[Όπως τους είδε ο Ντοστογιέφσκι σε όνειρό του στο έργο του «Το Όνειρο ενός γελοίου» (1877)]
Του Κων/νου Β. Παυλάκου,
π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων
“Ο Παράδεισος”, πίνακας του Λούκας Κράναχ του Πρεσβύτερου (1636) (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη)
…Είχα κι όλας σιμώσει την άλλη αυτή Γη! το φως του ήλιου ήταν δυνατό και απαλό μαζί, ο αέρας ήταν ελαφρός, ευχάριστος, σαν αέρας παραδείσου. Θαρρούσα πως βρισκόμουν σε κανένα από τα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους ή κάπου σε καμιά ακρογιαλιά στεριάς που είναι κοντά στο Αρχιπέλαγος αυτό. [Τιμή για την Ελλάδα, που ένας μεγάλος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Ντοστογιέφσκι, από τα τόσα νησιωτικά συμπλέγματα ανά την υφήλιο, επιλέγει για τον δικό του Παράδεισο μοτίβο από το Ελληνικό Αιγαίο μας!] Όλα στη φύση έμοιαζαν με τα δικά μας, μα όλα έλαμπαν σαν σε γιορτή, σαν σε μέρα θρησκευτικού πανηγυριού. Η σμαράγδινη χαϊδευτική θάλασσα επάφλαζε γλυκά πάνω στην ακρογιαλιά και τη φιλούσε με φανερή αγάπη, σχεδόν συνειδητή. Τα δένδρα μεγάλα και ωραία ήταν πάνω σε όλη τους την άνθηση, και ψηλά στον ουρανό, αναρίθμητα χελιδόνια με καλωσόριζαν με τις ζωηρές και τρυφερές φωνές τους και θαρρούσες πως ήθελα να προσφέρουν λόγια φιλικά. Το μυρωδάτο χορτάρι έλαμπε με χτυπητά χρώματα. Τα πουλάκια φτερούγιζαν κοπαδιαστά εδώ κι εκεί άφοβα, έρχονταν να καθίσουν πάνω στους ώμους μου, στα χέρια μου και με χτυπούσαν χαρούμενα με τα μικρούλικα φτερά τους που έφρισσαν.
Τέλος παρατήρησα τους κατοίκους της ευτυχισμένης αυτής Γης. Ήλθαν μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν, με φίλησαν. Ω! αυτά τα παιδιά εκείνου του ήλιου πόσο ήταν όμορφα! Ποτέ στη γη μας δεν είδα την ανθρώπινη ομορφιά να φτάσει σ’ αυτή την τελειότητα. Στα παιδιά μας μόνο, και στην τρυφερή τους ηλικία, ίσως θα βρίσκαμε με κάποιους ωχρές αναμνήσεις της ομορφιάς αυτής. Εκείνα τα μάτια έδειχναν την εξυπνάδα, τη γαλήνη, τη φαιδρότητα. Τα λόγια τους ήταν γλυκύτατα στην αθωότητά τους.
Ω! με την πρώτη ματιά τα κατάλαβα όλα, όλα! Ήταν η γη πριν αμαρτήσει ακόμα. Οι αγνές εκείνες ψυχές ζούσαν στον παράδεισο, που όπως λέγει ο παγκόσμιος θρύλος ανήκει στους πρώτους-πρώτους προπάτορές μας: Μόνο που εδώ, όλη η γη, ήταν πέρα για πέρα ένας παράδεισος.
Κι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι με γέλια χαρούμενα μαζεύονταν γύρω μου και με χάιδευαν. Με πήραν στις κατοικίες τους και καθένας τους προσπαθούσε να με καθησυχάσει. Δε με ρωτούσαν. Θαρρούσες πως τα ήξεραν όλα. Δεν ήθελαν τίποτα να τους πω πριν να σβήσει από το πρόσωπό μου κάθε ίχνος πόνου.
Ε! λοιπόν ναι, κόσμε ξεροκέφαλε, έστω, είναι όνειρο μονάχα!… Ωστόσο η αγάπη των αθώων και ωραίων εκείνων ανθρώπων θα’ ναι μαζί μου παντοτινά. Και τώρα ακόμα νιώθω πως η αγάπη τους γεμίζει τον αέρα που αναπνέω. Γιατί τους είδα, τους αγάπησα στ’ αλήθεια θέλοντας και μη, και όταν έγινε αυτό, ω! πόσο υπόφερα!
