, ένα βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης κι ένας ποιητής; Διαφορετικές εποχές, διαφορετικές προσεγγίσεις έως και διαφορετικές επιρροές. Ακόμη και στην περίπτωση που τους συνδέει ένα θέμα, αυτό ποια επιρροή μπορεί να έχει στον άνθρωπο. Και ποιο θέμα είναι αυτό;

Η αγάπη. Με τον τρόπο αυτό ο Παύλος συνδέεται με το Άσμα Ασμάτων, ακόμη και με τον Rilke. Έναν λυρικό ποιητή και πεζογράφο μιας άλλης εποχής, άλλης ιδιοσυγκρασίας προς τη χριστιανική και άλλων πεποιθήσεων. Για την αγάπη μιλούν, την αγάπη εξυμνούν και συμβουλεύουν για την αγάπη. Ακόμη κι αν ο Rilke βρίσκεται εκτός του στενού χριστιανικού χώρου, οι συμβουλές που δίνει για την αγάπη (χρησιμοποιεί τον όρο «έρωτας» για να δηλώσει την αγάπη και σ’ αυτήν αναφέρεται) εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ορθόδοξου ήθους, εξυψώνοντας την αγάπη. Αυτό δεν είναι κάτι αμελητέο καθώς ο Rilke επηρεάστηκε από τον υπαρξισμό του Kierkegaard που υπήρξε χριστιανός φιλόσοφος. Βλέποντας ξεχωριστά τον Παύλο, το Άσμα και τον Rilke, εύκολα θα διαπιστώσουμε πως εξυψώνουν μέσα από το λόγο τους την αγάπη. Και την εξυψώνουν όχι ως κάτι ευκαιριακό και επιπόλαιο αλλά ως «μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει» όπως θα πει ο Rilke.

Ερχόμαστε στον απόστολο Παύλο. Και ποιος δεν έχει γνώση του Ύμνου της αγάπης (Α’ Κορ. 13, 1-8), μέρος της επιστολής που έστειλε προς τους Κορινθίους; Ένα θαυμάσιο κείμενο που διαβάζεται κατά την ακολουθία του μυστήριου του γάμου σε πολλές χριστιανικές εκκλησίες. Υμνεί λοιπόν την αγάπη ο Παύλος με ποιητικό ύφος και λέξεις ανώτερες των κοσμικών συναισθημάτων: «Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως. Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει» (Α’ Κορ. 13, 1-8).

Το εκπληκτικό είναι ότι σύμφωνα με τον Παύλο η αγάπη είναι ανώτερη όλων των αρετών. Ακόμη και από την ελεημοσύνη. Και αναφέρει πως όσα χαρίσματα κι αν έχει κάποιος, όση πίστη και να διαθέτει, ακόμη κι όλη την περιουσία του αν δώσει στους φτωχούς, αν δεν έχει αγάπη, δεν είναι τίποτε απολύτως. Θέτει λοιπόν το κριτήριο που κάνει κάποιον χριστιανό. Κι εκείνο δεν είναι άλλο παρά η αγάπη. Η αγάπη την οποία στολίζει στη συνέχεια των λόγων του με όμορφα επίθετα, έννοιες αρχοντικές, ευγενείς και εκλεπτυσμένες. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, ευεργετική, ωφέλιμη, δεν ζηλεύει, δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη κ.τ.λ. Δεν έχει δηλαδή μέσα της ασχήμια. Και όσα αναφέρει έχουν αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού. Είναι τόσο απαλλαγμένη η αγάπη από αρνητικά συναισθήματα, δεν διακατέχεται από κάποια αλλοίωση της φύσης, αλλά η περιγραφή της από τον Παύλο έχει πρότυπο τον Χριστό, αφού κατά τον Ιωάννη «Ο Θεός είναι αγάπη», όχι απλά έχει αλλά ο Ίδιος είναι η προσωποποίηση της.

