Ηρακλής Φίλιος : ΨΙΘΥΡΟΙ ΨΥΧΩΝ

 

 

filos_hraklis

 

 

 

 

Περάσματα νου στις σελίδες του ξεχασμένου χρόνου που έχει την ιδιαιτερότητα να υπενθυμίζει πως είμαστε πλασμένοι για να θυμόμαστε και να ξεχνάμε. Να θάβουμε στη λήθη μας κάθε τι που σκέπασε με πόνο το μονοπάτι της ζωής, μα και να ανασύρουμε κάθε τι που μας θυμίζει πως δημιουργηθήκαμε για να ζήσουμε στο αιώνιο φως της ακραιφνούς δόξης που αναδύει μοναδική ζωντάνια και αρχοντιά μέσα από τον κήπο της ανθισμένης ζωής. Αλήθεια πόσο όμορφο να ξεφυλλίζεις τις σελίδες της ζωής σου και να ερεθίζεται κάθε ενδόμυχη σου αναζήτηση από την ιδέα ανεκπλήρωτων πόθων που ο χρόνος ξεχνάει ή αρνείται να πραγματώσει. Μα η ιδέα αυτή δεν αρκεί. Πνίγεσαι γιατί το χθες θέλεις να το σβήσεις και να το θάψεις κάτω από τα αιώνια «γιατί;»∙ να το αναστατώσεις στους τρελούς ρυθμούς της σημερινής βελτίωσης του εαυτού σου, αλήθειας κι ομορφιάς.

Κι εκεί θυμάσαι ποιος είσαι. Στους λαβύρινθους της σκέψης δύο μπορείς να πετύχεις. Την αυτοϊκανοποίηση σου που αρέσκεται να σκορπάει το εγωπαθές του πρόσωπο στην αύρα της ζωής κυριαρχώντας στις εκφάνσεις της κοινωνικής συνύπαρξης ή την διάχυση της κοινωνικότητας μέσα από την αγαπητική ένωση που αρέσκεται να διηγείται  πως ο άνθρωπος από τη φύση του είναι «ζώον πολιτικόν», δηλαδή «κοινωνικό ον», όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης. Κι ο άνθρωπος, που ακόμη και ετυμολογικά έχει αυτή την προοπτική ανοδικής και τελειωτικής κίνησης κι εκστατικότητας (αφού άνθρωπος σημαίνει άνω + θρώσκω, δηλαδή πορεύομαι προς τα πάνω), έχει την τάση να απεγκλωβίζεται από τα στοιχεία εκείνα που τον παρασύρουν στο έδαφος των παθών και της αρνητικής νοηματοδότησης του σκοπού υπάρξεως του, και από τη φύσει του να οδηγεί την ύπαρξη του στη σφαίρα της θεϊκής παρουσίας. Όμως το πάθος που σύμφωνα με τον Μάξιμο Ομολογητή είναι «κίνησις ψυχής παρά φύσιν ή επί φιλίαν άλογον ή επί μίσος άκριτον ή τινός ή διά τι των αισθητών», όχι μόνο αμαυρώνει τη δίψα αυτή για τελείωση, αλλά και νεκρώνει τη θέληση για τη θέα της αναστάσιμης ζωής που περνάει μέσα από τη σταύρωση των ελκυστικών ηδονών που αποχρωματίζουν τα άνθη της πνευματικής πανδαισίας.

Ανέκαθεν ο άνθρωπος αποτέλεσε το επίκεντρο φιλοσοφικών και θεολογικών αναζητήσεων. Το γεγονός ότι είναι ξεχωριστός από την υπόλοιπη κτίση και ιδιαίτερος εξαιτίας της ελευθερίας και του νου, έκανε κάθε φιλοσοφικό, κοινωνικό και θεολογικό ρεύμα να ασχοληθεί μαζί του. Έτσι ο ίδιος υπήρξε σημείο αντιθέσεων και συνθέσεων. Μία οντολογική ύπαρξη που αν και ελάχιστα μικρότερος από αγγέλους, ο Θεός τον στεφάνωσε με δόξα και τιμή, όπως ψάλλει ο ιερός ψαλμωδός Δαυίδ στον 8ο ψαλμό. Ο ανθρωπισμός λοιπόν σαν ρεύμα της αρχαίας εποχής με προεκτάσεις και στη σύγχρονη ζωή, ασχολήθηκε με τον άνθρωπο. Κάθε ρεύμα είδε με τη δική του διαφορετική θεώρηση τον άνθρωπο

Συγκεκριμένα αν και τα ανθρωπιστικά ρεύματα της Δύσης αναφέρονται στην παιδεία, στο λόγο, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη, στο σεβασμό, κανένα δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην επίτευξη σκοπού υπάρξεως του που είναι η σωτηρία της ψυχής. Το μέλημα τους είναι η αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, ξεχνώντας πως η αληθινή πολιτεία όπου η ζωή συνεχίζεται, είναι η ουράνια Βασιλεία. Αυτό το κενό αφήνει μία πίκρα στον δυτικό άνθρωπο που πάντοτε και μέσω της σχολαστικής σκέψης, αγωνιούσε να προσεγγίσει τον Θεό με βάση την κτιστή λογική και όχι μέσω της χαρισματικής προσέγγισης και της εμπειρίας της θέωσης, πράγμα που επιχειρεί η ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα. Κάθε προσπάθεια της δυτικής σκέψης έχει σαν στόχο να εξυπηρετήσει τις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό είχε ως απόρροια, ο δυτικός κόσμος να δει το κήρυγμα του Θεανθρώπου όχι ως μέρος της σωτηριολογικής κι εσχατολογικής προοπτικής, αλλά ως μία ρομαντική ηθική στάση ζωής.

