Ηρακλής Φίλιος : Υπάρχει υποκρισία στην εκκλησία;

Στις 14 Ιουνίου 1964, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ έγραφε σε ένα γράμμα προς τους γονείς του: «Αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα σ’ αυτόν τον κόσμο, ξέρετε τί θα Του συνέβαινε; Θα Τον έκλειναν σε ψυχιατρείο και θα Τον υπέβαλαν σε ψυχοθεραπεία και το ίδιο θα έκαναν στους άγιους Του. Ο κόσμος θα Τον σταύρωνε σήμερα ακριβώς όπως το έπραξε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, διότι ο κόσμος δεν έχει μάθει τίποτα πέρα από το να κατεργάζεται ακόμη δολιότερες μορφές υποκρισίας». Αφορμή για τις σημερινές σκέψεις, αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής, το οποίο αναφέρεται στον Φαρισαίο και στον Τελώνη (Λουκ. 10, 14).

Ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, μας δίνει έναν εύστοχο ορισμό για την υποκρισία, την οποία χαρακτηρίζει ως «τέχνη του χυδαίου». Θα μας πει, πως «υποκρισία είναι η προσποίηση της φιλίας ή εχθρότητας που ενεργεί με το προσωπείο της συμπάθειας ή φθόνος, που μιμείται τα χαρακτηριστικά της αγάπης ή βίος που δείχνει να στολίζεται από ψεύτικη και όχι πραγματική αρετή». Ο φαρισαίος της παραβολής δεν είναι αυτό που δείχνει. Θέλει όμως να δείξει αυτό που ενδεχομένως θα ήθελε να είναι, κι εδώ η ψυχολογία θα είχε πολλά να μας πει. Στην περίπτωση του συμβαίνει αυτό που θα έλεγε ο Freud, ότι αυτοθεωρείται καλύτερα από τον άλλον, δηλαδή τον τελώνη. Αυτό όμως είναι μία δική του θεώρηση. Ο τελώνης είναι ένας άνθρωπος που εισπράττει φόρους, ενδεχομένως να κλέβει τις περιουσίες των άλλων. Κι όμως, γνωρίζει ποιος είναι. Χτυπώντας το στήθος του και με επίγνωση της αμαρτωλότητας του, ζητάει από τον Θεό να τον ελεήσει.

Ο φαρισαίος γίνεται τραγικός άνθρωπος. Δεν υποψιάζεται στο ελάχιστο ότι με τις φλυαρίες του, την έπαρση και αλαζονεία του, θέτει τον εαυτό του εκτός δύο σχέσεων. Δεν σχετίζεται με τον τελώνη, και το φωνάζει κιόλας λέγοντας «οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης» (Λουκ. 10, 11), αλλά δεν σχετίζεται και με τον Θεό. Αλλά και να ήθελε να σχετιστεί πρώτα με τον Θεό, πάλι δεν θα σχετιζόταν με τον τελώνη. Θέλω να πω, πως η σχέση με τον Θεό περνάει μέσα από τη σχέση με τον συνάνθρωπο, και το αντίστροφο. Είναι υποκρισία να λες αγαπώ τον Θεό και να κατακρίνεις τον άλλον. Όπως είναι υποκρισία να λες αγαπώ τον άλλον αλλά να συντελείς στη θεοκτονία. Σκοτώνεται ο Θεός;

Κάθε φορά που έχουμε μία λανθασμένη αντίληψη περί Θεού και κάθε φορά που για να υπάρξουμε πρέπει να μην υπάρξει ο άλλος, ναι, τότε «σκοτώνουμε» τον Θεό, θεωρώντας Τον ως ιδέα. Σκοτώνουμε όμως και τον συνάνθρωπο. Με πολύ όμορφο τρόπο, θα πει ο Γρηγόριος Θεολόγος για τη σχέση με τον συνάνθρωπο: «Παρατηρούμε δε ο ένας τις αμαρτίες του άλλου, όχι για να κλάψουμε γι’ αυτούς, αλλά για να κατηγορήσουμε. Ούτε για να θεραπεύσουμε, αλλά για να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο την πληγή και για να έχουμε ως δικαιολογία για τις δικές μας κακίες τα τραύματα του πλησίον».

