Είδα την ταινία και ενοχλήθηκα – όχι από την ταινία, αλλά από τις κριτικές
Ως θεατής της ταινίας Καποδίστριας. δεν ενοχλήθηκα από τις «αδυναμίες» της. Ενοχλήθηκα από τις κριτικές της. Όχι επειδή διαφωνούν μαζί μου, αλλά επειδή λειτουργούν συντεταγμένα ως φίμωτρο πολιτικής σκέψη .
Οι περισσότερες δεν ασχολούνται πραγματικά με αυτό που δείχνει η ταινία. Σπεύδουν να τη χαρακτηρίσουν «βαριά», «διδακτική», «αγιογραφική», λες και ο σκοπός τους δεν είναι να την κρίνουν, αλλά να τη σβήσουν από τη δημόσια συζήτηση. Να την παρουσιάσουν σαν ένα βαρετό πόνημα χωρίς καμία σχέση με το σήμερα.
Και όμως η σχέση με το σήμερα είναι κραυγαλέα.
Η ταινία δείχνει το Ελληνικό κράτος στη γενέθλια στιγμή του ως λάφυρο. Ως αντικείμενο διανομής ανάμεσα σε κοτζαμπάσηδες, ξένες δυνάμεις και προσωπικές φιλοδοξίες των άθλιων Φαναριωτών. Δείχνει ότι το πρόβλημα δεν ήταν απλώς η εξάρτηση από το εξωτερικό, αλλά οι ντόπιοι πρόθυμοι διαχειριστές της. Οι πρώτοι πολιτικοί επιβήτορες ενός κράτους που δεν το είδαν ποτέ ως κοινό θεσμό, αλλά ως ιδιοκτησία.
Αυτό το σημείο είναι που οι κριτικές αποφεύγουν επιμελώς.
Γιατί αν το δεχτείς, τότε η σύγκριση με το σήμερα γίνεται αναπόφευκτη. Διότι το μοντέλου του κράτους λάφυρου είναι εδώ, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε αλλά συντηρήθηκε διαχρονικά και τελειοποιήθηκε. Με καλύτερη επικοινωνία, με λείες λέξεις, με διανοούμενους πρόθυμους να μιλούν για «κανονικότητα», ενώ οι θεσμοί θα αδειάζουν από περιεχόμενο.
Ο Καποδίστριας δεν παρουσιάζεται ως άγιος. Παρουσιάζεται ως το πολιτικό εμπόδιο. Ως κάποιος που προσπάθησε – έστω αυταρχικά, έστω ατελώς- να βάλει το κράτος πάνω από τις φατρίες και για αυτό έπρεπε να φύγει. Αυτό είναι το μήνυμα που ενοχλεί. Όχι η σκηνοθεσία.
Όταν λοιπόν βλέπω κριτικούς να «ισοπεδώνουν» την ταινία, χωρίς να αγγίζουν το πολιτικό της περιεχόμενο, δεν μπορώ να το δω ως μια ουδέτερη αισθητική κριτική. Το βλέπω ως επιλογή, ως προστασία του σημερινού ακραία διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας που φοβάται την προβολή του χθες στο σήμερα.
Χαμογελώντας άκουσα μέσα στο σκοτάδι κάποιον συνθεατή μου να χαρακτηρίζει τη σύναξη των κοτζαμπάσηδων Οπεκεπεδες.
Διαχρονικά οι επιβήτορες της εξουσίας θέλουν την τέχνη ακίνδυνη. Την φοβούνται όταν αποκαλύπτει τη δομή τους. Τότε είναι που επιστρατεύεται η κριτική και οι κριτικοί, όχι για να φωτίσουν αλλά για να θολώσουν.
Η κριτική στην προσπάθεια να προλάβει την αναπόφευκτη σύνδεση από το κοινό της ιστορίας με το παρόν, δεν διστάζει να υποτιμήσει την νοημοσύνη μας ανακαλύπτοντας διαρκώς τεχνικές ατέλειες και σεναριακες αδυναμίες.
Αν η ταινία προκαλεί τόση νευρικότητα, ίσως τελικά κάνει κάτι σωστά και το πρόβλημα αυτών που την κατακρίνουν, είναι ότι μας υπενθυμίζει πως το κράτος παραμένει λάφυρο, οι επιβήτορες της εξουσίας είναι παρόντες και οι Καποδίστριες ανάγκη για την κοινωνία και απειλή για τη διαφθορά.
ΥΓ: Στο τέλος της ταινίας μεγάλο μέρος των θεατών χειροκρότησε, ασυνήθιστο γεγονός για ταινία.
Ο Κώστας Παπανώτας είναι εκπαιδευτικός και μέλος της Π.Ο. Θεσσαλίας του Κινήματος Δημοκρατίας
