Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι οι επιδοτήσεις στα γεωργικά προϊόντα καταργούνται. Υπόθεση κάνουμε, μην παρεξηγηθούμε, για να διευκολύνουμε τον προβληματισμό των ημερών.
Τι θα έπρεπε να κάνουν οι αγρότες;
Προφανώς, θα ζητήσουν από τους αγοραστές των προϊόντων τους να πληρώσουν μια υψηλότερη τιμή, για να κλείσουν την τρύπα που γεμίζουν οι επιδοτήσει. Θα εύρισκαν όμως αγοραστές στις νέες τιμές; Δύσκολα.
Πρώτον, οι γνωστοί «μεσάζοντες» θα αρνούνταν να αγοράσουν. Έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Όπως και τώρα, που πιέζουν τους αγρότες για να τα πάρουν μπιρ παρά. Ενώ οι παραγωγοί – αγρότες είναι πολλοί και, κατά κανόνα, διαμοιρασμένοι οι, οι έμποροι, που συγκεντρώνουν το ίδιο προϊόν από πολλές και διαφορετικές περιοχές έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τιμή στην οποία είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Δεύτερον, οι ίδιοι οι έμποροι που συγκεντρώνουν κάθε συγκεκριμένο προϊόν, πρέπει να το μεταπουλήσουν στους μεταποιητές του συγκεκριμένου προϊόντος. Αυτοί θα το συσκευάσουν, θα του δώσουν εμπορική αξία και συχνά, είτε απευθείας είτε με τη βοήθεια άλλων μεσαζόντων θα το τοποθετήσουν στα διάφορα σημεία πώλησης, όπου θα το βρουν οι τελικοί καταναλωτές.
Αν υποθέσουμε ότι οι έμποροι πληρώνουν τις νέες μεγαλύτερες τιμές στους αγρότες και δεν αυξήσουν ούτε σεντ τα κέρδη που έχουν σήμερα, τότε η αλυσίδα τιμολόγησης θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές για τον καταναλωτή.
Πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, πέραν της δικαιολογημένης αγανάκτησής τους; Προφανώς, οι περισσότεροι θα μειώσουν, όσο αυτό είναι δυνατόν σε πάμπολλες περιπτώσεις, τον όγκο των αγορών τους και μόνον λίγοι θα πληρώσουν το ακριβότερο προϊόν ή θα το αντικαταστήσουν με κάποιο παρεμφερές.
Σε αυτή την αλυσίδα συλλογισμού, το δίλημμα για το κράτος είναι κατα πόσον είναι προτιμότερο να επιδοτήσουν τους αγρότες ή τους τελικούς καταναλωτές.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση καθιέρωσε, εδώ και εξήντα χρόνια, την επιδότηση του αγρότη, ταυτόχρονα με την επιδότηση των πιο αδύναμων καταναλωτών. Ο συνδυασμός αυτός λειτουργεί συνήθως, αλλά όχι πάντοτε. Είναι άλλωστε και ζήτημα διατροφικής ασφάλειας.
Σε περιόδους ταχέως πληθωρισμού, ο καταναλωτής μένει πίσω και υφίσταται σοβαρή απομείωση της αγοραστικής του δύναμης, ανεξαρτήτως του μεγέθους των επιδοτήσεων που εισπράττουν οι αγρότες.
Επειδή όμως ο καταναλωτής είναι και φορολογούμενος, πληρώνει για παράδειγμα τον ΦΠΑ, μέσω του οποίου συγκεντρώνονται τα ευρωπαϊκά κονδύλια που καταλήγουν σε ενίσχυση των αγροτών, το δίλημμα δικαιοσύνης είναι εντελώς πραγματικό.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι σε περίπτωση που καταργηθούν οι αγροτικές επιδοτήσεις, θα μπορούσε να μειωθεί ο ΦΠΑ. Αυτό πιθανότατα θα εξισορροπούσε τις τιμές.
Πιο πιθανόν είναι όμως ότι αν ο καταναλωτής – εργαζόμενος- φορολογούμενος των πόλεων συνεχίζει να αγοράζει τις ίδιες ποσότητες, θα δει το εισόδημά του να συμπιέζεται. Ενώ το εισόδημα των αγροτών θα έχει βελτιωθεί, χωρίς οι τελευταίοι αυτοί να ζητήσουν και να πάρουν κάτι από το κράτος, δηλαδή από τους πολιτικούς.
Είναι βεβαίως πολύ δύσκολο να υπολογιστεί ποια λύση είναι καλύτερη και ποιες θα είναι οι αλυσωτές επιπτώσεις.
Σίγουρο είναι όμως ότι οι έμποροι – μεσάζοντες γνωρίζουν πολύ καλύτερα από οιονδήποτε εξ υμών, την αλυσίδα διαμόρφωσης του κόστους και της τιμής των αγροτικών. Αυτοί είναι το buffer zone.
Πρακτικά, οι μεσάζοντες εισπράττουν μέρος των αγροτικών επιδοτήσεων. Ιδίως επειδή μπορούν να αγοράσουν τη σοδειά ενός αγρότη και να μην αγοράσουν εκείνη του ακριβώς διπλανού του. Με διάφορες δικαιολογίες, πραγματικές ή, πολύ ευκολότερα, πλασματικές.
Στην πράξη, ούτε οι αγρότες λένε όλη την αλήθεια για τις τιμές στις οποίες πουλάνε, ούτε οι έμποροι για τις τιμές στις οποίες αγοράζουν. Οι διαστάσεις του μεταξύ τους «ψέμματος» είναι ακριβώς ίσες με το μέγεθος των κρατικών επιδοτήσεων.
Επιπλέον, είναι σίγουρο ότι οι μεταποιητές και ειδικώς οι μεγαλύτερες βιομηχανίες είναι σε θέση να διαπραγματευτούν την ανά μονάδα τιμή των βασικών αγροτικών προϊόντων πολύ καλύτερα από τους μυριάδες καταναλωτές.
Γι αυτό άλλωστε, οι διαφορές μεταξύ χύμα και συσκευασμένου ίδιου προϊόντος, υπάρχουν βεβαίως, αλλά δεν υποδεικνύουν το τεράστιο χάσμα που ακούμε στις τηλεοράσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές ανάμεσα στο ράφι του σούπερ μάρκετ και τον πάγκο της λαϊκής αγοράς.
Με αυτές τις σκέψεις και τον προβληματισμό ευχόμαστε «καλώς να ορίσουν» οι αγρότες, γιατί έχουν το ίδιο (προσωπικά πιστεύω πολύ μεγαλύτερο) δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν στο Σύνταγμα με τόσους άλλους ανοήτους, αντιδημοκράτες και μπαχαλάκηδες, που μας τα πρήζουν όποτε γουστάρουν.
Αρκεί να μη τους μοιάσουν…