Ηρακλής Φίλιος : Θεέ μου είσαι αδυσώπητος

iisous xristos

Η ζωή έχει πολλές αλήθειες. Σε πολλά θέματα. Θέματα βίου, αγώνων, δοκιμασιών. Η γέννηση φέρνει το θάνατο κι ο θάνατος τη γέννηση. Ο έρωτας φέρνει τον θάνατο κι ο θάνατος τον έρωτα. Η οδύνη φέρνει την ηδονή και η ηδονή την οδύνη.Χαρά στη γέννηση μα συνάμα και στο θάνατο! Χαρά στην ηδονή μα και στην οδύνη! Ο Θεός όμως πως μπορεί να αποτελεί μέρος αυτής της λύπης; Μπορεί να υπάρξει αδυσώπητος, βγαίνοντας από τη βεβαιότητα της ύπαρξης Του;

Κάποτε έζησε ένας άνθρωπος, χοϊκός, αμαρτωλός, με φοβερό σαρκικό πόλεμο. Υπήρξε μοναχός. Κι όμως πάμπολλες φορές το σώμα του δεχόταν πειρασμούς που τον αποσπούσαν από την προσευχή και την ασκητική ζωή.Κι αυτό παρά το γεγονός ότι επέλεξε την άγια ασκητική ζωή, την όντως ζωή, αφοσιωμένος ο ίδιος στην προσευχή, την υπακοή, το κομποσχοίνι.Πολλές φορές κίνησε να ικανοποιήσει τις σαρκικές του ανάγκες. Πολεμήθηκε για πολλά χρόνια. Όσο πλησίαζε στη θέα του άρρητου και άδηλου κάλλους, τόσο ένιωθε να απομακρύνεται ταυτόχρονα. Σαν να πλησίαζε το χρονικό του εαυτό στο άχρονο και υπερβατικό και ταυτόχρονα να επέστρεφε στην αθλιότητα του εαυτού που του υπενθύμιζε πως μόνο το έλεος του Θεού σώζει τον άνθρωπο. Αλλά κι αυτό τον άφηνε ανικανοποίητο. Ένιωθε σαν να μην είχε φτάσει ούτε με ένα βήμα ψυχής και σκέψης τον Θεό. Σαν να μην συνάντησε ποτέ στην ασκητική του ζωή το φίλημα της πνευματικής ανάσας. Μα κι αν το γεύτηκε, σώπασε. Απότομα και άχρονα. Αφήνοντας τον μόνο, «μονώτατο» όπως διαβάζουμε στο Γ’ Βασιλειών.

Έτσι αισθανόταν την αναξιότητα του κι ας τον χαρίτωνε ο Θεός. Ο ασκητής ήταν αμετανόητος. Θλιβόταν για τις πτώσεις του. Τι κι αν έκανε δέκα βήματα προς τον Θεό; Τι κι αν αφιέρωσε ψυχή και σώματι στην αγάπη του Θεού; Μία σκέψη, μία αμαρτία, μία πτώση, ένας χωρισμός από την πηγή ζωής, τον έριχνε, τον κομμάτιαζε, τον συνέθλιβε, τον τάραζε, τον απογοήτευε και τον θύμωνε. Έκλαιγε κι έκλαιγε για τις αποτυχίες του. Βούρκωνε γιατί είχε εναποθέσει το νου του, την καρδιά του, την ψυχή του, τη θέληση του, τον χρόνο του, τον τόπο του, τα σχέδια του, τα όνειρα του, τη ζωή του εν τέλει αποκλειστικά στον Τριαδικό Θεό και την αγάπη του. Και τον αγώνα που έκανε τον έκανε για Εκείνον. Όμως Εκείνος αλύπητος, αδυσώπητος, ασυγκίνητος, ανέκφραστος, άφαντος, απαρουσίαστος. Κι όμως Ων. Πώς γίνεται να υπάρχει και να μην υπάρχει; Να σαρκώνεται και να δείχνει άσαρκος; Οι προσευχές του ασκητού ατελείωτες. Με θρήνο. Ακατάπαυστο θρήνο. Θρήνο και πόνο. Πόνο ψυχής. Είστε έτοιμοι αλήθεια να τον αντέξετε; Τον έχετε ζήσει; Τον έχετε εναποθέσει σε κάποιον αυτόν τον πόνο;

