Ηρακλής Φίλιος: Ταξίδι αυτοανακάλυψης

filos_hraklis

 

 

 

Κάποτε ο Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος Γκαίτε, διατύπωσε την άποψη πως «ο άνθρωπος δεν είναι ότι γεννιέται, αλλά ότι γίνεται». Και στο ταξίδι αυτό της ανθρώπινης πορείας στο διάβα της ιστορίας, ο άνθρωπος εξελίσσεται και μέσα από το ταξίδι του μαθαίνει να πιστεύει και να απιστεί. Να γνωρίζει και να αμφισβητεί. Σίγουρα όμως να αυτοανακαλύπτεται.

Ο Χριστός στο ευαγγέλιο της Κυριακής είπε στους μαθητές του «ελάτε, ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Η κλήση αυτή των μαθητών από τον Κύριο τους και Θεό τους, δεν είχε σκοπό τον προσηλυτισμό ούτε φυσικά τη δημιουργία ξεχωριστής κοινωνικής κάστας με δικά της ιδιόμορφα κριτήρια. Η παγκοσμιότητα του Θεού αγκαλιάζει κάθε φυλή, κάθε έθνος, κάθε άνθρωπο με ξεχωριστές πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η κλήση αυτή των μαθητών αφορούσε το «ψάρεμα» ανθρώπινων ψυχών. Την εμπέδωση του καινού ευαγγελικού μηνύματος που εξαιτίας της υπερβατικότητας του, εγκαινιάζει έναν πρωτόγνωρο κόσμο όπου ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ζει ως αγαπητική κοινωνία με το Θεό και το συνάνθρωπο του. Αυτή ακριβώς η υπερβατικότητα εντοπίζεται στο αναστάσιμο της ζωής του Θεανθρώπου που καλεί τον άνθρωπο να γίνει κατά χάριν Θεός, να σώσει την ψυχή του και να βιώσει την ηδονική θέα του παραδείσου ως επίγεια μα και ουράνια ζωή.

Ανέκαθεν ο άνθρωπος ως κυρίαρχος στην κτίση και την ιστορία, διαμόρφωνε πάντοτε εκείνες τις πρακτικές που του επέτρεπαν άλλοτε να ξεχνά τον Θεό και άλλοτε να θεωρεί τον εαυτό του με μία εσχατολογική αναφορά στη βάση της βιβλική ρήσης του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση». Προικισμένος με νου και βούληση, αφού κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό «το μεν γαρ κατ’ εικόνα το νοερόν δηλοί και αυτεξούσιον», ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να σκέφτεται και να αποφασίζει ελεύθερα στη ζωή. Αυτή η  οντολογική και άρρηκτη ενότητα λογικού και αυτεξούσιου έχει τις ρίζες της στην στωική ελληνική σκέψη αφού κατά τον νεωπλατονικό φιλόσοφο Πλωτίνο «εν νω μόνω νοούντι το αυτεξούσιον». Μόνος λοιπόν σε σχέση με τα υπόλοιπα δημιουργήματα του Θεού, ο άνθρωπος έχοντας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη λογική του (όχι ως θεοποιημένο νου), μπορεί να πλησιάσει τον Θεό (όχι στην ουσία Του αλλά να Τον «κατανοήσει» μέσω των ενεργειών Του στην κτίση και την ιστορία όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος), και να γίνει κατά χάριν Θεός. Η ζωή του ανθρώπου που κόσμησε με φως αλλά και με έρεβος τον παγκόσμιο χάρτη της ιστορίας, είχε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα στην ίδια του τη ζωή. Ήταν πάντα ευχάριστες και δημιουργικές οι σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας;

Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο σε ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης. Η αυτογνωσία του σημαίνει την αυτοανακάλυψη του. Η αυτογνωσία περνάει μέσα από την ανακάλυψη της αναφοράς της οντολογικής του ύπαρξης. Και η αναφορά αυτή ως αιώνια πηγή ενότητας και σχέσης, εντοπίζεται στον ίδιο τον Τριαδικό Θεό που είναι και ο Δημιουργός του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος ως λογικό και αυτεξούσιο ον καλείται να ανακαλύψει στο ταξίδι της ζωής του ποιος είναι, ποιος είναι ο ευεργέτης του, ο Δημιουργός του, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής του και να απαντήσει μέσα από το ταξίδι στην Ιθάκη της ζωής του σε άπειρα υπαρξιακά ερωτήματα.