Κάποτε ο Νίτσε είπε πως θεωρεί απαραίτητο να πλύνει τα χέρια του πριν έρθει σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους. Αν και δεν συμφωνώ σε όλα με τον μεγάλο φιλόσοφο, με αυτά τα λόγια, ο ίδιος ήθελε να καυτηριάσει το γεγονός της θρησκευτικής υποκρισίας, όπως την γνώρισε μέσα από τον ρωμαιοκαθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Είναι αλήθεια, μα περισσότερο γνωστό, πως πράγματι υπάρχει υποκρισία μέσα στην εκκλησία. Η εκκλησία αποτελεί τον πλέον κατάλληλο χώρο όπου κάποιος μπορεί να κρύψει τον υπαρξιακό του εκμηδενισμό, ο οποίος προκύπτει από την θεώρηση του εαυτού του ως του κατεξοχήν ηθικού και ευσεβούς ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι όπως οι άλλοι. Ο υποκριτής δεν δίνει στον Θεό την καρδιά του, αλλά την αρετή του και αυτό είναι φαρισαϊσμός, καταπώς σημειώνει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος.

Η εκκλησία, για τον υποκριτή άνθρωπο, αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο, όπου μπορεί να «παίξει κρυφτό». Γνωρίζοντας, και άλλοτε μη γνωρίζοντας την έλλειψη αυτοσυνειδησίας, σφετερίζεται τη σχέση  του με τον Θεό και ξεγελάει τον συνάνθρωπο του. Αυτό όμως έχει μία υπαρξιακή προέκταση, μία τοποθέτηση του εαυτού του σε σχέση και με τον συνάνθρωπο. Η υποκρισία αρέσκεται να ερωτοτροπεί με την κακότητα, την μνησικακία, τη ζήλεια, το φθόνο προς τον άλλον. Πασχίζει να αυτοϊκανοποιείται και με αλαζονική έπαρση να δείχνει ως η ακραιφνέστερη των όλων φωνή εντός της εκκλησίας. Ο υποκριτής νηστεύει, δεν τρώει λάδι Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά την ίδια στιγμή με την κακότητα και σκληρότητα των λόγων έχει αφανίσει τον άλλον. Διαφημίζει τη σχέση του με το ιερατείο, με τους κληρικούς, με τον Επίσκοπο, τους οποίους πολλές φορές χρησιμοποιεί ως άλλοθι. Μιλάει συνεχώς για την ηθική και την ευσέβεια, αλλά κατηγορώντας και κατακρίνοντας, μετατρέπεται σε ανέραστο ευσεβιστή και ηθικιστή. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με την εξαθλίωση του ανθρωπίνου προσώπου που παύει πλέον να είναι εικόνα Θεού και ο Θεός καθίσταται εικόνα του ανθρώπου. Εντελώς, παράλογη αντιστροφική δημιουργικότητα!

Ο υποκριτής οδηγείται σε πλήρη υπαρξιακά αδιέξοδα. Θέλει να δείξει και να φανεί αρεστός στον κόσμο, στους κληρικούς, στον Επίσκοπο. Το ιερατικό σχήμα εξάλλου, του δίνει αυτό το πλεονέκτημα της εξόδου από την κενότητα της προσωπικής του υπόστασης, όμως δεν πληρώνει τις ελλείψεις και τα κενά του εαυτού του. Νομίζει ότι συγκαταλέγεται στους αρεστούς των κληρικών, του Επισκόπου, θάβοντας την ίδια στιγμή πρόσωπα τα οποία μπορεί ακόμη και να επαινέσει! Δείχνει ότι είναι ένας άνθρωπος της εκκλησίας. Κάνει φιλανθρωπίες, εγκρατεύεται, υπακούει στο γράμμα του νόμου αλλά δεν έμαθε να ερωτεύεται τον Χριστό.

Στις 8 Μαρτίου 1970, ο μακαριστός Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων, εκφώνησε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών μία σημαντική ομιλία με τίτλο «Κατηγορώ την υποκρισίαν». Και ξεκινώντας τον λόγο του, σημείωνε: «Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία. Και ορθώς, σε αυτήν είδε, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικό αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμη της υποκρισίας. Τόσο γι’ αυτόν που τη ζει και την ασκεί, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται. Και είναι επικίνδυνη η υποκρισία, διότι ανταποκρίνεται προς βαθύτατο ψυχολογικό αίτημα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος θέλει να φανεί αυτό που δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του Θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοια και την σωτηρία».

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος