Περισσότερες φορές από το καλημέρα και το καλησπέρα, περισσότερες φορές από το ευχαριστώ και το παρακαλώ, φέτος το καλοκαίρι ακούσαμε το «μετρητά ή καρτούλα;». Ήταν η πάγια έκφραση που ακολουθούσε μετά από κάθε αγορά, από κάθε γεύμα, από κάθε καφέ και από κάθε ποτό, στους τόπους που παραθερίζαμε.
Η επιλογή «με καρτούλα» παρέπεμπε σε άμεση έκδοση απόδειξης από την ταμειακή μηχανή και όλα τα παρεπόμενα. Η επιλογή «με μετρητά», οδηγούσε σε μια συναλλαγή άνευ παραστατικών, που περνούσε αμέσως στο παρασύνθημα. Το οποίο άφηνε και τους δυο συναλλασσόμενους ικανοποιημένους. Διότι το τίμημα υποχωρούσε αυτομάτως κατά 10% με 15%, ακόμα και κατά 20%. Οπότε ο μεν αγοραστής εκμεταλλευόταν την έκπτωση που του προσέφερε ο πωλητής, ο δε πωλητής εκμεταλλευόταν την μη έκδοση φορολογικού παραστατικού και τη μη καταβολή των αντίστοιχων φόρων.
Δυο κερδισμένοι λοιπόν και ένας χαμένος. Και ποιος είναι ο χαμένος; Το ελληνικό δημόσιο και συνεπακόλουθα οι φορολογούμενοι, οι οποίοι δεν ευεργετήθηκαν από τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Είναι παράνομο αυτό που γίνεται; Ναι, είναι. Ωστόσο, ο κάθε συναλλασσόμενος προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το όφελος του και να ελαχιστοποιήσει το κόστος του. Και είναι λογικό. Η «φορολογική συνείδηση» και η «φορολογική ηθική» περνούν σε δεύτερη μοίρα. Και σε πρώτη μοίρα περνάει το προσωπικό στενό οικονομικό συμφέρον. Δηλαδή, το πώς ο αγοραστής θα γλυτώσει λεφτά πληρώνοντας λιγότερο και το πώς ο πωλητής θα δηλώσει χαμηλότερο τζίρο μη αποδίδοντας και τον αναλογούντα ΦΠΑ, καθώς και χαμηλότερα κέρδη, καταβάλλοντας λιγότερους φόρους.
Όσοι φόροι και να επιβάλλονται, όσα ψηφιακά εργαλεία και να χρησιμοποιούνται η «μικρή» μαύρη οικονομία συνεχίζει να κυριαρχεί στη χώρα μας. Αναφερόμαστε στις «μικρές» φορολογικές παραβάσεις οι οποίες κινούνται κάτω από τα ραντάρ της εφορίας και οι οποίες συναθροιζόμενες, αποκτούν ένα σημαντικό και μη ευκαταφρόνητο μέγεθος.
Διαβάζουμε ότι η εφορία μπορεί να προσδιορίσει τους τζίρους των επιχειρήσεων εστίασης από τις αγορές εμπορευμάτων στις οποίες προβαίνουν. Για παράδειγμα, εάν οι επιχειρήσεις έχουν προβεί σε αγορές Χ ευρώ, τότε δεν μπορεί να παρουσιάζουν τζίρους μικρότερους από 2 ή 3 φορές τα Χ ευρώ. Το ίδιο διαβάζουμε ότι γίνεται και με τα καταστήματα λιανικών πωλήσεων και τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα; Τζίφος. Αφού οι περισσότερες επιχειρήσεις εστίασης αγοράζουν τα τρόφιμα, τα ποτά και τα υλικά της κουζίνας, με αποδείξεις λιανικής πώλησης και όχι με τιμολόγια. Οπότε ούτε «οι αγορές», αλλά ούτε και τα τελικά προϊόντα που πωλούνται δεν καταγράφονται στα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων, αποτελώντας μια άφαντη και μη ανιχνεύσιμη φορολογική ύλη.
Μάλιστα. Είναι πιο επικερδές για τις επιχειρήσεις αυτές να αγοράζουν με αποδείξεις λιανικής, πληρώνοντας ΦΠΑ για την αγορά τους και να πωλούν χωρίς απόδειξη με μετρητά, από το να αγοράζουν με τιμολόγιο και να πωλούν με απόδειξη συμψηφίζοντας ως ένα σημείο το ΦΠΑ.