Εκείνος τον είχε ακουμπήσει στον Δημιουργό του. Τον Θεό. Κι ο Θεός τον εγκατέλειψε. Σαν να πρόδωσε τον αγγελικό αυτό τω σχήματι έρωτα με το δημιούργημα του. Με την χοϊκή αυτή σκόνη που φυσώντας εξαφανίζεται σαν ένα τίποτε από την ιστορία της ζωής. Αμετανόητος εραστής του θείου κάλλους και του μεταμορφωτικού φωτός που αναστάσιμα πραγματώνει την αιώνια ζωή και δεν την υπόσχεται απλά. Εραστής της αγάπης του Θεού. Όπως οι μεγάλοι ασκητές της ερήμου, τα θεία πρόσωπα των Ιερών Μονών, οι θεοφόροι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, οι μάρτυρες των βασανιστικών μαρτυρίων. Κι ο Θεός; Γιατί δεν τον άκουγε; Μα η πίστη του ασκητού μεγάλη, επίμονη, υπομονετική. Τι άλλο θα μπορούσε να προστεθεί στα χαρίσματα του ώστε να τον δοκίμαζε τόσο ο Θεός της αγάπης;

Ήρθε και η στιγμή που λύγισε. Ευλογημένη στιγμή. Στιγμή αγάπης. Όχι ανυπακοής. Αγάπης. Γιατί απογοητεύεσαι από εκείνον που αγαπάς; Εκείνον που εμπιστεύεσαι, εκείνον στον οποίο έχεις εναποθέσει τις ελπίδες σου; Από τον αδιάφορο τι απογοήτευση να λάβεις; Έτσι κι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Δεν άντεξε και αναφώνησε: «Είσαι αδυσώπητος». Έκρηξη πίστης. Έκρηξη προσμονής. Έκρηξη ελπίδας. Όχι άρνησης και απιστίας. Και τότε κάτι ένιωσε μέσα του. Ξαφνικά είδε τον Χριστό. Κι όλα άλλαξαν. Ηρέμησε. Ανακουφίστηκε. Παρηγορήθηκε. Και μετά; Μετά τι; Μαρτυρούσε σε όλους πως «ο Θεός αγάπη εστί». Άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου. Και για να καταστεί άγιος του Θεού, συνέβη στη ζωή του αυτό που περιγράφει ο Νίτσε, ότι δηλαδή «πρέπει να υπάρξει κάποιος για πολύ καιρό νύχτα, εάν θέλει να γεμίσει ένα αστέρι».

Αυτή την αγωνία του αγίου Σιλουανού, αυτή τη φωναχτή σιωπή που δεν γινόταν άλλο πια και βύθιζε τον καημό του ολοένα και βαθύτερα φτάνοντας σε απερίγραπτες και πρωτοφανείς καταστάσεις που δεν μπορούσε να κατανοήσει, αυτά τα δικαιολογημένα «γιατί» που ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν φαινόταν να έχει τη διάθεση να απαντήσει, όλες αυτές τις δικαιολογημένες αγωνίες έζησαν άγιοι άνθρωποι, ενάρετοι και με πνευματική τρέλα. Ο γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ δεν διστάζει να παλέψει με τον Θεό και με πείσμα να αναφωνήσει: «…βρίσκομαι σε διαρκή πάλη για την εσωτερική μου ελευθερία, σε συνεχή αναζήτηση λύσεως πολλών αντιφάσεων και αποριών… Κάποτε προσεύχομαι με ήρεμο θρήνο, συχνά όμως ως παράφρων παλεύω, επιμένω, απαιτώ, ερίζω, σχεδόν γίνομαι βλάσφημος. Παρόλο τον θεομάχο χαρακτήρα της ζωής μου, αγαπώ τον Θεό ως τα έσχατα της υπάρξεως μου και αφήνω σε Αυτόν την τελευταία κρίση, γιατί Αυτός διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου… Παλεύω με τον Θεό, ερίζω μαζί Του, τον στενοχωρώ με την θρασύτητα μου στην πάλη για τα πεπρωμένα των ανθρώπων αλλά τελικά όποια κι αν είναι η μοίρα όλης της ανθρωπότητα , όλου τού κόσμου, όλης της κτίσεως, τον Θεό αγαπώ με μοναδική, αληθινή και αιώνια αγάπη».

