Λίλια Τσούβα : Ο τύπος στην υπό τα όπλα Ελλάδα

Ο τύπος γνωρίζει μεγάλη άνθιση κατά τον 18ο αιώνα. Η ανάπτυξη των ταχυδρομείων που επιτρέπει τη γρήγορη διανομή του, οι πολιτικές συγκυρίες που δημιουργούν την ανάγκη για διάδοση της επίκαιρης είδησης, αλλά και η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού προωθούν τη δημοσιογραφία. Δημιουργούν μια εντελώς νέα κατάσταση, τη media culture.

Παρατηρείται ενθουσιασμός για τις εφημερίδες. Τα φύλλα της γίνονται το best seller της ημέρας. Οι άνθρωποι τα πετούν για να προμηθευτούν άλλα, της ίδιας ή και διαφορετικής εφημερίδας (Benedict Anderson). Αποτέλεσμα η λεγόμενη «επανάσταση της ανάγνωσης». Αλλά και η ανάπτυξη της βιομηχανίας των εκδόσεων. Οι πολιτικές ιδέες μαζικοποιούνται. Γίνονται ο φόβος και ο τρόμος των οπαδών των αντεπαναστάσεων και των κυβερνώντων.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση και στις ελληνικές εκδόσεις. Λεξικά, μεταφράσεις, πραγματείες, λογοτεχνικά έργα τυπώνονται σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, όπου ανθεί ο ελληνισμός.

Τι συμβαίνει όμως με την υπό τα όπλα Ελλάδα; Υπάρχει επαναστατικός τύπος μετά το 1821 και ποιους στόχους υπηρετεί;

Υπάρχει τύπος και μάλιστα αποτελεί την πολυτιμότερη πηγή μελέτης μας για την εποχή. Τίτλοι: «Εφημερίς του Γαλαξιδίου», χειρόγραφη, σώζεται ένα μόνον φύλλο, της 27ης Μαρτίου 1821, «Εφημερίς Αιτωλική», χειρόγραφη, 10 Αυγούστου 1821, «Αχελώος», 1822, χειρόγραφη, «Σάλπιγξ Ελληνική», Καλαμάτα, η πρώτη έντυπη εφημερίδα προς πώληση, εξέδωσε μόνον τρία φύλλα τον Αύγουστο του 1821, «Ελληνικά Χρονικά», του Ελβετού Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ, τυπώνονταν από τις αρχές του 1824 στο πιεστήριο που προσέφερε το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, «Φίλος του Νόμου», του Ιταλού Ιωσήφ Κιάππε, από το Μάρτιο του 1824, «Εφημερίδα των Αθηνών» (1824-1826), του Γεώργιου Ψύλλα, «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» (1825-1832), «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος» (1827-1828), από τον Υδραίο ναυτικό Παντελή Κ. Παντελή, φίλο του Κουντουριώτη.

Τα φύλλα απευθύνονταν αποκλειστικά σε επαναστάτες. Συνέχιζαν την προσπάθεια των προεπαναστατικών εφημερίδων για πνευματική αναγέννηση του έθνους και μετεξέλιξή του σε πολιτικό έθνος, με τη σημασία που αποκτούσε ο όρος στο ευρωπαϊκό πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής. Απαιτούσαν προσήλωση στα πολεμικά ιδεώδη, επίδειξη γενναιότητας στα πεδία των μαχών, πειθαρχία και υποταγή στις νεοπαγείς διοικήσεις και τους νόμους μιας πατρίδας η οποία παρέμενε ακόμη ιδέα, ένα όνειρο που πιθανό να πραγματοποιηθεί.

Αυτό το κρατικό κενό κάλυψαν οι εφημερίδες της εποχής αυτής και αναδείχθηκαν σε χαμηλού κόστους διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων. Κάποιοι από τους μορφωμένους επαναστάτες, που είχαν ζήσει στην Ευρώπη, ήταν σε θέση να κατανοήσουν το ρόλο που είχε παίξει ο τύπος σε επαναστατικά κινήματα. Περιστοιχίζονταν από άλλους μορφωμένους και αναλάμβαναν την αντιγραφή, έστω σε λίγα αντίτυπα, όσων φύλλων κυκλοφόρησαν.

Είναι οι χειρόγραφες εφημερίδες, για τις οποίες πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε. Ελάχιστα είναι τα σωζόμενα φύλλα. Οι ειδήσεις τους σχεδόν πάντα ανακριβείς, εσκεμμένα ψευδείς ή βασισμένες σε προφορικές ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες. Χαρακτηρίζονταν από πρόχειρο δημοσιογραφικό λόγο, ασύγκριτα κατώτερο από εκείνον που ανέπτυξαν οι εφημεριδογράφοι του Αγώνα μετά το 1824.

