Ηρακλής Φίλιος : Το του έρωτος όνομα μη φοβηθώμεν

filos_hraklis

 

 

 

 

Ο άνθρωπος της μοναξιάς στη σημερινή κοινωνία κι εποχή, ίσως δεν έχει μάθει να αγαπάει. Ίσως επειδή δεν έχει μάθει να δέχεται τον άλλον ως ιδιαίτερη προσωπικότητα και να καρφώνει στο σταυρό της αγάπης, τον εγωισμό του που αναιρεί την εκδήλωση αγάπης. Όμως «ο τις αγαπά, τούτου και αντέχεται πάντως∙ και πάντων των προς τούτο εμποδιζόντων αυτώ καταφρονεί, ίνα μη αυτού στερηθή», όπως γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα «Κεφάλαια περί αγάπης». Έτσι ο άνθρωπος που αγαπά όντως τον άλλον, ανέχεται, συγχωρεί, μετανοεί, χορεύει στις μυρίπνοες κραυγές των λυτρωτικών δακρύων και μαθαίνει να αγαπά τον άλλον γι’ αυτό που είναι.

Οι ψυχές έχουν τη δυνατότητα της μεταμόρφωσης και ανύψωσης. Κι αυτό χάρη στο αυτεξούσιο του ανθρώπου που έχει ροπή προς το καλό ή το κακό. Τις χαρακτηρίζει η τάση προς την αμαρτία, αλλά και η τάση απαγκίστρωσης από την ασχήμια που γεννά η πτώση, η φθορά και το κακό. Οι ψυχές έχουν τη μεταμορφωτική ικανότητα να ξεφεύγουν από το έρεβος των παθών και των αμαρτιών και να ξεπηδούν στο λιβάδι της βίωσης της μέθεξης με το θείο στοιχείο. Εκεί η αμαρτωλή φύση απολαμβάνει οργασμικά αυτή την ταύτιση στο άγιο και υπερβατικό που γεννά μόνο η σιωπή των δακρύων ενός σταυρικού προσωπικού Γολγοθά.

Δεν νομίζω πως υπάρχει ωραιότερη αναφορά στην αγάπη από τον ύμνο της αγάπης του αποστόλου Παύλου. Γράφει λοιπόν ο ίδιος: «Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που δίνει ήχους ή κύμβαλον που βγάζει κρότους. Και εάν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και εάν έχω όλη την πίστη, ώστε να μεταθέτω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Και εάν μοιράσω σε ελεημοσύνες όλη μου την περιουσία, και εάν παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, καμία ωφέλεια δεν έχω. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι γεμάτη από ευμένεια, η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη, η αγάπη δεν καυχάται, δεν είναι υπερήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δεν ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν λογαριάζει το κακό, δεν χαίρει για το κακό, αλλά συγχαίρει στην αλήθεια, όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, ελπίζει για το κάθε τι. Η αγάπη ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει».

Ένα άλλο στοιχείο της ζωής εισέρχεται στο ταξίδι της αυτογνωσίας. Ανεβαίνει και ταξιδεύει σε όμορφες ψυχικές τοποθεσίες και συντροφεύει νου, ψυχή και καρδιά. Δεν περιγράφεται. Αν το περιγράψεις, θα αδικήσεις το όμορφο αυτό συναίσθημα. Αν το ζήσεις, θα διαπιστώσεις. Και φυσικά «η ποιότητα ενός πολιτισμού διακρίνεται από τη στάση του απέναντι στον έρωτα και στο θάνατο», όπως παρατηρούσε ο Γιάννης Τσαρούχης.

Μην σκανδαλίζεστε και μη φοβάστε το όνομα του. Ίσως δεν γνωρίζετε το εκφραστικό του ύψους που έχει ανασκαφεί από τις σελίδες αγίων Πατέρων της εκκλησίας. Ίσως συνδέεται το όνομα του με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Ίσως φοβάστε να ανακαλύψετε μέσα σας αυτό το αναγεννησιακό στοιχείο. Όμως «το του έρωτος όνομα μη φοβηθώμεν», όπως αναφέρει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

