Κ. Παυλάκος: Eίναι εγκατάλειψη οικογενειακής εστίας “η πράξη ηρωισμού”

«ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
 Ή ΠΡΑΞΗ ΗΡΩΙΣΜΟΥ;»
[τραγουδά ο σχεδόν αιωνόβιος (1925-2023)  φιλόλογος Στυλιανός Μπέλλος]

Του Κων/νου Β. Παυλάκου,
π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

 

Μια παπαδιά Περατιανή πάει με τους λεβέντες.

Πάει κι ο παπάς από κοντά, πάει παρακαλώντας.

«Γιατί μ’ αφήνεις τα παιδιά, το έρημο το σπίτι;»

– Φωτιά να κάψει τα παιδιά, το έρημο το σπίτι.

Κι εγώ πάω για Λ ε υ τ ε ρ ι ά.

Η Περάτη είναι ορεινό χωριό της Ηπείρου (υψ. 680 μ.) που απέχει 16 χλμ. Δ-ΝΔ από την πόλη των Ιωαννίνων.

Ερώτηση: Μπορεί να κατηγορήσει κάποιος την παπαδιά του τραγουδιού για εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας; Υπό την στενή έννοια, ναι. Υπό την γενικότερη έννοια, όχι. Γιατί στη ζωή, που κατά τον Διονύσιο Σολωμό είναι «μέγα καλό και πρώτο», παρατηρείται και θυσία όχι μόνο της ατομικής ζωής αλλά και προσφιλών προσώπων, προκειμένου να επιτευχθεί πραγματοποίηση άλλων, ανωτέρων σκοπών.

 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

 α) ο βασιλεύς Αγαμέμνων θυσιάζει την κόρη του Ιφιγένεια για να εξασφαλίσει άλλον, ανώτερο σκοπό, τον απόπλουν των ελληνικών πλοίων από την Αυλίδα προς την Τροία (Τρωικός Πόλεμος).

β) Ο βασιλιάς των Αθηναίων Κόδρος αυτοβούλως θυσιάζεται για την πόλη του Αθήνα

γ) Ο Αβραάμ θυσιάζει τον γιό του Ισαάκ για να δείξει ότι υπακούει στο Θεό του.

δ) Ο Γούναρης, που ήταν στην υπηρεσία του Ομέρ Βρυώνη να του κουβαλάει κυνήγια, μαρτυρεί στους Μεσολογγίτες το μυστικό των Τούρκων ότι θα επιτεθούν τα Χριστούγεννα. Όλη του η οικογένεια, που την κρατούσε όμηρο ο Βρυώνης, φονεύεται. [Πρβλ. Το διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Η Θυσία»].

ε) Δολοφονία του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ (5 Μαρτ. 1913) στη Θεσσ/κη

Μετά την κατάληψη της Θεσσ/κης (26 Οκτ. 1912), ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄ είχεν εισέλθει θριαμβευτικώς (29 Οκτ. 1912) και εγκατασταθεί μονίμως εκεί ως ακοίμητος φρουρός της ελληνικότητος της μεγάλης Μακεδονικής πόλεως (η οικογένειά του παρέμεινε στην Αθήνα).
            Η κατάσταση όμως ήταν λίαν τεταμένη: Στη Θεσσ/κη, ύστερα από λίγες ημέρες, κατόπιν συνεννοήσεως με την κυβέρνηση (Ελευθ. Βενιζέλου) και για να αποσοβηθεί άμεση σύγκρουση μεταξύ των συμμάχων, επετράπη σε βουλγαρική μεραρχία να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη όχι προς «συνδιοίκηση», όπως ζητούσε, αλλά μόνο «για να αναπαυθεί» ως φιλοξενούμενη για λίγες μέρες. Οι Βούλγαροι όμως παραβιάζοντας με την πάροδο του χρόνου την αρχική συμφωνία την αύξησαν σε τρεις ολόκληρες μεραρχίες. Βούλγαροι στρατιώτες άρχισαν να λεηλατούν και να δημιουργούν διάφορα έκτροπα μέσα στην πόλη. Εξ άλλου, ο Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος στην 24ωρη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη (αρχές Δεκ. 1912) σε ομιλία του με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ανέφερε ότι «η Θεσσαλονίκη είναι για τους Βουλγάρους, ό,τι η Μέκκα για τους Τούρκους!» (όντως υπερφίαλη στάση).

