Λίλια Τσούβα:«Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» ή «Το ταξίδι του ήρωα»

Ο μεγάλος θεωρητικός του θεάτρου GustavFreytag, στο βιβλίο του «Τεχνική του δράματος», επισημαίνει ότι η δραματική τέχνη έχει τόσο μεγάλη επίδραση, όχι γιατί ο θεατής επιθυμεί να υποφέρει, αλλά γιατί νιώθει τον πόθο να δημιουργήσει. Κατά κάποιον τρόπο ο δραματικός ποιητής τον αναγκάζει να δημιουργήσει. Προσπαθώντας να ζωντανέψει μέσα του όλο τον κόσμο των χαρακτήρων, του πόνου και του πεπρωμένου, βρίσκεται σε μια δημιουργική διαδικασία. Δέχεται την ίδια συγκίνηση και αναστάτωση με τον ποιητή, με αποτέλεσμα στο τέλος να ανυψώνεται πάνω από τα γεγονότα της ζωής του. Ο Nietzsche ονομάζει αυτή την ευχαρίστηση «τραγική χαρά».

Το έργο του θεατρικού συγγραφέα Σάιμον Στήβενς, «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μαρκ Χάντον, που είδαμε φέτος στη σκηνή σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, περιείχε αυτό το συναίσθημα. Οι θεατές συμμετείχαν στη δημιουργική χαρά του συγγραφέα προσπαθώντας να αποδείξουν στους εαυτούς τους ότι είναι ικανοί να μεταμορφώσουν ακόμη και τις πιο θλιβερές καταστάσεις της ύπαρξης.

Ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ Μπουν, ένα αυτιστικό παιδί που πάσχει από Σύνδρομο Asperger, βρίσκει ένα βράδυ δολοφονημένο το σκύλο της γειτόνισσας. Η  γειτόνισσα εμμέσως τον ενοχοποιεί και εκείνος αποφασίζει να ανακαλύψει το δολοφόνο. Κατά την αναζήτηση ο Κρίστοφερ θα κληθεί σε μια περιπέτεια (calltotheadventure), σε ένα μυθολογικό ταξίδι προς τόπους πρωτόγνωρους που θα τον οδηγήσουν στην ενηλικίωση.

Ο KurtVonnegut αποκαλεί αυτό το μοτίβο ιστορίας «Thequest». Ο JosefCampbell, στο βιβλίο του «Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα», το ονομάζει «Το ταξίδι του ήρωα». Ο Κρίστοφερ θα περάσει από όλα τα μυθολογικά στάδια που καταγράφει ο JosefCampbell στο έργο του.Θαδεχθεί τη βοήθεια του μέντορα (MeetingwiththeMentor) – είναι η αγαπημένη του δασκάλα – θα διασχίσει το πρώτο κατώφλι της δοκιμασίας (CrossingthefirstThreshold) και θα ανακαλύψει το δολοφόνο – που είναι ο πατέρας του – και τα συσσωρευμένα ψεύδη του για το δήθεν θάνατο της μητέρας του, η οποία ωστόσο βρίσκεται εν ζωή και του γράφει επιστολές· όμως δεν τις λαμβάνει, γιατί ο πατέρας του τις κρύβει.

«Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έναν σκύλο είναι επικίνδυνος, ακόμη κι αν είναι ο μπαμπάς σου», λέει ο Κρίστοφερ. Θα εγκαταλείψει, λοιπόν, τον πατέρα και θα εισέλθει στο εσώτερο σπήλαιο (Approachtotheinmostcave): θα ταξιδέψει μόνος αναζητώντας τη μητέρα του, θα βρει το μετρό, θα βγάλει εισιτήριο, θα κυκλοφορήσει σε μια μεγαλούπολη, θα χρησιμοποιήσει την πιστωτική κάρτα, θα γνωρίσει δοκιμασίες, συμμάχους, εχθρούς (Tests, Allies, Enemies). Στο τέλος θα βγει νικητής (Reward). Θα συναντήσει τη μητέρα του και μετά από εξετάσεις, στις οποίες θα αριστεύσει, θα εισαχθεί στην ανώτερη τάξη των μαθηματικών, εκπληρώνοντας το όνειρό του.

Η ιδιαίτερη ευφυΐα του Κρίστοφερ στα μαθηματικά τον καθιστούν ξεχωριστό παιδί. Γνωρίζει όλες τις χώρες του κόσμου με τις πρωτεύουσές τους και όλους τους πρώτους αριθμούς μέχρι το 7.507. Αγαπάει το κόκκινο χρώμα. Αλλά δεν ανέχεται να τον ακουμπούν. Και δεν μπορεί να είναι μόνος του με ξένους. Παρατηρεί με φοβερή ακρίβεια το περιβάλλον και το αναπαράγει με κάθε λεπτομέρεια. Περνάει ώρες μελετώντας τα αστέρια. Όμως δυσκολεύεται σε απλά πράγματα της καθημερινότητας. Ο Κρίστοφερ είναι μια διάνοια στα μαθηματικά. Ενώ όμως μπορεί να λύνει άνετα μια δύσκολη εξίσωση, δεν μπορεί να ενταχθεί στο περιβάλλον εξαιτίας της ασθένειάς του. Η κοινωνία δεν τον αποδέχεται.