Ο έρωτας είναι στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου. Ο Θεός δημιούργησε από έρωτα τον κόσμο, τον άνθρωπο, την κτίση. Σύμφωνα όμως με τους Νεοπλατωνικούς, δεν έχει ο Θεός έρωτα για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για το Θεό, αφού σύμφωνα με τη φιλοσοφία τους τον έρωτα τον έχει εκείνος που δεν είναι τέλειος. Η ερωτική εκστατικότητα του Θεού, νοείται ως αγαπητική κίνηση προς τον άνθρωπο. Όπως γράφει και ο ακαδημαϊκός Χ. Σταμούλης, «είμαστε ως αποτελέσματα της άκτιστης δημιουργικής ενέργειας του τριαδικού Θεού, φτιαγμένοι από πηλό και από αστείρευτο έρωτα. Είμαστε φτιαγμένοι από έρωτα». Στην ορθόδοξη θεολογία ο όρος «έρωτας» έγινε συνώνυμος του όρου «αγάπη». Σ’ αυτό το γεγονός συνέβαλαν δύο Πατέρες της εκκλησίας μας∙ ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγοντας μας ο τελευταίος πως «όθεν ως μεν έρως υπάρχον και αγάπη, κινείται∙ ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτό πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά».

Ο άνθρωπος αγαπώντας τον Θεό με όλη του την ψυχή, δένεται ολοκληρωτικά στο άρμα της θείας εξουσίας και αυτεξουσίως βιώνει κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον, κάτι σαν χάρισμα που εντούτοις καλλιεργείται. Κι αυτό είναι ο θείος έρωτας, όπου ο άνθρωπος αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι στο θέλημα του Θεού και ζει μία ζωή απαλλαγμένη από κάθε κοσμική έννοια. Και η μοναστική – ησυχαστική ζωή που έχει τεράστιο πνευματικό πλούτο και μας ελκύει πολλές φορές, μεταφέρει σε άλλους ουρανούς την ανθρώπινη σκέψη και φυσικά μεταμορφώνει την ανθρώπινη ύπαρξη σύμφωνα με το θείο θέλημα. Να τι μας λέει ο γέροντας Παΐσιος ο αγιορείτης για τον θείο έρωτα: «Ο θείος έρως είναι κάτι ανώτερο από την αγάπη για το Θεό. Είναι τρέλα. Αγάπη – έρως – τρέλα, όπως φθόνος – μίσος – φόνος. Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και ενώνεται με τον Θεό». Για τον Νικόλαο Καβάσιλα, ανώτερος είναι αυτός ο έρωτας προς το Θεό. Γράφει

Κάνοντας μία ανασκαφή στους πολύτιμους λόγους των Πατέρων και εραστών του θείου κάλλους, πλησιάζουμε να ανακαλύψουμε την ταυτότητα του έρωτα. Πολύ σοφά ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, γράφει πως «τον έρωτα, είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είποιμεν, ενωτικήν τινά και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν». Είναι λοιπόν μία δύναμη συνεκτική ο έρωτας. Κι εκείνος που είναι ερωτευμένος, «το του φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται και τούτο ένδον ενηδόνως περιπτύσσεται ο τοιούτος», σύμφωνα με τους λόγους του Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να μας φοβίζει το όνομα του έρωτα, αφού συνηγορεί και ο ιερός Χρυσόστομος προς αυτό, λέγοντας μας πως «ο Θεός του έρωτας τούτους εγκατέσπειρε». Οι ανέραστοι μιας άλλης ειδωλολατρικής θεολογίας, σταύρωσαν τη μεθυστική φορά για τελειότητα, στη λήθη μιας νεκρής αντίληψης και θεώρησης. Στον εαυτό τους είδαν φαντάσματα που κυνηγάνε κάθε προοπτική αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοπεριχώρησης. Έτσι η αναστάσιμη πλήρωση έρημων και διψασμένων ψυχών άργησε να έρθει ή ήρθε ως προδομένη ελπίδα μιας θεολογίας που «σκότωσε» το Θεό. Πολύ εύστοχα ο Nietzsche σημειώνει πως «ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως εκφυλίστηκε σε ελάττωμα».