Αυτός ο Ύμνος της αγάπης για τον χριστιανό και κάθε άνθρωπο είναι ένας πλούτος. Πλούτος που την ψυχή την καλλωπίζει και καλλιτεχνεί στις ομορφιές της, εμβαπτίζοντας την καρδιά σε δόξα θεϊκή, χωρίς προηγούμενο και χωρίς όρους την τινάζει στον Θεό. Τόσο σημαντική η αναφορά του Παύλου στην αγάπη. Καταργεί όλα τα χαρίσματα του ανθρώπου, όλες τις αρετές που μπορεί αν έχει, σε περίπτωση που δεν έχει αγάπη. Ένα τίποτα θα πει ο Παύλος. Και η αγάπη; Κάνει το τίποτε τα πάντα. Κοσμεί, σμίγει, ζωγραφίζει, χαριτώνει, σμιλεύει, ομορφαίνει τον άνθρωπο. Με αγάπη. Πράγματι, ο χριστιανός αν δεν ερωτευτεί την αγάπη, αν δεν αγαπήσει τον έρωτα, καλύτερα να μην υπάρξει.

Άσμα. Όχι ένα οποιοδήποτε άσμα αλλά το Άσμα Ασμάτων. Ένα κείμενο που υμνεί την αγάπη, τον έρωτα, τη συντροφικότητα. Το Άσμα Ασμάτων αποτελεί ένα από τα 49 βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Ανήκει στην τρίτη ομάδα των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου – τα Αγιόγραφα –  σύμφωνα με την ιουδαϊκή κατάταξη, ενώ σύμφωνα με την χριστιανική (Κείμενο των Ο’ – Εβδομήκοντα – ) ανήκει στη δεύτερη ομάδα, εκείνη των «Ποιητικών – Διδακτικών Βιβλίων» της Παλαιάς Διαθήκης. Περιλαμβάνει 6 άσματα και αποδίδεται στον Σολομώντα.

Το Άσμα Ασμάτων δεν ερμηνεύεται παρά αλληγορικά. Αν και οι λέξεις είναι ιδιαίτερα ζωηρές και έντονες καθώς και εμφορούμενες μιας ερωτικής διάθεσης, δεν υμνεί τη σαρκική αγάπη αλλά τη θεϊκή. Ο νυμφίος του Άσματος είναι ο Χριστός ή ο Γιαχβέ και η νύμφη είναι η Εκκλησία ή ο Ισραήλ. Με τον παραλληλισμό αυτό ο δημιουργός του Άσματος θέλει να φανερώσει τη σχέση Γιαχβέ – Ισραήλ και Χριστού – Εκκλησίας. Και το πράττει αυτό με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα από την αφήγηση της σχέσης του νυμφίου με τη νύμφη. Αποτελεί ένα πολύ προχωρημένο κείμενο, «ακατάλληλο» για τα δεδομένα της τότε εποχής και κοινωνίας. Αυτό προβληματίζει τον ερευνητή, αφού δεν γνωρίζουμε γιατί γίνεται ευρεία χρήση ερωτικών στοιχείων και διαθέσεων για να δειχτεί έτσι με τον τρόπο αυτό η σχέση Θεού – Ισραήλ και Χριστού – Εκκλησίας.

Αξίζει η εστίαση σε ορισμένα σημεία του Άσματος, ενδεικτικά της καλλιτεχνικής και ποιητικής φύσης των λόγων που θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του συμβολισμού. «Ας με φιλήσει απ’ τα φιλήματα του στόματος του, διότι οι όμορφοι μαστοί σου υπεράνω του οίνου είναι, και η οσμή των μύρων σου υπεράνω όλων των αρωμάτων∙ μύρο που εκκενώθη τ’ όνομα σου» (Κεφ. 1, 2-3). «Στηρίξτε με με γλυκίσματα, γεμίστε με με μήλα, διότι έχω τρωθεί απ’ την αγάπη εγώ» (Κεφ. 2, 5). «Στην κοίτη μου τις νύχτες ζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου∙ ζήτησα αυτόν και δεν βρήκα αυτόν∙ κάλεσα αυτόν, και δεν μ’ άκουσε… θα ζητήσω αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου» (Κεφ. 3, 1-2). «Ιδού είσαι καλή, η κοντινή μου, ιδού είσαι καλή… Σαν το σκοινί το κόκκινο τα χείλια σου, και η λαλιά σου ωραία, σαν λέπυρο της ροδιάς το μάγουλο σου πέρα του πέπλου της σιωπής σου… Όλη όμορφη είσαι, η κοντινή μου, και ψόγος δεν υπάρχει σε σένα… Κερί στάζουν τα χείλη σου, νύφη∙ μέλι και γάλα κάτω απ’ την γλώσσα σου, και η οσμή των ρούχων σου σαν οσμή Λιβάνου… Οι βλαστοί σου παράδεισος ροδιών μαζί με καρπούς ακροδρύων, κύπροι μαζί εμ νάρδους, νάρδος και κρόκος, κάλαμος και κανέλα με όλα τα δέντρα του Λιβάνου, σμύρνα και αλόη με όλα τα άριστα μύρα» (Κεφ. 4, 1-14).