Ερευνώντας τις βιβλικές πηγές, στο βιβλίο της Γενέσεως διαβάζουμε πως εγένετο ο άνθρωπος «εις ψυχήν ζώσαν». Για την αρχική ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, μας πληροφορεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος γράφει τα εξής: «Εποίησεν ουν ο Θεός τον άνθρωπον άκακον, ευθή, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον». Αυτή είναι η ομορφιά της προπτωτικής κατάστασης όπου το κακό το οποίο δεν έχει οντολογική ύπαρξη, δεν είχε εισέλθει στη ζωή του ανθρώπου δια της παρακοής των πρωτοπλάστων. Και η ανθρώπινη ψυχή όπως μας λέει ο ίδιος Πατέρας της εκκλησίας, είναι «ασώματος, κατ’ οικείαν φύσιν αόρατος, αθάνατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος» και σε άλλο σημείο πως πλάσθηκε αναμάρτητος στη φύση του και αυτεξούσιος στη θέληση του.

Το μεγαλείο του ανθρώπου στην ορθόδοξη θεώρηση, βρίσκεται στο σκοπό δημιουργίας του, αφού προήλθε από το μην ον στο είναι. Το γεγονός ότι το χοϊκό αυτό δημιούργημα πλάστηκε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωση», του δίνει τη δυνατότητα να ανάγει την ύπαρξη του στον Δημιουργό του και να μπορεί με τη χρήση της ελευθερίας που του έδωσε ο Θεός να επιλέξει αν θέλει να ζει σε κοινωνία με το Θεό ή όχι. Και φυσικά το σπουδαιότερο είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κατά χάριν Θεός, κάτι που αν και εξέπεσε ο ίδιος με το προπατορικό αμάρτημα, εκπληρώθηκε με το σχέδιο της θείας οικονομίας όπου ο Θεός σαρκώνεται για να γίνει ο άνθρωπος κατά χάριν Θεός. Αυτή  η ροπή του ανθρώπου προς το καλό ή το κακό, καθορίζεται από ορισμένα στοιχεία. Αυτά είναι ο νους, η λογική, το αυτεξούσιο (δηλαδή η ελευθερία), και η προαίρεση του ανθρώπου. Κάνοντας καλή χρήση, ο άνθρωπος κινείται προς το καλό∙ κάνοντας κακή χρήση, συμβαίνει το αντίθετο. Και ο μισάνθρωπος εωσφόρος μόνο με πειθώ η δόλο μπορεί να επηρεάσει τη θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του, όπως εξάλλου θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Ο άνθρωπος δεν άκουσε το θέλημα του Θεού, θέλχτηκε από τους λόγους του διαβόλου για ισοθεΐα και δέχτηκε τις συνέπειες της παρακοής. Έγινε κοινωνός της φθοράς, του θανάτου, του κακού, του μίσους και όχι κοινωνός του Θεού. Έτσι η ψυχή του άρχισε να διακατέχεται από πάθη. Τα πάθη αυτά προέρχονται από το «ανέργαστον» αυτής όπως σημειώνει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συνεχίζει λέγοντας πως «ταύτην και άσπαρτον αφείς, τρέφει μεν βοτάνας, αλλ’ ουκ ευχρήστους, και μάλιστα τας ακάνθας και τριβόλους της καθ’ ημών κατάρας».

Όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Χ. Σταμούλης σχετικά με την πτώση του ανθρώπου, «η πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο υπήρξε αποτέλεσμα μιας τέτοιας ακριβώς άρνησης της ομορφιάς, της σώζουσας ωραιότητας και έτσι οι πρωτόπλαστοι χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσουν βρέθηκαν γυμνωμένοι από το καλό, από το κάλλος που μόνον η κοινωνία με την ίδια την ωραιότητα παρέχει». Η δυνατότητα όμως να ντυθεί αυτή την αισθητική ωραιότητα και εκφραστική ερωτικότητα ο άνθρωπος, δεν χάθηκε. Ο Θεός, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο και να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί για να αντικρύσει και βιώσει τη θεά του παραδείσου, κινούμενος κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα από άκρα ευσπλαχνία και «μανικόν έρωτα» για τον άνθρωπο και επωφελούμενος την ύπαρξη της Παρθένου, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση «καθ’ υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για να απελευθερώσει τον άνθρωπο, να ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ’ εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη χάρη του πρωτοτύπου, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Παλαμά.

