Νικόλαος Παπαγεωργίου: Τιτανομαχία στο κοινοβούλιο

Παρακολούθησα την τιτανομαχία στο κοινοβούλιο. Απ’ όλα είχε ο μπαξές. Πεζοδρομιακές βωμολοχίες, ύβρεις χειρίστου είδους, μπούλινγκ, σεξισμό, κακεντρέχεια, ψεύδη ασύστολα, φατρίες, διχόνοια, εξαγγελίες, αυξήσεις μισθών, επιδόματα, προτάσεις αυξήσεως του πληθυσμού, χειροκροτήματα καθημένων και ορθίων. Προβληματίστηκα φοβερά μ’ αυτά που έβλεπα και άκουγα. Που ζω γ@μω την ατυχία μου;

Πολύ καλός φίλος, σοβαρός πολιτικός, πρώην βουλευτής μου εκμυστηρεύτηκε πως τέτοιο επίπεδο κοινοβουλίου δεν φανταζόταν πως θα υπάρξει κάποτε. Είχαμε και ‘μείς οι παλαιότεροι, μου λέει, αντιθέσεις πλην όχι αυτού του επιπέδου. Μήπως αυτό δεν έκαναν και αρκετοί πρόγονοί μας; Ήταν το έναυσμα για να ανατρέξω σε φωνές προγόνων, όπως αυτές των Κολοκοτρώνη και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ όταν κάποτε κατάλαβε την έξαρση των πολιτικών παθών και τους φοβερούς κινδύνους να απειλούν το έθνος, με πολύ αγωνία και πόνο ανέβηκε σε μια πέτρα και φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του για να ακουστεί από όλους τους συμπλεκομένους:

  • Ελληναράδες μου είστε τρελοί αλλά έχετε φρόνιμο Θεό που σας προστατεύει.
  • Ρίξτε μωρέ τα πάθη σας στον πρώτο λάκκο και μη τσακώνεστε πιόνε θα βάνουνε αφεντικό μας.
  • Αυτά δεν είναι καλά πράματα. Δεν ταιριάζουν στη φυλή μας.
  • Αγαπάτε αλλήλους ρε Έλληνες.
  • Η Ελλάδα για την Ελλάδα και μόνο από την Ελλάδα.

Ο ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ, ο πολύπαθος Αρχηγός της Μάνης, Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου και Προέδρος του Εκτελεστικού της Κυβερνήσεως μέχρι το 1824, μαζί με τις άλλες του υποθήκες και με αβάσταχτο πόνο μας λέει:

  • Τα ελαττώματα της εξωλεστάτης τυραννίας δεν πρέπει να βασιλεύουν εις τας παρούσας γενεάς.
  • Όλοι αισθάνονται τα δεινά. Όλοι ταλανίζουν την πατρίδα. Ουδείς ο επιφέρων την θεραπείαν.
  • Αλλοίμονο. Ο νόμος δεν ισχύει. Η Διοίκηση νηπιάζει και ο ισχυρότερος θριαμβεύει.
  • Τρομερή εθνική συμφορά όταν τα ιδιαίτερα συμφέροντα καταλύουν τα γενικά και ο καθείς νομίζει τον εαυτό του το κέντρο της γης και της φύσεως.

Ύστερα, αφού με πολύ πόνο λέει τα δικά του δεινά, καταλήγει:

  • Μακράν, μακράν από σε φιλτάτη μου Πατρίς το φάσμα των φατριών.
  • Έχεις δείγματα αναρίθμητα εις πόσα εκινδύνευσες να υποπέσεις δεινά από τας επαράτους φατρίας.
  • Μακάρι να τ’ ακούσουν αυτά όλοι οι Έλληνες, δια να πετάξουν μακριά την διχόνοια και να σωθούν.

ΠΟΛΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΑΥΤΟΙ απευθύνονται εις ώτα μη ακουόντων.

Κι ένα παραμυθάκι της Γιαγιάς: Ο ΛΥΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΣΟΠΑΝΟΣ.

Ένα βράδυ τα παιδιά με τη γιαγιά τους κάθονταν στη αυλή.

  • Γιαγιά πες μας κανένα παραμυθάκι είπε ο Ρήγας.
  • Ναι παιδιά μου αλλά θέλω να είστε φρόνιμα.
  • Θα είμαστε, θα είμαστε φώναζαν όλα μαζί.

Τότε η γιαγιά άρχισε να λέει:

Μια φορά και έναν καιρό ένας λύκος δεν μπορούσε πια να πιάσει πρόβατα, γίδια, γαϊδουράκια και άλλα ζώα για να φάει. Γι’ αυτό κινδύνευε να πεθάνει από την πείνα. Τι να κάνει τότε ο καημένος. Συλλογίστηκε να τα πιάνει με πονηριά.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε κρυφά-κρυφά σε κάποια στάνη. Κανένας δεν ήταν εκεί, παρά μονάχα η γκλίτσα και η κάπα του τσοπάνη. Τα παίρνει και φεύγει.

Παρέκει βρίσκει ένα κοπάδι. Ο τσοπάνος κοιμόταν βαριά πάνω στα χόρτα. Στο πλάι του κοιμόνταν οι σκύλοι και παρέκει τα πρόβατα.

Ο λύκος πλησίασε τότε σιγά-σιγά ντυμένος την κάπα χωρίς να τον καταλάβουν κι έβαλε τα μπροστινά του πόδια πάνω στην γκλίτσα. Έτσι φαινόταν σαν αληθινός τσοπάνος.

Πώς όμως να ξεγελάσει τα πρόβατα για να ξεκινήσουν; Έκαμε να φωνάξει όπως φωνάζει ο τσοπάνος, μα δεν το κατόρθωσε. Η φωνή του ήταν πολύ άγρια. Μόλις την άκουσαν τα πρόβατα φοβήθηκαν, οι σκύλοι ξυπνήσαν και ο τσοπάνος πετάχτηκε ξαφνιασμένος.

Κοιτάζουν και τι να ιδούν. Βλέπουν τον λύκο με την κάπα και ορμούν απάνω του. Εκείνος τάχασε. Θέλησε να τρέξει μα δεν μπορούσε. Τα πόδια του μπερδεύονταν στην κάπα και γρήγορα τον έπιασαν οι σκύλοι.

Μη μου πείτε πως δεν είναι προφητικό και επίκαιρο το παραμύθι της γιαγιάς.

(Από το αλφαβητάριο του ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΓΕΡΑΝΤΩΝΗ «Τα καλά παιδιά». Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων. Αθήναι 1950).