ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ
Ηταν γύρο στα 1955 και εγώ μαζί με καμπόσους άλλους συνομήλικους, να βρισκόμαστε στα θρανία του Α’ δημοτικού σχολείου και στις πρώτες τάξεις.
Ισα, ίσα που είχαμε μάθει να γράφουμε και να διαβάζουμε χωρίς βοήθεια, όταν αρχίσαμε να ασχολούμαστε με εξωσχολικά αναγνώσματα της εποχής.
Πρώτο και με διαφορά από αυτά τα αναγνώσματα, ήταν ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ που τον διαβάζαμε με μανία, συνεπαρμένοι από τα κατορθώματα του Γιώργου Θαλάσση που δεν άφησε Γερμανό για Γερμανό στην κατοχή , σε χλωρό κλαδί!
Και όσο κι αν φαίνεται αφελές, μέσα από τις γραμμές του Μικρού Ηρωα, ο συγγραφέας του Στέλιος Ανεμοδουράς με το ψευδώνυμο Θ. Αστρίτης, πέρασε στην ψυχή μας έναν άδολο πατριωτισμό, έτσι που τελικά όλοι μέσα μας κουβαλούσαμε ένα Γιώργο Θαλάσση.
Παράλληλα κυκλοφορούσε τότε και το περιοδικό ΓΚΑΟΥΡ-ΤΑΡΖΑΝ που διαδραματίζονταν μέσα στην ζούγκλα. Τώρα, τρέχε γύρευε σε ποια ζούγκλα…
Ο ΓΚΑΟΥΡ, σ’ αυτό το επίσης εβδομαδιαίο ανάγνωσμα , ήταν ο καλός της ιστορίας και καθόλου τυχαία ήταν συγχρόνως και Ελληνόπουλο. Εξ ου και το όνομα, υποθέτω.
(Γκαούρ, Γκιαούρης, Ελληνας). Ο κακός ήταν ο αμερικαναθρεμμένος ΤΑΡΖΑΝ ,πάντα μισητός και δόλιος. Εννοείται πως στην μεταξύ τους σύγκρουση μέσα στην ζούγκλα, πάντα κέρδιζε ο Γκαούρ!
Άλλος ένας πατριωτικός άνεμος φυσούσε μέσα από τις σελίδες και αυτού του περιοδικού.
Τέλος, κάθε εβδομάδα κυκλοφορούσε στο ίδιο πάντα μέγεθος και το περιοδικό ΓΚΡΕΚΟ, ο ήρως των γηπέδων, όπου κάπου στην Λατινική Αμερική, ένα επίσης Ελληνόπουλο, ο Γκρέκο, έγινε ο θρύλος των γηπέδων, που η ποδοσφαιρική του αξία ήταν όση του Πελέ στο τετράγωνο ,τουλάχιστον.

Ετσι λοιπόν Με τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, τον ΓΚΑΟΥΡ -ΤΑΡΖΑΝ και τον ΓΚΡΕΚΟ, κλείνει η τριλογία ενός ανυπόκριτου πατριωτισμού και θαυμασμού!
Η κορυφή όμως των εξωσχολικών αναγνωσμάτων ήταν τα ΚΛΑΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ. Ισως ήταν το πρώτο κόμικ που κρεμάστηκε στα περίπτερα και από αυτό το μηνιαίο περιοδικό, μάθαμε πράγματα και θαύματα. Μέσα από τις σελίδες του, ήλθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με αριστουργήματα της παγκόσμιας ιστορίας.
Τι να πρωτοθυμηθείς! Δον Κιχώτης του Θερβάντες, Ροβινσώνας Κρούσος του Ντεφόε, ο τελευταίος των Μοϊκανών του Τ. Κούπερ, ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες του Ι. Βερν, Ολιβερ Τουίστ του Ντίκενς, Αμλετ και Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ. Ακόμα και θέματα της ελληνικής μυθολογίας όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια που στο σχολείο δεν μας τα είχαν διδάξει ακόμα και από εκεί τα πρωτομάθαμε.
Και εμείς μικρά παιδιά μέσα από τις εικόνες και τα καλογραμμένα κείμενα σε καλά Ελληνικά, να ταξιδεύουμε σε άλλους κόσμους γεμάτους περιπέτεια γνώση και φαντασία ,ξεχνώντας τις μίζερες φτωχογειτονιές στις οποίες ζούσαμε τότε.