Ναι, τους κατάλαβα αμέσως• κατάλαβα μάλιστα πως σε πολλά πράγματα εκείνοι δε θα μπορούσαν να με καταλάβουν, γιατί σαν άθλιος Πετρουπολίτης, σαν κοινός και σύγχρονος Ρώσος που είμαι δεν μπορούσα, παραδείγματος χάριν, να καταλάβω, πως, ενώ τα ήξεραν όλα, δεν εγνώριζαν τις επιστήμες μας. Μα δεν άργησα να μαντεύσω πως ό,τι ήξεραν το ήξεραν από διαίσθηση, και πως οι πόθοι τους δεν ήταν όμοιοι με τους δικούς μας. Δεν είχαν επιθυμίες, δε λαχταρούσαν όπως εμείς την επιστήμη της ζωής, επειδή η ζωή τους ήταν τέλεια. Και οι γνώσεις τους ήταν πολύ πιο βαθιές και πολύ ανώτερες από τις δικές μας.
[Σημείωση: Η παρατήρηση αυτή του Ντοστογιέφσκι για τους ανθρώπους του παραδείσου του, ανακαλούν στη μνήμη μου α) του στίχους 218-219 του Ακαθίστου Ύμνου «χαίρε φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα
χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα» και β) τους στίχους του Κωστή Παλαμά: Η φλογέρα του βασιλιά, Λόγος ένατος «Τους φιλοσόφους ασόφους δείχνεις και μωρολόγους των όμορφων παραμυθιών τους ραψωδούς, ω Κόρη»]. Γιατί η επιστήμη μας ζητεί είναι εξήγηση τη ζωή, ν’ αποκτήσει μία επιστημονική συνείδηση της ζωής για να μάθει στους άλλους να ζουν, ενώ σ’ εκείνους δεν τους χρειαζόταν η επιστήμη αυτή, επειδή ήξεραν πώς πρέπει να ζουν κι επειδή το ήξεραν χωρίς να καταφεύγουν στη λογική.
Μου έδειχναν τα δέντρα τους και παραξενεύτηκα για την αγάπη που τους είχαν: ενόμιζαν πως δεν ήταν καθόλου ανώτεροι από τα δέντρα, και ξέρετε, δε θα πέσω ίσως έξω, λέγοντας πως κουβέντιαζαν μαζί τους, και πως είχαν βρει την ομιλία των δέντρων. Έρριχναν σ’ όλη τη φύση το ίδιο αδερφικό βλέμμα κι αγαπιόνταν από τα πιο άγρια ζώα, που τα είχαν νικήσει με την αγάπη τους. Μου μιλούσαν για τ’ άστρα και δεν καταλάβαινα πάντα τι μου έλεγαν, μα είμαι βέβαιος πως επικοινωνούσαν μαζί τους όχι με τη σκέψη αλλά με την ψυχή.
Τι θαυμάσια πλάσματα! δε ζητούσαν μάλιστα ούτε να με κάνουν να τους καταλάβω, αγαπώντας με και χωρίς αυτό. Ήξερα άλλωστε πώς κι εκείνοι δε με καταλάβαιναν. Απόφευγα να τους μιλήσω για τη γη μας. Φιλούσα κάθε ώρα και στιγμή μπροστά τους τη γη που πατούσαν και τους ελάτρευα. Το έβλεπαν κι άφιναν να λατρεύονται χωρίς ψευτοντροπές, γιατί μ’ αγαπούσαν. Και θα μπορούσα, χωρίς να τους κάνω να στενοχωρηθούν, να φιλήσω τα πόδια τους, γιατί μ’ αγαπούσαν! Ρωτούσα τον εαυτό μου καμιά φορά, πώς κατόρθωναν κι απόφευγαν να προσβάλλουν έναν άνθρωπο σαν κι μένα. Και πολλές φορές τον ρωτούσα πάλι, πώς κατόρθωνα εγώ ο καυχισιάρης κι ο ψεύτης να μην τους μιλώ για τη σοφία μου, για την οποία δεν είχαν βέβαια καμιά ιδέα, να μη ζητώ να τους καταπλήξω, ούτε ακόμα, μια και τους αγαπούσα, να τους μορφώσω.
