Λαϊκή Ενότητα Τρικάλων για τις Σ.Σ.Ε

Τα κυβερνητικά πανηγύρια για δήθεν επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων αποσκοπούν στην εξαπάτηση των εργαζομένων

Η Υπουργός Εργασίας με την επέκταση τεσσάρων μόνο από τις δεκάδες ισχύουσες Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας πανηγυρίζει και  ισχυρίζεται ότι αποκατάστησε αυτό τον καταργημένο από τα μνημόνια θεσμό. Στην ουσία, όμως, δεν πρόκειται για πραγματική επέκταση, αφού αυτές οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα εξακολουθήσουν να αφήνουν απ’ έξω στους συγκεκριμένους κλάδους μεγάλα τμήματα εργαζομένων, που απασχολούνται σε καθεστώς «ευελιξίας». Εξάλλου σε άλλες από αυτές προβλέπεται μείωση μισθών και σε άλλες πάγωμα τους.

Οι προϋποθέσεις, που τίθενται για την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι απαγορευτικές για την επέκτασή τους σε όλους τους κλάδους, γιατί τίθεται ως προϋπόθεση οι επιχειρήσεις μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης να απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου και επίσης δεν επανέρχονται αυτά που ίσχυαν για τις συλλογικές συμβάσεις πριν τα μνημόνια, ώστε μετά τη λήξη ή την καταγγελία τους οι όροι τους να συνεχίζουν να ισχύουν για τους μισθωτούς που αφορούν ή για το ξεπάγωμα της χορήγησης περισσότερων από τρεις τριετίες ή για τη μετενέργειά τους.

Όσο για την αύξηση λίγων ευρώ του μηνιαίου κατώτατου μισθού, ως κυβερνητικό πυροτέχνημα προεκλογικής χρήσης, ότι είναι να γίνει, θα γίνει με την εφαρμογή του μνημονιακού νόμου Βρούτση (ν. 4172/2013), δηλαδή με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, που με βάση τους οικονομικούς δείκτες της χώρας θα μπορεί να αποφασίζει ακόμα και μείωσή του, και όχι με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που με αυτό το νόμο καταργήθηκε, και η κυβέρνηση δεν επαναφέρει.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παρά τις περί του αντιθέτου πανηγυρικές διακηρύξεις της, δεν θίγει αλλά διατηρεί άθικτο το άθλιο αντεργατικό μνημονιακό καθεστώς, στην ουσία τον εργασιακό μεσαίωνα, που διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια από τις κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και η ίδια ενίσχυσε με την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και την κατάργηση της Κυριακής Αργίας.

Η ΝΔ αποδεικνύει ότι είναι πιο μνημονιακή από τα μνημόνια και το δεξί δεκανίκι της σημερινής κυβέρνησης, βαφτίζοντας ως «παροχές» τα αυτονόητα, δηλαδή την ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του κατώτατου μισθού, που αυτή μαζί με το ΠΑΣΟΚ κατάργησε.

Το αντεργατικό μνημονιακό καθεστώς μπορεί να σπάσει, μόνο εάν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους επιβάλλουν:

1)Κατάργηση των 714 μνημονιακών εφαρμοστικών νόμων και των χιλιάδων υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους.

2)Αποκατάσταση του μηνιαίου κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, χωρίς καμία ηλικιακή διάκριση, και, κατά συνέπεια, πραγματική κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους. Επαναφορά της ΕΓΣΣΕ, ώστε ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται με συλλογικές διαπραγματεύσεις εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων και όχι με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας,

3)Πλήρη αποκατάσταση του απεργιακού δικαιώματος.

4)Επαναφορά του θεσμικού πλαισίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταργήθηκε με μνημονιακούς νόμους (μονομερής προσφυγή στη μεσολάβηση και διαιτησία, υποχρεωτικότητα, πραγματική επεκτασιμότητα, αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, μετενέργεια των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, επαναχορήγηση παγωμένων τριετιών, διατήρηση όλων των επιδομάτων μετά τη λήξη της ΣΣΕ).

5)Ενίσχυση των δημόσιων μηχανισμών ελέγχου της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας (Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας κλπ).

Η ενισχυμένη παρουσία της ΛΑΕ και στους αγώνες αλλά και στη Βουλή μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση αυτών των στόχων ασκώντας πραγματική αντιπολίτευση σήμερα και προβάλλοντας μία ελπιδοφόρα διέξοδο για το μέλλον.