Το ευσεβιστικό στοιχείο της εκκλησίας είναι εκείνο που ερήμωσε τις ζωές των άλλων και αποπροσανατόλισε τον άνθρωπο από την αισθητική του πνεύματος και της ανθρώπινης ερωτικότητας. Απόρροια αυτής της πνευματικής αφαίμαξης υπήρξε η δημιουργία του ανέραστου ανθρώπου που αρνήθηκε την οντολογική υπόσταση του έρωτα, ο οποίος «εμφωλεύων τη φύσει και λανθάνων ημάς, συμπλέκει ταύτα τα σώματα», κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Αυτή λοιπόν η θεολογία της άρνησης ενσαρκώνει κάθε τι ανόσιο, τραυματίζει τη σύγχρονη ζωή και θεολογία και σκοτώνει τον έρωτα. Οι ηθικιστές αδυνατούν τόσο να κατανοήσουν, όσο και να εμπνευστούν από την οντολογία του. Τον απομονώνουν, περιορίζουν και κάνουν λόγο για ξερίζωση των παθών. Στην πατερική θεολογία δεν συναντάται κάτι τέτοιο. Απεναντίας η ίδια κάνει λόγο για μεταμόρφωση των παθών σε αγαπητικό ήθος. Ο άνθρωπος αντί να γνωρίσει, ψηλαφίσει και βιώσει το ερωτικό στοιχείο στη ζωή του, κατάφερε να γίνει ανέραστος. Αρνήθηκε όμως έτσι την ίδια τη ζωή, την ίδια τη φύση του. Υποτίμησε το Θεό, τον εαυτό του, τον ίδιον τον κόσμο. Έτσι ο έρωτας στο διάβα της ζωής φορτώθηκε την ενοχή και ως απαγορευμένος καρπός απώλεσε την αισθητική ωραιότητα της φύσης του.

Η ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή ουδέποτε αρνήθηκε το αυτονόητο. Ουδέποτε ενοχοποίησε τον έρωτα, το σώμα, την ηδονή. Αντίθετα κινήθηκε στον αγιασμό τους υπό τις κατάλληλες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Η αισχύνη μεταμορφώθηκε σε σάρκωση κάθε τι άγιου που προσφέρει η ερωτική κοινωνία δύο ανθρώπων.

Ο έρωτας ενοχοποιήθηκε αφού συνδέθηκε με τη σεξουαλικότητα, το σώμα, την πτώση, το κακό. Το σώμα όμως που σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο είναι «ναός του αγίου Πνεύματος» είναι ιερό και δεν αντιμετωπίζεται ως φυλακή της ψυχής όπως θεωρούσε ο Πλάτων. Η ψυχή και το σώμα είναι μία ενιαία οντότητα για την ορθόδοξη ανθρωπολογία. Ο λουθηρανός θεολόγος και επίσκοπος Eduard Lohse, γράφει: «Ούτε αντιπροσωπεύει ο Παύλος μία δυαρχική άποψη περί του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία ξεχωρίζουν μεταξύ τους ένα ανώτερο και ένα κατώτερο, η ψυχή και το σώμα. Ούτε συμμερίζεται τη διαδεδομένη μέσα στον ελληνιστικό κόσμο άποψη πως το σώμα είναι το γήινο σκεύος μιας αθάνατης ψυχής…ο απόστολος απεναντίας βλέπει τον όλο άνθρωπο, με σώμα και ψυχή σαν θείο δημιούργημα».

Το δαιμονικό στοιχείο του έρωτα εντοπίζεται στην αλλοίωση της φύσεως του και στην άλογη χρήση του, δηλαδή στην πορνεία. Στην περίπτωση αυτή κάθε κυριαρχική βλέψη και κτητικότητα, σκοτώνει τον διαπροσωπικό έρωτα, υποβαθμίζει τη σημασία του προσώπου του άλλου και εκμηδενίζει κάθε στοιχείο για ολοκλήρωση, συνύπαρξη και ενσωμάτωση. Η αποϊεροποίηση του έρωτα δεν είναι φαινόμενο μόνο της σύγχρονης εποχής. Ανέκαθεν ο άνθρωπος της διαστροφής σκότωνε τη δυνατότητα για εξύψωση αυτού του ευαίσθητου και όμορφου συναισθήματος, στο εγώ του έπνιγε την κοινωνία προσώπων στην κτητικότητα και αφαρπαγή της προσωπικής μαρτυρίας και τη βύθιζε στη μηδενισμένη ζωή, αφού έσβηνε από την ψυχή του τη δημιουργικότητα και λύτρωση μέσα από τον σεβασμό του άλλου, της ψυχής και του σώματος του.

Ο έρωτας όταν συνάντησε τη βιαιότητα και την ασχημοσύνη, έπαψε να λειτουργεί ως συστατικό στοιχείο της αγαπητικής συνύπαρξης και επιβλήθηκε ως θάνατος στον ερωτισμό της ψυχής. Σε ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο, στη Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων, διαβάζουμε πως «η δε του θανάτου οδός εστίν αύτη, πρώτον πάντων πονηρά εστί και κατάρας μεστή φόνοι, μοιχείαι, επιθυμίαι, πορνεία…». Όταν λοιπόν η ερωτική σχέση απελευθερώνεται από κάθε δαιμονικό στοιχείο και βιώνει την ελευθερία της στην αισθητική της πνευματικής αγάπης, τότε αποκτά την ταυτότητα της που της επιτρέπει να κινείται μέσα σε ένα αγιοπνευματικό υπαρξιακό βάθος, απαλλαγμένη από τη βρωμερή διαστροφή που βαφτίζει το παρά φύσιν ως κατά φύσιν.

«Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις…». Με αυτά τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη, αντιλαμβανόμαστε πως οι πιο όμορφες λέξεις της ζωής ενοχοποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε ελάττωμα. Θέλω να πω πως ο έρωτας εμπεριέχει το στοιχείο της ηδονής. Η ίδια είναι μέσα στη φύση του. Δεν είναι αμαρτία. Και φυσικά δεν πρέπει να καταπολεμηθεί σαν κάτι το ανίερο. Είναι βίωμα που όταν προέρχεται από το σεβασμό στο πρόσωπο του άλλου, τότε έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις να ανάγει την οντολογική του φύση στο αγιοπνευματικό στοιχείο της ζωής.

Είναι άλλο η βίωση της ηδονής ως αυτοσκοπός, κάτι που καταντά ακόρεστη επιθυμία και κατάργηση της έννοιας του έρωτα των ψυχών, και άλλο η ηδονή ως βίωμα στη συνύπαρξη και κοινωνία των προσώπων. Όταν η ηδονή γίνεται αυτοσκοπός, η αγάπη νοσεί, γιατί καταργεί την ψηλάφιση και αναγνώριση του προσώπου του άλλου. Και φυσικά αυτόματα καταργεί τον έρωτα των ψυχών, παρακάμπτοντας αυτή την απόλαυση για ταύτιση με τον άλλον, έχοντας ως σκοπό μόνο την ηδονή των σωμάτων. Η ηδονή ως αρετή συναντάται στον Αρίστιππο που φιλοσοφούσε πως «η ηδονή δι’ αυτήν αιρετή και αγαθόν». Έτσι για εκείνον η ηδονή είναι αυτή καθ’ αυτήν προτιμητέα και αγαθό, ανεξάρτητα από τα αντικείμενα και τις πηγές από τις οποίες προέρχεται. Από την άλλη ο Επίκουρος αναφέρεται σε μία άλλη διάσταση της ηδονής, λέγοντας πως η ίδια είναι «αρχή και τέλος του μακαρίως ζην…πρώτον αγαθόν τούτο και σύμφυτον…πάσα ουν ηδονή αγαθόν..καθάπερ αλγηδών πάσα κακόν». Αν και οι δύο φιλόσοφοι κάνουν λόγο για την ηδονή, ο Επίκουρος πρότασσε τις πνευματικές ηδονές.

Ο Δανός φιλόσοφος Soren Kierkegaard, αναφερόμενος στον «αισθητικό άνθρωπο» που είναι εκείνος ο οποίος ζει αποκλειστικά τις στιγμιαίες απολαύσεις των ηδονών, φιλοσοφεί λέγοντας πως καμιά ηδονή δεν διαρκεί για να δώσει περιεχόμενο στην ύπαρξη του αισθητικού ανθρώπου και πως διαρκεί ελάχιστα και αυτό τον αναγκάζει να αναζητήσει κάποια άλλη ηδονή. Έτσι μας λέει ο Kierkegaard, το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο, δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Το αποτέλεσμα όπως μας εξηγεί ο ίδιος ο φιλόσοφος είναι η εμπειρία της απελπισίας που τον οδηγεί τελικά στο επόμενο στάδιο που είναι το ηθικό. Τον οδυνηρό χαρακτήρα της ζωής, σκιαγραφεί ο Ιταλός ποιητής και φιλόσοφος Giacomo Leopardi, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος νιώθει μια έμφυτη και απεριόριστη επιθυμία για την ηδονή. Δεν βρίσκει όμως – κι αυτό κατά καιρούς – παρά μόνο μια ηδονή πεπερασμένη.