Ο άνθρωπος αντιμετωπίστηκε διαφορετικά από τα ποικίλα φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά ρεύματα της κάθε εποχής. Άλλοτε ως Θεός, άλλοτε ως υπεράνθρωπος, άλλοτε ως άνθρωπος που κατά χάριν έχει τη δυνατότητα να θεωθεί. Η φιλοσοφία πάντως του ανθρώπου έγκειται σε αυτό που γράφει ο Karl Popper, ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές και φιλοσόφους του 20ου αιώνα: «πιστεύω πως κάθε άνθρωπος αναπτύσσει κάποιες αντιλήψεις σχετικά με τη ζωή και το θάνατο. Και οι αντιλήψεις αυτές συνιστούν ήδη φιλοσοφία». Επομένως η βίωση του επίγειου και η υπερβατική θεώρηση, έχουν να κάνουν με την ίδια την ψυχή του ανθρώπου που ως «ζώσα ψυχή» συνεχίζει να ζει και μετά θάνατον. Ακόμη και ο Γάλλος φιλόσοφος Rene Descartes θα μας πει πως «ο εαυτός μας ταυτίζεται με την ψυχή μας», δίνοντας μεγάλη σημασία στην ψυχή του ανθρώπου. Εκεί εστιάζουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες και ξένοι φιλόσοφοι, αλλά και Πατέρες της εκκλησίας, όσον αφορά το ταξίδι αυτοανακάλυψης του ανθρώπου. Μέσα από την ίδια του την ψυχή που δεν πεθαίνει, αλλά συνεχίζει να ζει και που θα βιώσει την αιώνια θέα του κάλλους του παραδείσου ή της αιώνιας κόλασης. Η ουσία της ενανθρώπισης του Θεού και των Θείων Παθών Του, έχουν να κάνουν με αυτή την αγιοπνευματική αισθητική που γεννά η ανάγκη για το καθ’ ομοίωσιν.

Ο ανθρωπισμός (humanismus) έχει γεννηθεί και αναπτυχθεί υπό το φως διαφόρων εποχών και ρευμάτων σκέψης και διανόησης. Ο όρος «ανθρωπισμός» είναι ελληνικός όρος και μας τον παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος στο βίο του φιλοσόφου Αριστίππου του Κυρηναίου όπου μεταξύ των άλλων γράφει: «…είναι προφανές, ότι κατά την αντίληψη του έλληνα φιλοσόφου ο ανθρωπισμός ταυτίζεται με την παίδευση, η οποία κάνει τον άνθρωπο πραγματικά άνθρωπο». Με τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού (π.χ. σεβασμός για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα του ανθρώπου, ενδιαφέρον για την ευημερία των ανθρώπων, κήρυγμα ελευθερίας της σκέψης και έκφρασης, ανοχής των απόψεων του συνανθρώπου, αντίθεση προς το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία κ.ά.) και άλλες επιδιώξεις (θρησκευτικές ή φιλοσοφικές ή κοινωνικές) εμφανίστηκαν και τα ανάλογα ρεύματα ανθρωπισμού με ανάλογες επωνυμίες (ορθόδοξος, δυτικός, υπαρξιστικός, σοσιαλιστικός κ.ά.)

