Μνήμη Πολυτεχνείου, μισός αιώνας μετά

(Γράφει η φιλόλογος, Μαρία Αγναντή)

Καθώς αναζητούσα υλικό για την σημερινή σχολική εκδήλωση και έβλεπα αντίστοιχες σχολικές γιορτές στο Διαδίκτυο, σκεφτόμουν ότι το πρόβλημα με τις ξεχωριστές εκείνες στιγμές της ιστορίας που έχουν εγγραφεί στη συλλογική μνήμη και έχουν περάσει στο σχολικό καλεντάρι ως “εθνικές γιορτές” είναι ότι … καταντούν γιορτές, δηλαδή αφορμές να ξεδώσουμε λιγάκι, να μην κάνουμε σχολείο, να στήσουμε ένα πανηγυράκι και μετά να φύγουμε. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για “επετείους”, αφορμές δηλαδή να θυμηθούμε και να στοχαστούμε πάνω στο νόημα αυτού που “γιορτάζουμε”. Τί αλήθεια είναι το Πολυτεχνείο;

            Όσοι από μας  σήμερα ανήκουν στην γενιά μου – είμαι της γενιάς “της Αλλαγής”- θα έχουν στα αυτιά τους τον απόηχο της Μεταπολίτευσης, κάπως μακρινό ή ξεθωριασμένο σε σχέση με τον “επαναστατικό πυρετό” της γενιάς του ΄74, αλλά πάντως ακόμη αισθητό… Οι παλαιότεροι, οπωσδήποτε ανακαλούν πιο ζωηρά, μια που την έζησαν ως αυτόπτες μάρτυρες, την ατμόσφαιρα της πρώτης Μεταπολίτευσης, τότε που όλα έμοιαζαν εφικτά κι όλοι συντονίζονταν στον ηρωικό παλμό των λαϊκών συναυλιών του Θεοδωράκη, ουσιαστικά στον παλμό που ξεσήκωνε τους φοιτητές της Νομικής και του Πολυτεχνείου ελάχιστα χρόνια πριν.

Μα οι νεώτεροι, τί θυμούνται, τί γνωρίζουν για το Πολυτεχνείο; οι περισσότεροι, λογικά, θα πρέπει να το έχουν συνδέσει με τους “γνωστούς άγνωστους” που ρίχνουν μολότωφ ή καίνε αυτοκίνητα κάθε χρόνο στην επέτειο του Πολυτεχνείου λίγο πριν ή λίγο μετά ή και κατά τη διάρκεια της γνωστής πορείας προς την Αμερικανική Πρεσβεία, μια που αυτό κυρίως προβάλλεται στις ειδήσεις των οκτώ από τα κανάλια εκείνη τη μέρα. Διόλου απίθανο, μάλιστα, με αυτές τις εικόνες κατα νου, κάποιοι στο άκουσμα της επετειακής ημέρας να την συνδέουν με τη διαβόητη τρομοκρατική οργάνωση “17 Νοέμβρη”. Κι αν ένας μαθητής ήθελε να πληροφορηθεί κάτι περισσότερο, κάτι πιο συγκεκριμένο, ανοίγοντας τα σχολικά βιβλία Ιστορίαςτί θα ‘βρισκε για το Πολυτεχνείο; Λίγα πράγματα, συμπιεσμένα μεταξύ πολλών άλλων γεγονότων εκείνης της ταραγμένης δεκαετίας που αρχίζει με τα Ιουλιανά του ΄65 (ή ακόμη πιο πίσω, στη δεκαετία του ΄50, με τις εκλογές “βίας και νοθείας”), κορυφώνεται τραγικά με το Πραξικόπημα του ΄67 και καταλήγει με αίμα αθώων: των εξεγερμένων στο Πολυτεχνείο και των προσφύγων Ελληνοκυπρίων με την τουρκική εισβολή του ΄74.