Ο όρος ηδονή ίσως να σας φανεί απαγορευμένος όρος στον ορθόδοξο ανθρωπισμό. Τελικά είναι έτσι; Είναι όντως ένας ακόμη απαγορευμένος καρπός; Ας εντρυφήσουμε στη σοφία των Πατέρων. Για το Μεθόδιο Ολύμπου, τον Βασίλειο Αγκύρας και τον ιερό Χρυσόστομο, ο έρωτας και η ηδονή είναι μέγα μυστήριο, έχουν δηλαδή άρρητη δύναμη, διότι αναστατώνουν τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Μία άποψη ισχυρίζεται ότι σκοπός της ηδονής δεν είναι η ηδονική κοινωνία, η «αναγνώριση» του προσώπου, ο έρωτας που σε κάθε περίπτωση αποτελεί αμαρτία και πληγή στο πρόσωπο του Θεού. Κι όμως. Τη θέση αυτή μάχεται και αντικρούει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που αναφερόμενος στο μυστήριο του γάμου, θα μας πει πως «εδόθη μεν ουν και παιδοποιίας ένεκεν ο γάμος∙ πολλώ δε πλέον υπέρ του σβέσαι την της φύσεως πύρωσιν». Επίσης ο Βασίλειος Αγκύρας χωρίς καμία συστολή σημειώνει τα εξής: «ίνα τη ενούση αυτώ ηδονή μαγγανεύον το άρρεν, ου δια την παιδοποιίαν μόνον, αλλά και δι’ αυτόν τον της μίξεως οίστρον, υπερμαχούν αυτώ έχη το άρρεν».

Στην ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα ο έρωτας ωριμάζει και αναδεικνύεται έτσι η ιερότητα και το πνευματικό του βάθος. Και όταν ο άνθρωπος σέβεται τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο του η αγάπη και ο έρωτας με κάθε εκφραστικό του στοιχείο, αποτελούν βίωση πνευματικής ανάτασης. Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, σε εισήγηση του αναφέρει πως «η διαφορά με την σύγχρονη πραγματικότητα της βιώσεως του ηδονισμού είναι ότι σήμερα η ηδονή αφ’ ενός μεν χωρίζεται από τις ψυχικές ηδονές, και παραμένει μόνο στον κόσμο των σωματικών αισθήσεων, αφ’ ετέρου δε δεν είναι απόρροια και προϊόν μιας γνωσιολογικής θεωρίας και ενός φιλοσοφικού συστήματος, αλλά καρπός μιας αισθησιακής απολαύσεως, χωρίς στοχασμούς και οραματισμούς».

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε προσωπικότητα. Άλλοι συνηθίζουν να εργάζονται στην τελειωτική εκτίναξη της αγάπης μέσα από το σεβασμό στο Θεό και το συνάνθρωπο και άλλοι στην αναίσθητη απογύμνωση του σώματος και ερήμωση της ψυχής. Είναι εκείνοι που «θάβουν» την ψυχή στα χαλάσματα της υπαρξιακής τους ουτοπίας, ανασταίνοντας την ευκαιριακή ηδονή του σώματος. Είναι όσοι ξέχασαν πως είναι να αγαπάς. Το Θεότο συνάνθρωπο τον εχθρό τον άνθρωπο τους. Μόνο που η επόμενη μέρα, επαληθεύει με τον πιο τραγικό τρόπο τις κραυγές αγωνίας για το αναπάντεχο, το ανεκπλήρωτο, το αιώνιο. Ίσως αυτό να αναστατώσει την ακόρεστη δίψα για κτητικότητα στην αγάπη και τον έρωτα. Και ίσως τότε να μάθουμε να αγαπάμε. Ίσως να μην λησμονήσουμε να ερωτευτούμε ψυχές, ίσως να μην σκοτώσουμε τον εαυτό μας στη γύμνια του σώματος. Ίσως . . .

 

 

.