Κατά τον πανεπιστημιακό καθηγητή και συγγραφέα Κων/νο Βουρβέρη «ανθρωπισμός είναι η πίστη στην ιδέα και αξία του ανθρώπου, όπως πρώτοι στον κόσμο την συνέλαβαν οι Έλληνες και όπως την ιδέα αυτή του ανθρώπου τη συμπλήρωσε και τελειοποίησε ο χριστιανισμός». Αυτό που έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί είναι ποιο νόημα έδωσε στον άνθρωπο ο ορθόδοξος ανθρωπισμός, πως «χρωμάτισε» πνευματικά τη ζωή του ανθρώπου και τον έβγαλε από το τέλμα των ιδεολογικών συγχύσεων και αντιλήψεων που στην ουσία εγκλωβίζουν τον άνθρωπο στην απόλυτη ελευθερία του και μετατρέπουν τον χαρακτήρα του, το «είναι» του σε ανθρωποκεντρικό – εγωκεντρικό.

Ήδη στον αρχαίο ελληνικό ανθρωπισμό έμφαση δίνεται στην ψυχή του ανθρώπου, στην πνευματική του υπόσταση και το ταξίδι αυτογνωσίας του περνάει μέσα από τις σπερματικές αλήθειες των αρχαίων φιλοσόφων περί ψυχής, αλήθειες που δέχτηκαν και οι Πατέρες της εκκλησίας. Έτσι για τον Αριστοτέλη η ψυχή είναι θεία και ο Πλάτων διδάσκει ότι η ψυχή μοιάζει με το θείον το οποίο είναι αθάνατο και αναλλοίωτο. Με αφετηρία λοιπόν τον άνθρωπο οι αρχαίοι Έλληνες πέτυχαν να πλουτίσουν και να αναπτύξουν τις δυνατότητες του ανθρώπου σε μεγάλο βαθμό. Μπορούμε να πούμε πως οι Έλληνες στεφάνωσαν τη μορφή του ανθρώπου με τις ιδέες του «παιδείας» και του «λόγου» (όρος που συναντάται στην αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου και στη χριστιανική φιλοσοφία). Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεν αντέταξε τον άνθρωπο προς το θείο. Αντίθετα υπέταξε τον ανθρωπισμό στη θρησκευτική πίστη. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Πλάτωνας μέτρο πάντων των αγαθών είναι ο Θεός και όχι ο άνθρωπος (όπως δίδασκε ο σοφιστής Πρωταγόρας).

Ο άνθρωπος υπερ-θεωρήθηκε ως άλλος superman μέσα στο ρεύμα του σχολαστικισμού και οδηγήθηκε στην αθεΐα. Όπως αναφέρει ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μ. Φαράντος «οι αθεϊστές φιλόσοφοι απέρριψαν την ύπαρξη του Θεού, γιατί είχαν σχηματίσει την άποψη που καλλιέργησε επί τόσους αιώνες η σχολαστική θεολογία, ότι ο Θεός είναι ένα ον προσιτό στην ανθρώπινη νόηση και λίγο – πολύ χαρακτηρίζεται από τις ανθρώπινες ιδιότητες, μόνο που τις κατέχει σε υπερθετικό βαθμό». Ο άνθρωπος υπερεκτιμήθηκε από τον σχολαστικισμό αφού «οι σχολαστικοί λένε ότι μονάχα η διαλεκτική μέθοδος των συλλογισμών είναι η ανώτερη και ασφαλής οδός για τη θεογνωσία», όπως γράφει ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής Ν. Ματσούκας στη δογματική του. Έτσι ο ανθρωπισμός των σχολαστικών υποβιβάζει τον Θεό και τον κάνει προσιτό στην ανθρώπινη γνώση, φέρνοντας το άκτιστο στα μέτρα του κτιστού.

Ακόμη και ο ρωμαϊκός ανθρωπισμός είναι ανεπαρκής. Προσπαθεί να τελειοποιήσει τον άνθρωπο με καθαρώς ανθρώπινα μέσα. Για τον Ρωμαίο ο δούλος και η γυναίκα ήταν res, δηλαδή πράγμα. Ενώ διά στόματος Σενέκα μιλάει για την «αξία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου» (έλεγε ότι «homo homini res sacra», δηλαδή  «ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο πράγμα ιερό»), διά της φιλοσοφίας του έδειχνε προς τον άνθρωπο μία φοβερή περιφρόνηση.