Εάν ερωτηθεί αυτός που πληρώνει με μετρητά χωρίς απόδειξη, θα απαντήσει ότι ήδη έχει πληρώσει τους φόρους που του αναλογούν σαν μισθωτός ή σαν συνταξιούχος ή σαν ελεύθερος επαγγελματίας. Οπότε ακόμα και η έκπτωση του 10%, του 15% ή και του 20%, που του κάνει ο επιχειρηματίας, είναι «δίκαιη» και τον συμφέρει.
Αντίστοιχα εάν ερωτηθεί ο επιχειρηματίας που προσφέρει την εναλλακτική δυνατότητα πληρωμής «με μετρητά ή με καρτούλα», θα απαντήσει ότι «η καλοκαιρινή σαιζόν είναι μικρή», ότι «από εμάς τους μικρούς τα παίρνουν πάντα», ότι «εδώ το χειμώνα κρατάμε μόνοι μας όρθια τα νησιά» και ότι «δεν βγαίνουμε διαφορετικά».
Οι εμφανίσεις των ελεγκτικών συνεργείων της εφορίας στα νησιά και γενικότερα στους τουριστικούς προορισμούς, αποτελούν ανέκδοτο. Ήδη από τη στιγμή που μπαίνουν οι ελεγκτές στο καράβι, ή φτάνουν στον προορισμό τους, οι επιχειρήσεις στις περιοχές που θα υποστούν τον έλεγχο όχι μόνο έχουν ενημερωθεί, αλλά διαθέτουν και φωτογραφίες των ελεγκτών οι οποίες διακινούνται μέσω εφαρμογών των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με αποτέλεσμα κάποιοι επιχειρηματίες, ή ελεύθεροι επαγγελματίες, ή ολόκληρα συνεργεία εργαζομένων, απλά να «κατεβάζουν τα ρολά», κάποιοι να αναστέλλουν για διήμερο τις δραστηριότητες τους, άλλοι να εκδίδουν για δυο – τρεις μέρες παραστατικά και άλλοι να αποδέχονται να πληρώσουν ένα ή δύο πρόστιμα και να ξεμπερδεύουν. Οι δε ελεγκτές από την πλευρά τους, προχωρούν σε μικρούς ελέγχους, επιβάλλοντας κάποια πρόστιμα, πολλές φορές για τυπικές και μόνο παραβιάσεις. Επιτελώντας με αυτόν τον τρόπο το καθήκον τους.
Είναι προφανές ότι τα φορολογικά έσοδα που αναλογούν στο σύνολο των δαπανών των τουριστών, δεν εισπράττονται. Ακόμα και οι αλλοδαποί επισκέπτες γνωρίζουν ότι είναι καλύτερα να επισκεφθούν τα ΑΤΜ και να πληρώσουν με μετρητά, παρά να κάνουν χρήση της κάρτας τους. Οπότε και η στατιστική καταγραφή των δαπανών των τουριστών από το εξωτερικό, δεν είναι ακριβής, αφού μόνο η διαμονή τους στα ξενοδοχεία και στις κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν μπορούν να ξεφύγουν από το μάτι της εφορίας.
Πάντως, όσο το ερώτημα και η επιλογή συναλλαγής «με μετρητά ή με καρτούλα», αφήνει περιθώρια κερδοφόρας συναλλαγής κάτω από το τραπέζι και για τους δυο συναλλασσόμενους, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για την εφορία. Διότι το αμοιβαίο όφελος των συναλλασσόμενων, προηγείται αφήνοντας στο περιθώριο το συμφέρον του δημοσίου. Το «με μετρητά ή με καρτούλα» είναι μια πραγματικότητα που πρέπει το κράτος να αντιμετωπίσει. Και υπάρχουν δυο τρόποι. Ο πρώτος έχει κατασταλτική και αστυνομική χροιά και ο δεύτερος θα μπορούσε να προσφέρει μόνιμες λύσεις ελάφρυνσης του «φορολογικού κόστους» των συναλλαγών, που θα καθιστά ασύμφορη τη φοροαποφυγή.