Αυτή η επιμονή και απαίτηση του γέροντος Σωφρονίου δεν είναι τίποτε απολύτως παραπάνω από τους λόγους του Χριστού, ο οποίος μας λέει «αιτείτε και δοθήσεται υμίν∙ ζητείτε, και ευρήσετε∙ κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Κι ο Χριστός; Πάλι αδυσώπητος; Που είναι η φιλανθρωπία; Που είναι η ευαισθησία; Που είναι η «επί γης ειρήνη» και η «εν ανθρώποις ευδοκία»; Αυτός είναι ο Θεός της Σταύρωσης και της Ανάστασης; Ο Θεός που πονά, αγωνιά στον κήπο της Γεθσημανή, λυγίζει στο Σταυρό και δακρύζει; Ο Θεός που ως Λόγος ντύνεται τη σάρκα, τον πόνο της, τη ροπή προς τη λύπη, την αγωνία, την ανησυχία, αλλά δεν πάσχει στο ανθρώπινο πάθος; Ο Θεός που σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία, το ιδιαίτερο προνόμιο της αυτεξουσιότητας, αλλά όταν ο άνθρωπος του ζητά επίμονα και σταθερά να εισέλθει στην ελευθερία του, Εκείνος σιωπά;

Με τραγική αγωνία ο ιερός υμνωδός απευθυνόμενος στον Θεό, γράφει στους Ψαλμούς του: «Έως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; Έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπον σου απ’ εμού; Έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας τν καρδία μου ημέρας και νυκτός;». Και ταυτόχρονα συνεχίζει δηλώνοντας την πίστη πως μόνο το έλεος του Θεού σώζει (κάτι που τονίζει σε όλους τους ψαλμούς), λέγοντας μας «εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα, αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τω σωτηρίω σου∙ άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντί με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου».
Ο άνθρωπος και ιδίως εκείνος της σύγχρονης εποχής κάθε μέρα δοκιμάζεται. Δοκιμάζεται η υπομονή του και γεύεται περισσότερες θλίψεις παρά χαρές. Δεν υπάρχει σπίτι που να μην κουβαλάει στους ώμους του τον δικό του σταυρό. Και σταυρός δεν είναι μόνο οι οικονομικές δυσκολίες της εποχής μας, αλλά κάθε τι που εμποδίζει τον άνθρωπο να νιώσει γνήσια και κρυστάλλινη χαρά. Ακόμη και μικρές χαρές πλέον εκεί όπου κάποτε υπήρξαν οάσεις δροσιάς για την ψυχή του, πλέον έχουν καταντήσει μη μετρήσιμες και υπολογίσιμες.

