Ηρακλής Φίλιος : Ποιος είναι ο Θεός αυτών των ημερών;

holy-trinity

Η αγία μας Εκκλησία τις μέρες που διανύουμε φέρνει στο νου μας με τα ευαγγελικά αναγνώσματα, τις ιερές υμνωδίες και τη μυσταγωγική κατάνυξη, όλες εκείνες τις στιγμές που ο Θεός έπαθε για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ποιος είναι όμως αυτός ο Θεός;

Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως φιλόσοφοι, θεολόγοι και Πατέρες της εκκλησίας προσέγγισαν το ζήτημα του Θεού. Ποιος όμως είναι ο Θεός; Είναι ο Θεός του Αποστόλου Παύλου; Ο Θεός του Nietzsche; Ο Θεός του Sartre; Ο Θεός του Kierkegaard; Ο Θεός του Heidegger; Ο Θεός του Γρηγορίου Νύσσης; Ο Θεός του Onfray; Αναντίρρητα ο λόγος περί Θεού είναι ανάγκη κάθε ανθρώπου, κάθε εποχής και κοινωνίας, αφού σύμφωνα με τον εγελιανό φιλόσοφο της αριστεράς L. Feuerbach«το θρησκευτικό φαινόμενο αποτελεί αποκλειστικότητα του ανθρώπου».
Αλλιώς είδε τον Θεό η φιλοσοφία και αλλιώς η πατερική θεολογία. Και εννοώντας η φιλοσοφία, αναφερόμαστε και στα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (Derrida, Jacques Lacan, Lévinas, Jean-Luc Marion κ.ά.).Η φιλοσοφία απέκλειε κάθε τι αναπόδεικτο, αποκλείοντας συνάμα τις «εξ αποκαλύψεως» αλήθειες. Ο μεταφυσικός στοχασμός αναποδογυρίζει τη σχέση Θεού – ανθρώπου, αφού πιστεύει μόνο στον άνθρωπο που δημιουργεί τον Θεό «κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν του».

Είναι αλήθεια πως οι φιλόσοφοι όλων των αιώνων διακατέχονταν από μία μεγάλη αγωνία. Να υπερπηδήσουν κάθε φυσικό εμπόδιο που τους εμπόδιζε να περιγράψουν τον Θεό και να μπορέσουν να «τιθασεύσουν» αυτό που «δεν τους ανήκει». Κι αυτό είναι κάτι που η φιλοσοφία όσο κι αν το περιέγραψε με λέξεις, όρους και σχήματα, δεν κατάφερε να το μεταδώσει και βιώσει. Το βλέπουμε στον Nietzscheπου δημιουργεί στη θέση του Θεού τον υπεράνθρωπο, γιατί όταν πέθανε ο πατέρας του, τότε μίλησε για απουσία ενός ισχυρού Θεού (έλλειψη πατέρα = έλλειψη Θεού). Την ίδια απουσία ένιωσε ο Sartreαναφωνώντας: «Ξέρεις κάτι; Ο Θεός δεν υπάρχει». Έτσι βλέπουμε πως κάποιος πρέπει να πάρει τη θέση ενός νεκρού πατέρα, παντοδύναμου και οι αξίες που θα διέπουν τη μετάβαση από την απουσία στην ύπαρξη, έχουν να κάνουν με την μεταξίωση τους («μεταξίωση αξιών» κατά τονNietzsche).

Το τραγικό γεγονός δεν εντοπίζεται αυτό καθαυτό στο χώρο της φιλοσοφίας, αλλά στο χώρο της νοοτροπίας. Μιας άλλης αντίληψης, ανθρώπινης, περίεργης, ειρωνικής και πεπερασμένης. Αυτό εύκολα διαπιστώνεται στον απόστολο Παύλο και στον Nietzsche. Είναι ενδεικτικά δύο συμβάντα που προκαλούν γέλιο στους ακροατές. Από τη μία ο Παύλος μιλώντας στους Αθηναίους για τον Θεό, τους λέει πως «ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον», θέλοντας να αλλάξει το «νομίζειν» των Αθηναίων κι όχι το «πράττειν». Κι εκεί που ο Παύλος κηρύττει Τον γνωστό σ’ εκείνον, άγνωστο Θεό των Αθηναίων κι όλα βαίνουν καλώς, ξαφνικά «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον∙ ακουσόμεθα σου πάλιν περί τούτου». Ανάλογη αντίδρασημε νευρικό γέλιο προκάλεσε το κήρυγμα του τρελού του Nietzscheστη «Χαρούμενη γνώση», ο οποίος πήδηξε ανάμεσα στο πλήθος γυρεύοντας τον Θεό και λέγοντας: «Που είναι ο Θεός; Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε – εσείς και εγώ. Όλοι μας είμαστε δολοφόνοι του … ο Θεός είναι νεκρός».

Οι δύο παραπάνω αντιδράσεις του αποστόλου Παύλου και του τρελού του Nietzsche, προκάλεσαν την αντίδραση των ακροατών. Ο απόστολος Παύλος προσπαθεί να ανατρέψει την ειδωλοποίηση του Θεού και ο τρελός του Nietzscheτη θέαση του Θεού – Ιδέα που έχει «ιδωθεί» διανοητικώς. Και για τον θάνατο του Θεού φταίνε οι φιλόσοφοι, αυτοί οι «αξιότιμοι ειδωλολάτρες των εννοιών» όπως τους αποκαλεί ο Nietzsche.Σχετικά λοιπόν με το θέμα γράφει ο π. Παντελεήμων Μανουσάκης καθηγητής φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης τα εξής: «Η αντικειμενοποίηση του Θεού είναι συμπτωματική της αδυναμίας της μεταφυσικής να στοχαστεί τον Θεό ως αυτό που πράγματι είναι: το α-δύνατο του στοχασμού, το άσκεπτο, το οριακό εκείνο σημείο που ο στοχασμός «χρειάζεται να πηδήξει για να μην πέσει».