Ήταν χαρούμενοι και ζωηροί σαν παιδιά. Γύριζαν ανάμεσα στα μεγαλόπρεπα δάση, τραγουδώντας ωραία τραγούδια. Έτρωγαν ελαφρά φαγητά, μονάχα καρπούς, μέλι και γαλακτερά, κοπιάζοντας πολύ λίγο για να προετοιμάσουν το φαγητό τους το ίδιο και για τα φορέματά τους δεν δούλευαν πολύ. Ήξεραν τον σαρκικό έρωτα κι είχαν παιδιά μα ποτέ δεν παρατήρησα σ’ αυτούς τις φριχτές ορμές της κτηνωδίας εκείνης που όλους μας και όλες μάς τυραννεί πάνω στη γη μας, και που είναι, σχεδόν η μόνη πηγή όλων μας των αμαρτιών. Χαίρονταν για τις γεννήσεις και πανηγύριζαν σε κάθε γέννα παιδιού, σα να υποδέχονταν καινούργιους συντρόφους στην ευτυχία τους. Ούτε τσακώματα, ούτε ζήλιες! Τα παιδιά ανήκαν σε όλους γιατί όλοι τους μία οικογένεια μόνο έκαναν. Αρρώστιες σχεδόν δεν υπήρχαν. Ήξεραν ωστόσο το θάνατο, μα οι γέροι πέθαιναν ήσυχα, όπως όταν αποκοιμάται κανένας, τριγυρισμένοι από φίλους που τους αποχαιρετούσαν τους ευλογούσαν και τους κατευόδωναν με χαμόγελο. Γιατί δεν έκλαιγαν μπροστά στο θάνατο: ο θάνατος ήταν γι’ αυτούς το ήσυχο τέλος των ήσυχών τους ερώτων. Έχω την ιδέα πως βρίσκονταν πάντα σ’ επικοινωνία με τους νεκρούς τους. Σχεδόν δε με καταλάβαιναν όταν τους μιλούσα για την αιωνιότητα της ζωής. Γιατί ήταν βέβαιοι πως υπάρχει, και δεν ήταν πια πρόβλημα γι’ αυτούς. Δεν είχαν ναούς, αλλά είχαν μία άπειρη φυσική θρησκεία στην οποία προσκαλούσαν όλο το Σύμπαν. Καμιά λατρεία, αλλά η βαθιά εκείνη πεποίθηση ότι: όταν η φυσική τους εξέλιξη θα έφτανε στο έσχατο όριο της τελειότητας, τότε θα γινόταν για τους ζωντανούς καθώς και για τους νεκρούς η ολοκληρωτική κι απόλυτη ένωση όλου του Σύμπαντος. Και περίμεναν τη στιγμή αυτή με χαρά, χωρίς ανυπομονησία, κατέχοντας την κιόλας με τη δύναμη του προαισθήματος.
Το βράδυ, πριν κοιμηθούν, τους άρεσε ένα σχηματίζουν αρμονικούς χορούς, στους οποίους φανέρωναν τις ηδονές του έρωτα, τις ομορφιές της φύσεως, τη γη, τη θάλασσα, το δάσος, αθώα τραγούδια που έβγαιναν από την καρδιά και αγγίζανε την καρδιά. Και σ’ όλη τους τη ζωή δεν έπαυαν ν’ αλληλοκοιτάζονται με αμοιβαία κι εξακολουθητική αγάπη. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω όλο το νόημα των τραγουδιών τους, το μυαλό μου δεν το έφτανε, αλλά η καρδιά μου όλο και πλημμύριζε από αυτό.
Και μια μέρα τους είπα πως από πολύν καιρό είχα προαισθανθεί την ευτυχία τους, πως και στη γη ακόμα την αναπολούσα με τόση λύπη, ώστε μου προξενούσε καμιά φορά έναν ανυπόφορο πόνο, που συχνά τότε δεν μπορούσα να κοιτάξω τον ήλιο χωρίς να κλαίω, πως το μίσος μου για τους ομοίους μου ήταν ανακατωμένο με θλίψη, και πως σκεφτόμουν: γιατί δεν μπορώ να τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ; Γιατί τόση θλίψη μέσα σε τόση αγάπη; Γιατί τόση αγάπη μέσα στο τόσο μίσος;
Μ’ άκουγαν κι έβλεπα καλά πως δεν μπορούσαν να με καταλάβουν. Καταλάβαιναν μόνο πόσο υπόφερα που είχα εγκαταλείψει τους αδερφούς μου. Κι εγώ ο ίδιος μπροστά στα βλέμματά τους τα γεμάτα αγάπη, νιώθοντας την καρδιά μου να γίνεται αγνή και δίκαιη καθώς τη δική τους, δε λυπόμουνα πια που δεν τους καταλάβαινα. Η ολοκλήρωση της ζωής τους με αναγάλιαζε και στεκόμουν σαν σε έκταση μπροστά τους.