Ο Κρίστοφερ θα ζήσει το διαζύγιο των γονέων του, θα γνωρίσει την ανθρώπινη πονηριά και τη σύμβαση. Με τις ερωτήσεις και την απόλυτη ειλικρίνειά του θα γεννήσει προβληματισμούς για τη συμπεριφορά την «υγιών» και των «ενηλίκων», τις σχέσεις, τις διαλυμένες οικογένειες, αλλά και για την αντιμετώπιση των αυτιστικών παιδιών. Ο θεατής παράλληλα θα πληροφορηθεί για την ασθένεια Asperger και τις ιδιαιτερότητές της.

Στο έργο συγχωνεύονται το αφηγηματικό με το μεταμοντέρνο στοιχείο. Η εξιστόρηση μιας σειράς γεγονότων και η κατασκευή υποκειμένων σε ψυχολογικό χώρο το ανάγουν στο κλασικό θέατρο. Οι έντονα ειρωνικές παραθέσεις και η αυτοαναφορικότητα το οδηγούν στο μεταμοντέρνο θέατρο. Ο Κρίστοφερ, με τη βοήθεια της άψογης στον εκπαιδευτικό της ρόλο δασκάλας, καταγράφει σε βιβλίο όλα όσα τον συγκλονίζουν καθημερινά. Το βιβλίο αυτό θα γίνει – ύστερα από πρόταση της ίδιας – θεατρικό έργο και θα παιχτεί στο σχολείο. Εδώ παρουσιάζεται το στοιχείο του μεταμοντέρνου, με το «θέατρο εν θεάτρω» και την αυτοαναφορικότητα.

Τα μεταμοντέρνα στοιχεία του έργου ενίσχυαν στην παράσταση το εντελώς minimal σκηνικό που αποτελούνταν από λευκούς τετράγωνους κύβους που μετατόπιζαν συνεχώς οι ηθοποιοί όταν ήθελαν να αναπαραστήσουν την αλλαγή χώρου και χρόνου. Οι τετράγωνοι κύβοι λειτούργησαν και ως συμβολισμός της μαθηματικής (τετράγωνης) σκέψης  του Κρίστοφερ.

Όπως είναι φυσικό σε έργο με ανάλογο κεντρικό θέμα, το βάρος πέφτει στην κιναισθητική παρουσία του πρωταγωνιστή. Ο Γιάννης Νιάρρος μιμήθηκε με απόλυτα πειστικό τρόπο τις κινήσεις και την ομιλία των αυτιστικών παιδιών. Η Μαρία Καλλιμάνη ερμήνευσε τη μητέρα του Κρίστοφερ, ο Θέμης Πάνου τον πατέρα, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη τη δασκάλα, η Μαρία Κατσανδρή τη γειτόνισσα. Η Βάσια Χρήστου υποδύθηκε εξαιρετικά τρεις διαφορετικούς αρχετυπικούς χαρακτήρες.

Τα φώτα led και η υποβλητική μουσική συνέβαλαν στην παραστατικότητα και την ένταση, όπως και το γεγονός ότι οι ηθοποιοί δεν αποσύρονταν στα παρασκήνια, αλλά καθόταν στην κερκίδα και έβγαιναν από εκεί στη σκηνή. Η Μπρεχτική αυτή αντίληψη της αποστασιοποίησης του θεατή από τα δρώμενα,που πηγάζει από την ανάγκη κινητοποίησης της σκέψης του, προσδίδει αμεσότητα και καθιστά το θεατή συμμέτοχο.

Το πολυβραβευμένο έργο «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» συνιστά μάθημα ανεκτικότητας προς όλους. Η ρατσιστική στάση των ανθρώπων απέναντι σε ασθενείς με Σύνδρομο Asperger είναι αποτέλεσμα της γενικότερης απουσίας αποδοχής του διαφορετικού από την κοινωνία μας. Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και οι ηθοποιοί χάρισαν στους θεατές της παράστασης την «τραγική χαρά», την ιδιαίτερη απόλαυση, γνωστική και συναισθηματική, που χαρίζει το έργο τέχνης. Γιατί «η τέχνη είναι πράξη τόνωσης», όπως έλεγε και ο Nietzsche.