Τώρα , θα μου πείτε γιατί σας τα θυμίζω όλα αυτά;
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, στην δεξιά γωνία, στην αρχή των οδών Ηρώων Αλβανικού μετώπου και Κονδύλη , υπήρχε τότε ένα περίπτερο που το είχε ένας ανάπηρος πολέμου, τυφλός από το αριστερό του μάτι. Γι΄ αυτόν τον λόγο το λέγαμε «το περίπτερο του γκαβού ».
Αυτός ο άνθρωπος χωρίς προφανώς να το καταλάβει, είχε μετατρέψει τα δύο τόσα τετραγωνικά του περιπτέρου σε βιβλιοθήκη!
Αγόραζε τα παλιά τεύχη των περιοδικών που είπαμε παραπάνω στην τιμή των πενήντα λεπτών (ένα πενηνταράκι της εποχής) και τα μεταπωλούσε στην τιμή της μίας δραχμής. Δηλαδή μισοτιμής σε σχέση με τα καινούργια .
Ετσι , επιστρέφοντας ένα παλιό και διαβασμένο τεύχος και με μισή δραχμούλα επί πλέον αγόραζες, ένα μεταχειρισμένο αλλά αδιάβαστο. Και δεν ήταν που το διάβαζες εσύ, αλλά από χέρι σε χέρι το διάβαζε και όλη η παρέα. Και όλα αυτά από , με πέντε δεκαρούλες!
Πάντως, μην νομίζετε , εκείνη την εποχή το πενηνταράκι ήταν σπουδαίο ποσό για εμάς που φορούσαμε ακόμα κοντά παντελόνια.
Ετσι λοιπόν, ο μονόφθαλμος εκείνος άνθρωπος, και με το περίπτερό του, έγινε σημείο αναφοράς και με τα μεταχειρισμένα περιοδικά του, έπαιξε σοβαρό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας μας.
Γιατί διαβάζοντας τα, και μάλιστα παράνομα και συνωμοτικά , μάθαμε να ονειρευόμαστε, να φανταζόμαστε και να έχουμε σαν πρότυπα ήρωες, που κάτι είχαν να πουν και να δώσουν στην ψυχή μας. Αυτά που ούτε το σχολείο ούτε το σπίτι μπορούσαν να μας δώσουν.
Γιατί εδώ που τα λέμε, ούτε οι γονείς μας ούτε οι δάσκαλοι γνώριζαν ποιος ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών, και ποια η μυστηριώδης νήσος του Ιουλίου Βέρν, για να μπορούν να μας πουν δυο κουβέντες για αυτές τις ιστορίες.
Αργότερα η βιβλιοθήκη του περιπτέρου εμπλουτίσθηκε και με άλλο υλικό.
Από εκεί πρωτοαγοράσαμε, μεγάλα παιδιά στην αρχή του γυμνάσιου πιά, την ΜΑΣΚΑ, περιοδικό με αστυνομικές ιστορίες και από εκεί εγώ αγόρασα μισοτιμής και πάντα μεταχειρισμένα, μερικά βιβλία του Γιάννη Μαρή με τον αστυνόμο Μπέκα, της Αγκάθα Κρίστι με τον Ηρακλή Πουαρώ, του Κόναλ Ντόυλ με τον Σερλκ Χολμς, όπως και του Ζορς Σιμενόν με ήρωα τον αστυνόμο Μεγκρέ.
Βλέπεις, από τότε είμουν φάν της αστυνομικής λογοτεχνίας!
Ολη αυτή τη ιστορία την θυμήθηκα και για ένα άλλο λόγο. Τέτοιες χρονιάρες μέρες που έκλειναν τα σχολεία, θες γιατί είχαμε ελεύθερο χρόνο, θες γιατί είχαμε λίγο παραπάνω οικογενειακό χαρτζιλίκι, συμπεριλαμβάνοντας σ΄ αυτό και τις δεκαρούλες που μαζεύαμε από τα κάλαντα, στο περίπτερο του γκαβού ξημεροβραδιάζαμε και ξοδεύαμε.
Συνωστισμός και ουρά γίνονταν μπροστά του, και η κεντρική πλατεία ολόγυρα, όπως και ολόκληρη η πόλη να είναι κάτασπρη, γιατί δεν ξέρω αν θυμάστε, τέτοια εποχή τότε, πάντα χιόνιζε.
Καλές γιορτές να έχουμε.