Εκείνο που θέλω να πω, τελικά, είναι το πρόβλημα με τις επετείους που γίνονται “εθνικές γιορτές”, το ζητούμενο για να μη γίνουν οι επέτειοι της μνήμης, οι καίριες στιγμές της ιστορίας, μουσικοθεατρικά χάπενινγκς είναι η ενσυναίσθηση και η επικαιροποίηση (όπως τα αποκαλούν οι ιστορικοί).

Η ιστορική ενσυναίσθηση είναι δύσκολο πράγμα – κάποιοι, μάλιστα, το θεωρούν αδύνατο: γιατί σημαίνει όχι απλώς εμείς από το εδώ και το σήμερα να μεταφερθούμε νοερά σε έναν άλλο χωροχρόνο (στον οποίο δεν είχαμε καν γεννηθεί) αλλά, κι αυτό είναι το σημαντικότερο στοίχημα, να μεταφερθούμε με τρόπο ώστε να νιώσουμε στο πετσί μας πώς ένιωθαν οι άνθρωποι τότε, τι κινούσε τις πράξεις τους, σε ποιο “παρόν” ζούσαν.

Θα ήθελα να αφιερώσω δυο λόγια και στον άλλο στόχο της σχολικής εκδήλωσης, κατά τη γνώμη μου στον πιο δύσκολο, που είναι η επικαιροποίηση. Για να εξηγήσουμε – πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας, και όχι επειδή αυτό μας επιβλήθηκε από τον κανονισμό του σχολείου για να μην πάρουμε απουσία – γιατί βρισκόμαστε σήμερα εδώ, δεν φτάνει να μάθουμε τί έγινε στο Πολυτεχνείο μισό αιώνα πριν. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε και στο εξής ερώτημα: τί σημασία έχει για μας σήμερα, στο εδώ και στο τώρα της δικής μας ζωής, το τι έκαναν οι φοιτητές το 1973 στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και αλλού. Ποιο αλήθεια είναι το νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στην τωρινή συγκυρία, στη δική μας επικαιρότητα; Μόνο αν είμαστε ικανοί να δώσουμε πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό, μόνο τότε έχει νόημα ότι βρισκόμαστε σήμερα εδώ, τιμώντας τη μνήμη μιας εξέγερσης που παραμένει ζωντανή και οδηγός μας, και όχι απολιθωμένη και νεκρή. Ποιο όμως είναι το νήμα που συνδέει εκείνο το χθες με  το δικό μας σήμερα;

Νομίζω ότι το κλειδί βρίσκεται στη λέξη “εξέγερση”. Το Πολυτεχνείο για όσους το έζησαν και έδωσαν μαρτυρία γι’ αυτό, ήταν η κορυφαία στιγμή της αντίστασης μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού (όχι μόνο φοιτητών αλλά και πολιτών, όχι μόνο νέων αλλά και μεγαλύτερων σε ηλικία, όχι μόνο σπουδαστών αλλά και εργατών, όχι μόνο στο “κέντρο”, στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της “περιφέρειας”), ήταν η κορυφαία στιγμή που η μεγάλη αυτή μάζα λαού είπε: “δεν πάει άλλο” σε ένα καθεστώς ριζωμένο επτά χρόνια στη χώρα “όπου όλα τα ΄σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκων΄ η σκλαβιά”, ένα δικτατορικό καθεστώς το οποίο έπαιζε με τις λέξεις Δημοκρατία και Σύνταγμα και, κυρίως, με τις συνειδήσεις, διαστρεβλώνοντας και τις μεν και τις δε.