Το Άσμα Ασμάτων είναι ένα θαυμάσιο κείμενο με υψηλά νοήματα για την αγάπη και αυτό το δείχνει μέσα από τη σχέση Θεού – Ισραήλ, Χριστού – Εκκλησίας, ανδρός – γυναικός. Δυστυχώς δεν χρησιμοποιείται στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι ανήκει στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης (στη λειτουργική ζωή αναγιγνώσκονται αποσπάσματα από ψαλμούς, προφητείες, τα βιβλία Εξόδου, Παροιμιών, Σοφία Σολομώντος και άλλα που ανήκουν στον  κανόνα αυτόν). Αυτό δηλώνει την αμηχανία, ανησυχία, φόβο της Εκκλησίας καθώς οι ερωτικές εικόνες αγαπητικής διάθεσης που περιέχονται στο Άσμα Ασμάτων δηλώνουν την αδυναμία της Εκκλησίας να αντιμετωπίσει τα φοβικά σύνδρομα από τα οποία πιστεύει ότι πολιορκείται. Η αδυναμία ουσιαστικής νοηματοδότησης του Άσματος από την Εκκλησία, ο φόβος αντιμετώπισης του ερωτικού λόγου που το ίδιο χρησιμοποιεί, η έλλειψη «μετάφρασης» του σε αγαπητική σχέση ἐν Χριστῷ και η ανημποριά να το μεταφέρει στη ζωή των ανθρώπων για άλλη μία φορά αναδεικνύουν τη φοβική εναντίωση της Εκκλησίας απέναντι στο ωραίο. Είναι αυτό που λέει σε ένα σημείο ο Rilke, ότι δηλαδή «οι θρησκείες έχουν μετατοπίσει την εμπειρία αυτή, την πιο βαθιά εμπειρία της ύπαρξης τους και τη δική μας, στο κρύο έδαφος της ηθικής και συνεπώς αναγκαστικά στο περιθώριο». Όλα αυτά μάλιστα τη στιγμή που το ίδιο το Άσμα Ασμάτων δεν φείδεται λόγων και παραστάσεων ανάλογης διάθεσης.

Και ο Rilke που κολλάει στα παραπάνω; Δεν ήταν απόστολος, δεν ήταν κάποιος Πατέρας της Εκκλησίας, κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας, μήτε υμνογράφος. Μήπως αυτό του αφαιρεί το δικαίωμα να προσφέρει τον λόγο του και δη τον ποιητικό στην εξύμνηση ενός άγιου συναισθήματος όπως εκείνου της αγάπης; Από τη στιγμή που ο ευαίσθητος αυτός ζωγράφος του λόγου αντικρίζει την αγάπη, θεωρεί την αγάπη και πιστεύει στην αγάπη και στον έρωτα ως «διαβατήριο υπέρβασης των ανθρώπινων όρων» και ως στοιχεία που έχουν τη δύναμη να εξυψώσουν ηθικά τους νέους, ο λόγος του είναι ωφέλιμος για τις ψυχές των ανθρώπων.

Ο Ράινερ Μαρία Rilke (1875 – 1926) γεννήθηκε στην Πράγα και ήταν λυρικός ποιητής και πεζογράφος. Ευαίσθητος από μικρός και με ανησυχίες. Επηρεασμένος από γνωστές προσωπικότητες της εποχής του στον χώρο της ποίησης και των επιστημών. Μεταξύ των οι Kierkegaard και Freud. Ο Rilke έγραφε συνεχώς. Έγραφε ποιήματα, επιστολές και τα έστελνε σε φίλους, φίλες, γνωστούς, γυναίκες. Ανήσυχος, διεισδυτικός και ανικανοποίητος. Έβλεπε τον έρωτα και την αγάπη ως υψηλή έκφραση αλλά έλεγε πως «ο έρωτας είναι δύσκολος… είναι ίσως η δυσκολότερη αποστολή μας».  Δεν τον αντιμετώπιζε επιπόλαια, παρορμητικά αλλά έβλεπε το βάθος του και συμβούλευε συχνά τους νέους.

