Ανήκω σ’ αυτούς που έχουν υποστηρίξει εξ αρχής ότι το σχέδιο των δανειστών μας δεν οδηγεί στη σωτηρία της ελληνικής Οικονομίας, αλλά στο φαύλο κύκλο της ύφεσης και της υπερχρέωσης. Δεν πιστεύω καθόλου ότι η τρόικα κατέχει την απόλυτη αλήθεια ούτε ότι εφαρμόζει τη σωστή συνταγή. Αντίθετα, μάλιστα, έχω την άποψη ότι στο άγχος της να μην πληρώσουν την ελληνική κρίση η ευρωπαϊκή Οικονομία, στο σύνολό της, και μαζί της η διεθνής Οικονομία έφτιαξε ένα «έκτρωμα» και το επέβαλε στην ελληνική κυβέρνηση,με τα γνωστά αποτελέσματα που βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Τα διευκρινίζω όλα αυτά αφενός γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να διαφοροποιηθώ από όλους αυτούς που μάχονται για τυφλή υπακοή σε ό,τι ζητήσουν οι δανειστές μας – με ένα στοιχείο κόμπλεξ που εμπεριέχει την παραδοχή ότι αυτοί ξέρουν πάντα καλύτερα από μας ποιο είναι το σωστό και ποιο και ποιο το λάθος- και αφετέρου γιατί δε θεωρώ ότι θα έπρεπε κανείς να μας επιβάλει αυτά που οφείλουμε να κάνουμε μόνοι μας.
Το πρώτο και το πιο σημαντικό απ’ αυτά είναι η μείωση του κόστους του δημοσίου τομέα. Αυτά που ακούμε, διαβάζουμε και ετοιμαζόμαστε να υποστούμε στο πλαίσιο της συμφωνημένης με την τρόικα μείωσης του δημόσιου τομέα είναι μια άλλη κομματική, συνδικαλιστική φάρσα σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικά στο θέμα «ελληνικό δημόσιο» η τρόικα ζητά κάτι το αυτονόητο, που θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να το έχουμε κάνει μόνοι μας: Να μειώσουμε το κόστος του δημοσίου τομέα και να τον κάνουμε πιο παραγωγικό. Αντί γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση έκανε ακόμη και την τελευταία διετία προσλήψεις, δεν άγγιξε την κομματική γραφειοκρατία και μετακύλησε στους συνεπείς φορολογούμενους πολίτες το κόστος του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου.
Προφανώς, κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρήσαμε ότι κοροϊδεύουμε την τρόικα, αλλά κοροϊδέψαμε απλώς τους εαυτούς μας.
Αν υπήρχε κάτι σωστό στη συνταγή της τρόικας αυτό ήταν η οδηγία ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών πρέπει να είναι διπλάσια της αύξησης των εσόδων από την φορολογία, για να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της οικονομικής ανάκαμψης και της ανάπτυξης. Θα περίμενε κανείς με την ανάληψη αυτής της δέσμευσης, να προχωρήσει η κυβέρνηση σε μια πραγματική και ουσιαστική σύγκρουση με το βαθύ κράτος, απολύοντας τους άχρηστους και μειώνοντας τις προκλητικές αμοιβές των ημετέρων.
Αντί γι’ αυτό η κυβέρνηση Παπανδρέου προτίμησε να προστατεύσει τους υψηλόμισθους της δημόσιας διοίκησης και των ΔΕΚΟ, στους οποίους άλλωστε είναι κυρίαρχος ο σκληρός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ. Κι ακόμη και τώρα, που αναγκάζεται να προχωρήσει σε λύσεις τύπου εργασιακής εφεδρείας, επιλέγει μια ισοπεδωτική, λογιστική προσέγγιση, που δε συνιστά εξυγίανση αλλά απλώς λύση ανάγκης, υπό το κράτος του πανικού.
Κρίμα!