Αλλά η διαστρέβλωση που αφήνει τα πιο αθεράπευτα σημάδια στο κοινωνικό σώμα είναι αυτή των συνειδήσεων: ο χαφιεδισμός, η αστυνομοκρατία, η σιδηρά λογοκρισία, (που κάποτε ήταν τόσο σιδηρά που καταντούσε γελοία…), η διαρκώς αιωρούμενη και θανάσιμη απειλή ότι με το παραμικρό κινδύνευες να καταλήξεις στα μπουντρούμια της ΕΑΤ – ΕΣΑ και στα χέρια των βασανιστών, η παντελής αδυναμία να ακουμπήσεις με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια στον διπλανό σου ακόμη και στον ίδιο σου τον εαυτό.

Διαβάζω τη μαρτυρία ενός ανθρώπου, στρατιωτικού, του Κώστα Δημητριάδη που είχε πάρει μέρος στο κίνημα του Ναυτικού κατά της Χούντας το ΄73:

“Δεν είναι δυνατόν, – λέει, σε μια συνέντευξη που του πήραν κάποια χρόνια μετά – να μη μπορείς να μιλήσεις με τον διπλανό σου, γιατί νομίζεις ότι είναι χαφιές. Να μη μπορείς να εκφράσεις τις προσωπικές σου απόψεις. Να μη μπορείς να διαβάσεις την εφημερίδα σου. Να κρύβεσαι από τον εαυτό σου γιατί κάποιος άλλος έτσι θέλει”. Γι΄ αυτό και ο Δημητριάδης, αν και στρατιωτικός, στην ερώτηση: “τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους νέους που υπηρετούν αυτή τη στιγμή και σε κάθε νέο” απαντά χωρίς ενδοιασμούς: “κάθε τέτοια στυγερή ενέργεια και διοίκηση πρέπει με κάθε μέσο να καταπολεμείται” (προσοχή στον διαρκή ενεστώτα).

Το επίκαιρο νόημα του Πολυτεχνείου, λοιπόν, ένα τουλάχιστον από αυτά  που μπορούμε να θεωρήσουμε επίκαιρα από εκείνη τη μακρινή εξέγερση του ΄73, είναι η προάσπιση, η περιφρούρηση και η μέχρι αυτοθυσίας πίστη στις αξίες της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, των ατομικών δικαιωμάτων: των στοιχειωδών αλλά τόσο ουσιαστικών δικαιωμάτων του πολίτη, γιατί ζωή χωρίς αυτά είναι “ζωή χαμένη”.

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να μου αντιτείνει ότι σήμερα, εν έτει 2021,

τέτοιες έγνοιες (!) για υπεράσπιση και περιφρούρηση της Δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων (ζωής, εργασίας, ελευθερίας του λόγου και έκφρασης) δεν τίθενται στη χώρα μας, ούτε και σε καμιά χώρα του “πολιτισμένου κόσμου” της Δύσης. Θεωρητικά, ναι, έτσι είναι. Ωστόσο, μια μικρή μετατόπιση της σκέψης μας, μια ελάχιστη αναστοχαστική κίνηση από τον γυαλισμένο κόσμο της θεωρίας στην υπαρκτή ζούγκλα που βιώνουμε καθημερινά: στο εργασιακό πεδίο (σε αυτό το παζάρι της εργασιακής δυνατότητας του καθενός μας που αποκαλείται “αγορά εργασίας”), ή στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων (όπου όλοι είναι με όλους και κανείς με κανέναν), ή γενικά στη σχέση μας με την “εξουσία” (αυτούς που καθορίζουν τη ζωή μας με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο), τέτοιες “δεύτερες” σκέψεις θα μπορούσαν να σταθούν αποκαλυπτικές για το κατά πόσο έχουμε κατακτήσει και μένουμε πιστοί στις βαθύτερες αξίες της Δημοκρατίας που είναι η ισότητα των ευκαιριών, η ισότητα απέναντι στο νόμο, η δίκαιη αμοιβή της εργασίας μας, η αναγκαία ύπαρξη ελεύθερου χρόνου (πραγματικά όμως ελεύθερου, για να σκύψουμε στον εαυτό μας και στις σχέσεις μας), η υπακοή αλλά όχι η υποταγή στους έχοντες εξουσία, η αξιοκρατία κλπ κλπ. Νομίζω ότι όλοι καταλαβαίνουμε και δεν χρειάζεται να εξηγηθώ πιο ανοιχτά.

Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να επικαλεστώ τα λόγια ενός καθηγητή Ιστορίας, του Γ. Μαργαρίτη, ενός ανθρώπου δηλαδή που ακριβώς επειδή έχει βαθιά γνώση της Ιστορίας έχει οξεία αντίληψη για τα κατάλοιπα του παρελθόντος στο παρόν:

“Το καθεστώς της Χούντας στηριζόταν πάνω στην ταπείνωση των πάντων. Φακελώματα, δηλώσεις μετανοίας και χαφιεδισμός ήταν το τρίπτυχο πάνω στοοποίο εδραζόταν η Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών. Δεν αρκούσε η ουδετερότητα, δεν αρκούσε η ανοχή προς το καθεστώς. Εκατομμύρια σελίδες αυτοταπεινωτικού περιεχομένου γράφτηκαν τα χρόνια αυτά από τους δημόσιους υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς, τους εκπαιδευτικούς, απ’ όσους ζητούσαν επαγγελματική άδεια, διαβατήριο και ό,τι άλλο τους έφερνε αντιμέτωπους με το κράτος. Αυτό το κληροδότημα είναι ίσως (το) πιο σημαντικό (από όσα μας άφησε η χούντα…). Η πολιτική αξιοπρέπεια, η πολιτική αίσθηση των Ελλήνων, προσπαθεί ακόμη να κερδίσει το χαμένο έδαφος, να σταθεί… Ονομάζουμε αυτό το φαινόμενο πολιτική παθολογία, προβληματική κοινωνική συμπεριφορά. Πιστεύω ότι στην πρόσφατη ιστορία πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες του φαινομένου.”

Και πώς μπορούμε να ξεριζώσουμε τις ρίζες αυτού του φαινομένου που μας κληροδότησε η σκοτεινή επταετία και εκφράζεται με την πολιτική και κοινωνική παθολογία που όλοι λίγο-πολύ βιώνουμε στο πετσί μας ζώντας στη χώρα για την οποία αυτάρεσκα δηλώνουμε ότι “γέννησε τη Δημοκρατία”; Νομίζω ότι το μήνυμα του Πολυτεχνείου, ως προς αυτό, είναι καθαρό και περισσότερο επίκαιρο από ποτέ: για να ανακτήσουμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη ως πολίτες αυτού του τόπου που “γέννησε τη Δημοκρατία”, θεωρώ ότι έχουμε ανάγκη από μια νέα συλλογικότητα, ένα αίσθημα ευθύνης που ξεπερνά τον ατομικό μας μικρόκοσμο (και το ατομικό μας βόλεμα) και διαχέεται ως έγνοια (που φτάνει κάποτε ως την αυτοθυσία, την υπέρβαση δηλαδή του εγώ μας) για την κοινωνία μας και η οποία αξίζει, για όλους εμάς, να γίνει καλύτερη. Γιατί, όπως μας έμαθε το Πολυτεχνείο, οι αλλαγές στην κοινωνία δεν είναι ποτέ υπόθεση ενός ατόμου, είναι πάντα δουλειά, και σκληρή δουλειά πολλών συνανθρώπων μαζί.

Στοχαζόμενοι την επείγουσα ανάγκη αυτής της νέας συλλογικότητας θα ήθελα να τιμήσουμε σήμερα τη μνήμη των νεκρών της λαϊκής εξέγερσης στο μακρινό (αλλά θέλω να πιστεύω ακόμη ενεργό) 1973.

Ας γίνουμε λοιπόν ουσιαστικοί, ας κοιταχτούμε στα μάτια και ας αφιερώσουμε τούτη τη μέρα στους ανώνυμους, στους αβόλευτους, στους σκοτωμένους.