Στις 5 Μαρτ. 1913 δολοφονείται με περίστροφο από τον Αλέξανδρο Σχοινά ο βασιλεύς Γεώργιος. Η Ελληνική Κυβέρνηση (Ελευθ. Βενιζέλου) είχε βάσιμες πληροφορίες ότι ηθικοί αυτουργοί ήταν Βούλγαροι κομιτατζήδες.

Έτσι το χώμα της Μακεδονίας εκτός από το αίμα χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών (μόνον κατά την μάχη του Κιλκίς εναντίον των Βουλγάρων σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 Έλληνες μαχητές), το χώμα, λοιπόν, της Μακεδονίας ποτίστηκε ΚΑΙ με ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΑΙΜΑ.

 

Η ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ

            Κόρη μεταμφιεσμένη σε άνδρα ζη για μακρό διάστημα με τους Κλέφτες και μετέχει στους πολεμικούς τους αγώνες. Κάποια μέρα όμως εορτάσιμη, κατά την οποία λαμβάνει μέρος σε αθλητικά παιχνίδια μεταξύ των Κλεφτών, διανοίγεται από απότομη κίνηση το ένδυμά της και η κόρη αναγνωρίζεται από νέον κλέφτη. Τότε παρακαλεί το κλεφτόπουλο να μην την προδώσει· του υπόσχεται μάλιστα να παραδώσει σ’ αυτό τα άρματά της, να γίνει σύζυγός του κλπ.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Α΄

Ποιος είδε ήλιο το βραδύ κι άστρι το μεσημέρι,
 ποιος είδε κόρ’ ανύπαντρη να πάει με τους Κλέφτες;
Δώδεκα χρόνους έκανε αρματολός και κλέφτης,
κανένας δεν τη γνώριζε, κανένας δεν την ξέρει.
Μια Κυριακή, μία Πασκαλιά, μια πίσημη ημέρα
πάησαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι·
κ’ η κόρη από τη σφίξη της και από την αντρειά της
έκοψε το θηλύκι της (=κομβιοδόχη) κ’ εφάν’ καν τα βυζιά της·
κι άλλοι το λένε μάλαμα, κι άλλοι το λέν ασήμι,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, μικρό διαβολεμένο:
«Αυτό δεν είναι μάλαμα, δεν είναι κι ουδ’ ασήμι,
μον’ είναι κόρ’ ανύπαντρη π’ ακολουθάει μαζί μας».

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Β΄

Ποιος είδε ψάρι σε βουνό κι αλάφι σε λιμάνι,
ποιος είδε κόρ’ ανύπαντρη μέσα στα παλληκάρια;
Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματολός και κλέφτης,
κανείς δεν την εγνώρισε από την συντροφιά της.
Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίψουν το λιθάρι.
Το ρίχν’ η Χάιδω μία φορά, τα παλληκάρια δέκα·
κ’ η κόρη από τη σφίξη της κι από την εντροπή της
εκόπη το γελέκι της κι εφάνη το βυζί της.
Άλλος το λέγει μάλαγμα, άλλος το λέγ’ ασήμι·
κ’ ένα μικρό κλεφτόπουλο εκείνο τη γνωρίζει:
«κείνο δεν είναι μάλαγμα, κείνο δεν είν’ ασήμι,
κείνο ’ν της Χάιδως το βυζί, της Χάιδως χαϊδεμένης».
-«Σώπα, σώπα κλεφτόπουλο, και μη με μαρτυρήσης,
να σου χαρίσω τη ζωή κι όλα τα άρματά μου».

[Ακαδημία Αθηνών: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (ΕΚΛΟΓΗ), τόμος Α΄, Εν Αθήναις 1962, σελ. 266-267]

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

            Αξιέπαινη η κόρη η ανύπαντρη που πάει με τους Κλέφτες. Πάει με τη θέλησή της και χωρίς να αφήνει πίσω της υποχρεώσεις. Η πράξη όμως της παπαδιάς του δημοτικού τραγουδιού την ανεβάζει σε ανώτερη σφαίρα, αφού και αυτή πάει με τη θέλησή της αφήνοντας όμως πίσω της παιδιά και σύζυγο. Προτάσσει την προσφορά της στην υπόθεση της Λευτεριάς! (Όσο κι αν αυτό παραξενεύει στη συμφεροντολόγα και υλόφρονα εποχή μας).

             Άλλωστε ο ηρωισμός δεν είναι προσφάγι της κάθε ημέρας. Και η Δόξα ποτέ δεν κοιμήθηκε σε μαλακό κρεβάτι