Ο σύγχρονος άνθρωπος ζητάει από τον Θεό να εισακουστεί και από τους διακόνους του να τον καθοδηγήσουν στα αναπάντητα μονοπάτια των ερωτημάτων του. Τις περισσότερες φορές δεν απαντάει. Άλλοτε δείχνει τους δρόμους. Άλλοτε στέλνει ανθρώπους στο δρόμο μας. Όπως και να έχει, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος απαντά στο γιατί ο Θεός δεν απαντά κάποιες φορές στα όσα του ζητούμε. Μας λέει λοιπόν πως αυτό συμβαίνει «ή διότι το ζητούν πριν από τον καιρό που πρέπει, ή διότι το ζητούν ενώ είναι ανάξιοι και με κενοδοξία, ή διότι αν το έπαιρναν, θα υπερηφανεύονταν, ή θα αμελούσαν μετά την απόκτηση εκείνου που ζήτησαν». Βέβαια ο άνθρωπος της απόγνωσης στην προσπάθεια του να βάλει Χριστό στη ζωή του, δεν καταφέρνει πάντοτε να παραμένει δυνατός. Αναφωνεί λοιπόν συχνά με καημό όπως ο ιερός υμνωδός: «εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσι μου την στρωμνήν μου βρέξω». Ερμηνεύοντας τη σιωπή του Θεού, ο γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ σημειώνει τα εξής αφυπνιστικά λόγια: «Πολλοί εκλαμβάνουν τη σιωπή Του ως ένδειξη τού ότι ο Θεός ”δεν υπάρχει”, ”πέθανε”. Αν όμως σκεφτόμαστε σε ποιά θέση φέρνουμε το Θεό με τα πάθη μας, τότε θα βλέπαμε ότι Αυτός δεν έχει άλλη επιλογή, παρά μόνο να σιωπήσει. Μας αφήνει να πορευτούμε στους πονηρούς δρόμους μας και να θερίσουμε τους καρπούς των προσωπικών μας αμαρτιών. Αν όμως στραφούμε προς Αυτόν με μετάνοια, τότε έρχεται γρήγορα, γρηγορότερα από όσο περιμέναμε».

Ένας σύγχρονος άγιος ο άγιος γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης που προσέφερε πολλά στις αγωνίες των ανθρώπων επί της γης, κάνει λόγο για το θέμα αυτό και μας λέει με το δικό του ήσυχο τρόπο: «Όταν ο Θεός δεν μας δίνει κάτι, που επίμονα του ζητούμε, τότε δύο πράγματα μπορούν να συμβαίνουν: Ή δεν μας το δίνει για το καλό μας, ή εμείς δεν ξέρουμε πως και πότε να του το ζητήσουμε, χωρίς να αποκλείεται να συμβαίνουν και τα δύο μαζί. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το γιατί. Και τούτο, διότι είναι ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου! Γι’ αυτό σιωπώ. Για την δεύτερη, όμως, περίπτωση, θα μπορούσα να σού πω πάρα πολλά. Πρώτα-πρώτα, όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό δεν πρέπει να στυλώνουμε τα πόδια μας και να του λέμε: Τώρα θέλω αυτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δεν είναι μόνον απαράδεκτον, αλλά αποτελεί και μεγάλη ασέβεια προς τον Δημιουργό μας. Ποιός είσαι εσύ, ή αν θέλεις, ποιός είμαι εγώ, που μπορώ να ζητήσω απαιτητικά κάτι από τον Θεό μας και μάλιστα να του προσδιορίσω και τον χρόνο χορηγήσεώς του;».

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, άγιος Σιλουανός Αθωνίτης, επίσκοπος AnthonyBloom, Γκλεμπ Ποντμοσένσκι (μετέπειτα άγιος Γερμανός), π. Σεραφείμ Ρόουζ, ιερός Αυγουστίνος, όσιος Ιερώνυμος. Άλλοι αρνήθηκαν τον Θεό και μεταστράφηκαν. Άλλοι βαφτίστηκαν εκ νεότητος χριστιανοί, στο δρόμο παρέκλιναν, μετανόησαν και αγίασαν. Άλλοι κυλίστηκαν στις ακόρεστες ηδονικές απολαύσεις, μετανόησαν, ιερώθηκαν και αγίασαν. Άλλοι τα έβαλαν με τον Θεό και τον χαρακτήρισαν «αδυσώπητο». Όλοι όμως ό,τι κι αν έκαναν στη ζωή τους, ό,τι κι αν υπήρξαν, ό,τι κι αν πρέσβευαν, όσες απολαύσεις κι αν έζησαν, σώθηκαν. Χάριν ελέους Θεού. Ενός Θεού Τριαδικού, φιλοσοφούμενου, αδυσώπητου.

ηρακλής φίλιος
([email protected])