Τί είναι όμως αγάπη για τον Rilke; «Αγαπιέμαι θα πει τυλίγομαι στις φλόγες. Αγαπώ σημαίνει φέγγω καίγοντας λάδι ανεξάντλητο. Αγαπιέμαι σημαίνει παρέρχομαι, αγαπώ σημαίνει διαρκώ». Έπαιρνε την αγάπη και τον έρωτα στα σοβαρά. Έγραφε σχετικά: «Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν, όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα». Έβλεπε τον εξευτελισμού ατού του ωραίου συναισθήματος και τόνιζε πως «έκανα τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση». Συνέδεε δεν την άσκηση αγάπης με την διείσδυση στον έσω εαυτό. Γι’ αυτό και έλεγε πως «όποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να ‘χει φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον∙ πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται – πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος!».

Ανησυχούσε για τους νέους λέγοντας πως «οι νέοι που είναι σε όλα αρχάριοι δεν γνωρίζουν ακόμη τον έρωτα και πρέπει να τον μάθουν∙ με όλο τους το είναι, με όλες τις δυνάμεις συγκεντρωμένες γύρω από τη μοναχική, φοβισμένη καρδιά τους που χτυπάει εκστατικά, πρέπει να μάθουν να αγαπούν». Να λοιπόν που ο Rilke εντάσσει την αγάπη σε μία διαδικασία άσκησης. Για τον ίδιο τον ποιητή δεν αγαπάς αλλά μαθαίνεις να αγαπάς. Αλλά οι νέοι κάνουν λάθη μεταξύ των οποίων κι ένα σοβαρό σφάλμα. «Παραδίνονται ο ένας στον άλλον, όταν τους κυριέψει ο έρωτας, και ξοδεύονται γιατί είναι ακόμα μέσα στην ταραχή, στην αταξία, στη σύγχυση… Και ύστερα; Τι μπορεί να κάνει η ζωή μ’ έναν τέτοιο σωρό από μισοκατεστραμμένα πράγματα, που εκείνοι τα θεωρούν ένωση και που πολύ θα ήθελαν να τα αποκαλέσουν ευτυχία τους, αν μπορούσαν;» διερωτάται ο ποιητής.

Πιστεύω αθεράπευτα και βαθιά πως η ποιμαντική της Εκκλησίας στο θέμα του γάμου, άριστα μπορεί να στηριχτεί στην αγάπη του Παύλου, του Άσματος και του Rilke. Η αγιότητα στον Παύλο, ο πόθος στο Άσμα, η ανησυχία στον Rilke. Έτσι θα ενδυναμώσει τον αγώνα των νέων στους δρόμους που ανοίγονται, εμφυσώντας πρώτα την αγάπη προς τον Θεό και θα τους κάνει όταν δακρύζουν μαζί να δακρύζουν και όταν πονάνε μαζί να πονάνε. Δεν είναι όμορφη μια πτώση όταν δεν είσαι μόνος; Όταν δύο άνθρωποι είναι μαζί και πρόκειται να ενώσουν τις ζωές τους, ο κληρικός κάθε ενορίας με τις ευλογίες πάντα του Επισκόπου θα μπορούσε μόνος του ή και από κοινού σε συνεργασία μαζί του να συζητά, να κοινωνεί με το ζευγάρι και να συνθέτει. Η σύνθεση οδηγεί στην ομορφιά. Και η ομορφιά στην αγάπη. Τι όμορφο κάθε ζευγάρι να έρχεται τακτικά σε επικοινωνία με τον κληρικό της ενορίας, να συζητά μαζί του, να του ανοίγεται και ο ίδιος μέσα από συζήτηση και όχι από κουραστικούς και ανέλπιστους μονολόγους να κοινωνεί λόγο αγάπης και σωτηρίας με το ζευγάρι. Να μιλάνε για την αγάπη και να ζωγραφίζουν μαζί την αγάπη. Και αργότερα τα τρία χέρια να γίνουν δύο και α δύο στο μυστήριο του γάμου ένα. Πόσο εποικοδομητικό θα ήταν αν το ζευγάρι έφευγε από το γραφείο του κληρικού έχοντας στα χέρια τους σε σημειώσεις τον ύμνο της αγάπης του αποστόλου Παύλου, τα λόγια δοσίματος των Άσματος Ασμάτων και τις όμορφες ανησυχίες και συμβουλές του Rilke;