Η αισθητική ωραιότητα και πνευματικότητα του ορθόδοξου ανθρωπισμού αναδύεται μέσα από τις σταυρικές δοκιμασίες που ευωδιάζουν οσμή αγιοπνευματικής εμπειρίας. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος αν και καθημερινά σταυρώνεται, δοκιμάζεται, πονά, θλίβεται, συντρίβεται, απογοητεύεται, δακρύζει και στη σιωπή των δακρύων συναντά τη μηδενικότητα της φθαρτής του φύσης. Αυτή ως συναίσθηση της αμαρτωλότητος και με την αγαθή προαίρεση της ταπείνωσης, αγωνίζεται μέσα στο χώρο της εκκλησίας ώστε να κοινωνεί με τον συνάνθρωπο του αλλά και με τον Θεό. Και υπομένει τις θλίψεις και στεναχώριες της ζωής, των ανθρώπων που τον πληγώνουν ξεχνώντας πως «ουδείς αναμάρτητος». Αλλά υπομένει με αγάπη, καθώς όπως τονίζει και ο Μάξιμος ο Ομολογητής «ο τις αγαπά, τούτου και αντέχεται πάντως∙ και πάντων των προς τούτο εμποδιζόντων αυτώ καταφρονεί, ίνα μη αυτού στερηθή».

Ο γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης έχει πει σχετικά: «Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού, να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του, και να αυξήσει την αρετή του…». Παρηγορητικοί για τον πόνο και τις θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου είναι και οι λόγοι του γέροντος Μωυσέως του αγιορείτου: «Ο Θεός αδυνατεί, θα λέγαμε, ν’ αδιαφορήσει για τον ανθρώπινο πόνο. Είναι μαζί μας, όλες τις ημέρες, όλες μας τις ώρες, συμπορεύεται, συνεργάζεται, καθοδηγεί».

Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός δεν αποσκοπεί στη δημιουργία «καλών καγαθών πολιτών» αλλά αγίων. Κι αυτό είναι προνόμιο του Θεανθρώπου κι όχι όλων όσων κηρύττουν την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Η χριστιανική διδασκαλία είναι κάτι το transcendental, κάτι που υπερβαίνει τα όρια του παρόντος κόσμου και εισέρχεται στον κόσμο του Θεού και της χάριτος.

Η ωραιότητα αυτή είναι η αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, η ταπείνωση απέναντι σε όποια συμπεριφορά, η διακονία προς τον ξένο, τον έτερο, τον άγνωστο, η αμνησικακία που μας δίνει τη δυνατότητα να συγχωρούμε τον άλλον όπως και να μας μίλησε, ό,τι και να μας έκανε, χωρίς να του κρατάμε κακία αλλά με αγάπη και κατανόηση να βυθιζόμαστε στις αγωνίες του, στις σκέψεις του και στη θέληση του να γίνει πιο πνευματικά ώριμος άνθρωπος. Η ωραιότητα αυτή φέρνει στο νου του ανθρώπου τη μνήμη του θανάτου, η οποία σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ποιεί τον ζωντανόν και φρόνιμον άνθρωπον να στοχάζεται καθ’ ημέραν πως είναι πλέον αποθαμμένος, παρά ζωντανός». Η ωραιότητα αυτή κρύβεται στο μοναχισμό, στην ευχή που σώζει, στις αγωνίες του κομποσχοινιού, στις δεήσεις των ακολουθιών, στην ανυπόκριτη αγάπη και αρχοντιά που αυτή η υποδειγματική ασκητική της ζωής ελκύει ανθρώπινες ψυχές εκεί όπου το θυμίαμα και οι προσευχές συναντούν την ευσπλαχνία και δόξα του Θεού.

Ο χριστιανισμός δεν είναι άρνηση του κόσμου, αλλά η Χριστοποίηση του, όπως αναφέρει και ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς. Ανέκφραστες ελπίδες και θλιμμένα πρόσωπα, πόθοι του χθες και αγωνίες του σήμερον στη σκιά ενός φοβισμένου αύριο, αδικίες, μίση, πάθη, έριδες και κακίες ξυπνούν την ψυχή που έχει μάθει να γνωρίζει τον εαυτό της, τον προορισμό της. Μία ψυχή πονεμένη, αλλά στολισμένη με τα στολίδια μιας αγαθής προαίρεσης που όσες φορές κι αν πέσει ο άνθρωπος, εκείνη γνωρίζει να τον σηκώνει. Κι αν ξαναπέσει, να τον ξανασηκώνει. Και πάλι αν πέσει, και πάλι να τον σηκώνει. Μιας ψυχής που οργασμικά απογειώνεται στην εκστατική δυναμική της θεολογίας της σάρκωσης και της αγάπης, που έχει κάτι που καμία άλλη στάση ζωής και θεώρησης δεν μπορεί να πραγματώσει∙ να ψιθυρίζει άγια κι ερωτικά στην ψυχή τη σωτηρία της.