Οι έντυπες εφημερίδες δημοσίευαν ειδήσεις από τα πεδία των μαχών, αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο, σχόλια για τις πολιτικές εξελίξεις, αυτούσιες διακηρύξεις των ελληνικών αρχών, προβουλεύματα, νόμους, αναλύσεις ή σχολιασμούς γεγονότων, κείμενα πολιτικής ανάλυσης και θεωρίας καθώς και εκκλήσεις πολιτικής πειθαρχίας στους Έλληνες. Έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην πορεία της επανάστασης εμψυχώνοντας τους αγωνιστές. Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, διαβάζονταν στα πεδία των μαχών από όσους γνώριζαν ανάγνωση.

Διασημότερη όλων ήταν τα «Ελληνικά Χρονικά». Τυπώνονταν στο Μεσολόγγι. Η έκδοσή της οφειλόταν στον Άγγλο συνταγματάρχη Λέισεστερ Στάνχοπ και τον Ελβετό φοιτητή της φαρμακευτικής στη Ζυρίχη, Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Φιλέλληνες.

Ο Στάνχοπ ήρθε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1823 φέρνοντας μαζί του δύο τυπογραφεία και δύο λιθογραφεία. Προσπάθησε να οργανώσει ταχυδρομική υπηρεσία, ίδρυσε νοσοκομεία, σχολεία. Εκδότη της εφημερίδας όρισε τον Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ.

Ο Μάγερ κατέβηκε στην Ελλάδα το 1821, σε ηλικία 23 ετών. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, πήρε την ελληνική υπηκοότητα και παντρεύτηκε Μεσολογγίτισσα. Εργάστηκε ως φαρμακοποιός και ως εκδότης. Σκοτώθηκε στη διάρκεια της Εξόδου του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826).  Ο ίδιος και η οικογένειά του. Η εφημερίδα έπαψε να τυπώνεται.

Από το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» μπορούμε να πληροφορηθούμε τους λόγους έκδοσής της μέσα στην επανάσταση. Αναφέρει πως η επικοινωνία της Ελλάδας με την Ευρώπη την περίοδο αυτή ήταν περιορισμένη και γινόταν μόνον μέσω των εμπορικών πλοίων. Η χώρα ήταν αποκομμένη από τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Οι ξένες Δυνάμεις δεν έρχονταν σε επαφή με τις ανάγκες και τις ελλείψεις των Ελλήνων. Ούτε μπορούσαν να ενημερωθούν για τον πόνο, το σπαραγμό που συνόδευε τα γεγονότα, τις λεηλασίες, τις σφαγές που διαδραματίζονταν.

Δεν υπήρχε εξάλλου συγγραφή των γεγονότων της εποχής αυτής. «Οι πόλεις πυρπολημένες, οι αγροί εγκαταλειμμένοι, χείμαρροι το αίμα των θυμάτων», ενώ οι λόγιοι «τω πατριωτικώ έρωτι φλεγόμενοι» ανέβηκαν στα πεδία των μαχών. Η εφημερίδα ήθελε να αποτελέσει οδηγό πολύτιμο για τους μελετητές (ιστοριογράφους), πλοηγό για τις αληθινές αιτίες των επιτυχιών, των αποτυχιών, αλλά και των παλινωδιών της επανάστασης.

Εξίσου σημαντικός λόγος ήταν και οι Φιλέλληνες. Συμμερίστηκαν τον ένδοξο αγώνα, όπως γράφει, χάθηκαν στα πεδία των μαχών, όμως δεν γινόταν πουθενά αναφορά στα ονόματά τους ούτε πληροφορούνταν οι συγγενείς το θάνατό τους.

Επιθυμούσε επίσης η εφημερίδα να αποκαταστήσει τους αγωνιστές των οποίων τα ονόματα προσεβλήθησαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης  (αναφέρεται του Καραϊσκάκη). Αλλά και να αποκαλύψει τα ονόματα εκείνων που αντιστρατεύτηκαν την επανάσταση, «έγιναν δήμιοι του αγώνα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο σημαντικότερος όμως ρόλος της ήταν αυτός του συμφιλιωτή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Προσπάθησε να συνενώσει τις αντιτιθέμενες πλευρές «ανεξαρτήτως φατρίας».

Κυκλοφορούσαν επομένως εφημερίδες στην επαναστατημένη Ελλάδα και έπαιξαν πολύτιμο ρόλο. Ενημέρωναν Έλληνες και ξένους για όσα συνέβαιναν. Συνέβαλαν στη διάδοση και ενίσχυση του πατριωτικού φρονήματος κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ο τύπος θεωρούνταν εκείνη την εποχή «ο φιλοκάγαθος, αν και οργίλος, πατήρ». Και αυτό το ρόλο επιθυμεί να διαδραματίσει η εφημερίδα. Τονίζεται μάλιστα η με ευλάβεια τηρηθείσα ελευθεροτυπία και ανεξαρτησία των δημοσιογράφων οι οποίοι επιτέλεσαν το καθήκον τους χωρίς φόβο.

Εξάλλου οι μορφωμένοι της εποχής Έλληνες γνώριζαν καλά τη ρήση του Jacques Pierre Brissot, ηγέτη των Γιρονδίνων στο Παρίσι, λίγο πριν τη γαλλική επανάσταση: «χωρίς τις γκαζέττες η Επανάσταση της Αμερικής δεν θα είχε γίνει ποτέ».

Λίλια Τσούβα