Κάθε ένα από αυτά συμβάλλει στην οικοδόμηση της ψυχής και στην ολοκλήρωση της. Φυσικά δεν απορρίπτει την ακολουθία γεγονότων που ζουν δύο άνθρωποι μαζί., καθώς η αγάπη τότε αποδεικνύει αν είναι χοϊκή η θεϊκή. Ο ύμνος της αγάπης του Παύλου ησυχάζει την αγάπη, την ομορφαίνει και της δίνει δόξα θεϊκή, αφού η σκέψεις και συναισθήματα αναφέρονται στον Θεό που είναι αγάπη. Ανιδιοτελής, χωρίς να ασχημονεί, μακριά από ζήλειες καταστροφικές, ξένη προς την αδικία, ξένη προς κάθε αστοχία και οικειωμένη με τον Θεό σε μία διαπροσωπική κοινωνία μαζί Του όπου δύο άνθρωποι ενώπιον του ενώνουν τις ζωές τους μυστηριακή, λατρευτικά, ανώδυνα και αγαπητικά.

Το Άσμα Ασμάτων ένα ποίημα αστείρευτης αγάπης και αφοσίωσης. Τιμής και σεβασμού στο πρόσωπο του άλλου. Ύμνος που έχει την ικανότητα να εμφυσήσει τη φύση της αγάπης, την κένωση και την αλήθεια της. Μέσα από ζωηρές και ανεξίτηλες εικόνες σαν φλόγα τρεμοπαίζει στις καρδιές των ανθρώπων που ποθούν ο ένας τον άλλον και φλέγονται να αγαπηθούν. Και η αγάπη του Χριστού προς την Εκκλησία που διαγράφεται αλληγορικά στο Άσμα ταυτιστεί με την αγάπη του ενός προς τον άλλον, τότε η αγάπη αποκτά οντότητα, νόημα και έκταση οντολογικής αναφοράς στις ελλειπτικές υποστάσεις που θέλγονται από το μυστήριο της ἐν Χριστῷ ολοκλήρωσης.

Κι ο Rilke που δεν ενθουσιάζεται αλλά μεταποιεί τι σκέψεις σε στίχους αποτελεί χρήσιμο οδηγό για τους νέους, αναδεικνύοντας με μεράκι και προσωπικό καημό το αγνό και ανιδιοτελές στοιχείο της αγάπης. Συμβουλεύοντας τους νέους να μάθουν να αγαπούν, να ερωτεύονται όχι κτητικά αλλά σεβόμενοι το πρόσωπο του άλλου, χωρίς επιπολαιότητες και άκαιρες υποσχέσεις να δίνονται στην αγάπη του άλλου αιώνια.

Δεν χρειάζεται να είσαι ερωτευμένος αλλά υποψιασμένος. Ο υποψιασμένος ερεθίζεται από την αίσθηση, την αναζητά στις ανατάσεις της ψυχής και του σώματος. Και η αίσθηση ενεργοποιεί αβίαστα την ευαισθησία του αγγίγματος της γυμνής ψυχής που θέλει να ντυθεί αγάπη και να λουστεί στο φως της ταπείνωσης. Διεγείροντας το συναίσθημα, αναστατώνοντας τις ελλείψεις, λιποθυμώντας στα αισθητήρια αναζήτησης του άλλου και συνθέτοντας πρόσωπα και σιωπές. Σιωπές που ακόμη κι όταν ενωθούν σιωπηλά ψιθυρίζουν πάλι αγάπη.

«Σβήσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω. Τ’ αυτιά μου σφράγισε, να σ’ ακούω μπορώ. Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σε σ’ εσένα. Και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ. Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά. Σταμάτησε μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι. Κι αν κάμεις το κεφάλι μου συντρίμμια, στάχτη. Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι» (Rilke, Σβήσε τα μάτια μου).

 

Ηρακλής Φίλιος

Θεολόγος, Βαλκανιολόγος