Παρατηρούμε λοιπόν πως τα ρεύματα αυτά του ανθρωπισμού είτε υπερεκτιμούσαν και θεοποιούσαν τον άνθρωπο, είτε ανήγαγαν την ύπαρξη του στη σφαίρα αρμονικής σχέσης και αγάπης με το θείο. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του Θεού για τον άνθρωπο φαίνεται στη δημιουργία του ανθρώπου, στην ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού και στα Θεία Πάθη όπου ο Κύριος «ηγάπησεν ημάς καὶ παρέδωκεν εαυτὸν υπὲρ ημών». Παρά την πτώση του ανθρώπου, ο Θεός γίνεται άνθρωπος προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση εκτός από την αμαρτία, σταυρώνεται και ανασταίνεται για να καταστήσει κοινωνό της θείας του χάριτος το χοϊκό του δημιούργημα δίνοντας του τη δυνατότητα να καλλιεργήσει στο έδαφος της ψυχής του, το προνόμιο της ελευθερίας κατάλληλα έτσι ώστε να φυτρώσουν τα άνθη της χρηστοήθειας που θα πλημμυρίζουν με απέραντη χαρισματική ευωδία την ψυχοσωματική του ύπαρξη. Κέντρο του ορθόδοξου ανθρωπισμού είναι ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του. Κέντρο του δυτικού ανθρωπισμού είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του.

Η αυτοανακάλυψη του ανθρώπου πηγάζει από την αφετηρία του. Από την αιτία ύπαρξης του. Τον Δημιουργό του. Και η άμεση αυτή σχέση με τον Θεό του παρέχει μία μοναδική ευκαιρία. Να κοινωνήσει με την αληθινή πηγή χάριτος. Η αυτοανακάλυψη του ανθρώπου συναντάται στο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού και στη δυνατότητα του να γνωρίσει τον Θεό και να θεωθεί κατά χάριν. Η γνώση του ανθρώπου είναι ανεπαρκής μπροστά στο μεγαλείο της θεϊκής παρουσίας. Όπως μας λέει και ο απόστολος Παύλος «η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί», δηλαδή η γνώση κάνει τον άνθρωπο να φουσκώνει με υπερηφάνεια, η αγάπη όμως οικοδομεί. Η κατά κόσμον σοφία δύναται να καταστεί αρνητική όταν υπερτονίζεται και θεωρείται ως ομότιμος προς την θεία Αποκάλυψη. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί σχετικά και λέει «είδες τόν κολοφώνα της κακίας, τό ιδιαίτατον του διαβόλου είδος, τόν τύφον εκ της γνώσεως τικτόμενον;». Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός λοιπόν μεταβάλλει τον άνθρωπο όχι απλά σε «καλόν καγαθόν», αλλά σε άγιο. Έρχεται να τον θεώσει και με τη χάρη των μυστηρίων να τον καταστήσει «κοινωνόν θείας φύσεως», όπως γράφει ο Απόστολος Πέτρος.

Ταξίδι αυτοανακάλυψης. Δεν υπάρχει ομορφότερο και πιο προκλητικό απ’ αυτό το ταξίδι. Εκεί όπου αναζητάς την ταυτότητα σου. Εκεί όπου εξερευνάς κάθε τι ωραίο, κάθε τι άγιο. Ένα ταξίδι εμπειριών, συνάντησης με την ετερότητα του εαυτού σου, με κάθε τι υπερβατικό του νου. Ένα ταξίδι όπου θες να διαρκέσει για πάντα. Ένα ταξίδι όπου μαθαίνεις ποιος είσαι. Ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης που κυλάει μέσα από το ποτάμι της ανθρώπινης ζωής…