Α,!, α! δεν γελούν μαζί μου με βεβαιώνουν πως ποτέ σε ένα όνειρο δεν μπαίνει κανείς σε τέτοιες ψυχολογικές λεπτομέρειες πως φαντάστηκα τις λεπτομέρειες αυτές και πως το όνειρο μόνο συγκεχυμένες εντυπώσεις μπορούσε να μου δώσει. Και τι γέλια μου κάνουν όταν τους βεβαιώνω πως τα πράγματα ωστόσο έγιναν όπως τα λέω! Θεέ μου! Πώς διασκεδάζω τους ανθρώπους!
Ε! Λοιπόν, μάλιστα μόνο από τις εντυπώσεις του ονείρου μου κατεχόμουν αυτές μονάχα έμειναν μέσα στην τραυματισμένη μου καρδιά σαν μία συνταρακτική ανάμνηση. Μάλιστα οι εικόνες και οι μορφές ήταν τόσο αρμονικές τόσο όμορφες και τόσο αληθινές που είναι στ’ αλήθεια αδύνατο να έχω, ξυπνώντας, τη δύναμη να τις εκφράσω με λόγια ωχρά: έπρεπε λοιπόν όλα να σβήσουν από το πνεύμα μου και ίσως ασυνείδητα να είχα φανταστεί τις λεπτομέρειες παραμορφώνοντάς τες βέβαια, προπάντων από την υπερβολική λαχτάρα που είχα να δώσω ίσως όσο μπορούσα γρηγορότερα, το γενικό νόημα όλων αυτών. Μα κατά βάθος γιατί δεν θέλετε να πιστέψετε πως πραγματικά όλα αυτά έγιναν; Θα ταν χίλιες φορές ίσως προτιμότερο, μα θα ταν. Ξέρετε δεν ήταν καθόλου ίσως όνειρο γιατί εδώ μπαίνει στη μέση και ένα περιστατικό που η αλήθεια του είναι τόσο τρομερή ώστε ξεπερνά τα όρια ενός ονείρου. Αν ήταν όνειρο θα είχε γεννηθεί από την καρδιά μου. Μα μόνον η καρδιά μου είχε τη δύναμη να δημιουργήσει την τρομερή αλήθεια που ορθώνεται μπροστά μου; Ω! η καρδιά μου η μηδαμινή ακόμα και μαζί με την εξυπνάδα μου την ανώριμη θα μπορούσε ποτέ να υψωθεί και σε αυτήν την εκθαμβωτική λαμπρότητα της αλήθειας! Κρίνεται μόνοι σας. Σας το έκρυψα ως τώρα μα τέλος πρέπει να σας πω όλη την αλήθεια!
Ακούστε λοιπόν!
ΤΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΡΑ ΟΛΟΥΣ.
Μάλιστα κατόρθωσα να τους διαφθείρω όλους τους.
Το θυμάμαι πολύ καλά αν δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί. Το όνειρό μου βάσταξε δέκα αιώνες. Μα μου άφησε μόνο μία εντύπωση πολύ καθαρή: πως η πηγή της διαφθοράς τους ήμουν εγώ μονάχα! Όλη αυτή η γη που ήταν πριν από μένα ευτυχισμένη κι αγνή κατόρθωσα σε όλη να μεταδώσω το μίασμα, όπως ένα ζωντανό μικρόβιο χολέρας μεταδίδει την αρρώστια σε χώρες ολόκληρες. Ακούγοντάς με έμαθαν να λένε ψέματα, να αγαπούν το ψέμα, να καταλαβαίνουν την ομορφιά.
Αυτό άρχισε σαν αθώα διασκέδαση από μια φιλαρέσκεια από μια ερωτοτροπία. Μα το μίασμα αυτό του ψέματος άρεσε στις αφελείς εκείνες καρδιές. Αμέσως.