Εξακολουθεί όμως να παραμένει αναπάντητο το ερώτημα «ποιος είναι ο Θεός;». Εξαρτάται από τον τρόπο πρόσληψης της έννοιας του ή θέασης του στην ιστορία; Όσο κι αν οι φιλόσοφοι όλων των εποχών επιχείρησαν να περιγράψουν τον Θεό και δώσουν απάντηση στο «είναι» του Θεού, δεν κατάφεραν να εισέλθουν στον «προθάλαμο» της εμπειρίας του Θεού. Αυτό φυσικά δεν το κατάφεραν σε καμία περίπτωση εμπειρικοί και γνωστικοί φιλόσοφοι, πόσο μάλλον αθεϊστές του υπαρξισμού όπως ο Sartre.

Ο Nietzscheδημιούργησε τον υπεράνθρωπο.OHeideggerπροσπαθώντας να υπερβεί τη μεταφυσική χρησιμοποιώντας εντούτοις όρους μεταφυσικής, δεν κατάφερε να ικανοποιήσει την υπέρβαση ως οντολογική αναφορά και σχέση ουσίας, μέσα από τη στροφή του Είναι στο Ήναι (με την υιοθέτηση των όρωνEreignisκαι Dasein).Σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η γλώσσα στη διατύπωση εννοιών στο χώρο της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Πολλές φορές γίνεται μία άκαιρη ερμηνεία και παρανόηση της γλώσσας. Αυτό εξάλλου το επισημαίνει ο Wittgensteinστο έργο του «TractatusLogico – Philosophicus» με τη φράση του «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει».

Είναι ένας Θεός λοιπόν που προσεγγίζεται λογικοκρατικά βασιζόμενος στο αξίωμα του Άνσελμου «rationem postulasti, rationem accipe» («λογική απαιτείς, λογική θεμελίωση θα λάβεις;»). Σχετίζεται με τον «ηθικό ηδονισμό» του M. Onfray που απαξιώνει τον Εσταυρωμένο και Τον αντιμετωπίζει χλευαστικά; Είναι ο υπέρτερος όλων, αλλά όχι Θεός, τουErnestRenan; Είναι ο Θεός της επαγωγικής μεθόδου του Καρτέσιου; Ο Θεός του θεϊστή υπαρξιστή Kierkegaard, που αναδεικνύει το ρόλο της πίστης στη ζωή του ανθρώπου, επιτυγχάνονταςτην υπέρβαση του τραγικού και την ένωση με το θείο;

Είναι ο Θεός του Heidegger που δεν «είναι», δηλαδή δεν σχετίζεται με όρους του όντος; Είναι ο Θεός του αποστόλου Παύλου ο οποίος «δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε;». Είναι ο Θεός του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος «δεν αμάρτησε, αλλά πέθανε και αναστήθηκε κατόπιν, σπάζοντας του θανάτου τα δεσμά;».Κι αν δεν υπάρχει Θεός;

Αλλά κι αυτή η αθεΐα είναι τραγικά μίζερη. Ασυμμόρφωτη και αρνητική. Διόλου προοδευτική. Το να μετασχηματίσουμε την κοινωνία προς την κατεύθυνση της ταύτισης της αθεΐας με τον προοδευτισμό, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μία φυγόπονη μετατόπιση του όλου, του ουσιώδους σε μία λεκτική αναφορά που εν τέλει αποκαλύπτεται ως ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Έτσι ομολογεί πως δεν γνωρίζει να απαντά στα μεγάλα προβλήματα της ζωής που ενοικούν σε αδίδακτες ύλες όπως αυτή του θανάτου. Ο μετασχηματισμός αυτός πάσχει. Και δεν προσφέρεται ως «πρόβατον επί σφαγήν», αντίθετα ως ναρκισσιστική επιβλητική μορφή επιβλέπει την πορεία της άσαρκης παρουσίας του. Και ως πάσχων αυτοεγκλωβίζεται στην αφασιακή του αυτοεξυπηρέτηση δίχως την αναφορά του στο επέκεινα της μεταφυσικής.

Μίζερη είναι και η θεά ενός Θεού ως Ιδέα, ως είδωλο, ως αντιστροφή του «είναι» Του σε ιδεατή σφαίρα αντίληψης. Απόρροια αυτής της επιμονής είναι ο Θεός της μη εμπειρίας, της μη ευχαριστιακής αναφοράς. Και γι’ αυτό ευθύνεται η ελληνική θεολογική πραγματικότητα που επιεικώς είναι άθλια. Φαντάζει ως πολυκέφαλη Λερναία Ύδρα και συμπεριφέρεται ως διχαστική θεολογία και μεταφυσικό φαινόμενο που αγωνιά και πασχίζει συχνά σκανδαλωδώς να υποτάξει τον Θεό στα κτιστά όρια της ανυπέρβλητης φαντασίας.

Αυτή η ελληνική θεολογική πραγματικότητα του γεροντισμού, της «κτιστής» προσέγγισης του Θεού, της τυπολατρείας, του ευσεβισμού και ηθικισμού, της αντιμετώπισης της Θείας Ευχαριστίας ως χριστουγεννιάτικη και πασχαλινή ανάγκη, της εξομολόγησης ως στιγμή ενοχής του άλλου δίχως προσωπική συντριβή, της ανεκδιήγητης αριθμητικής καταχώρισης των ιερών μυστηρίων ως επτά (7), της αντιμετώπισης του γάμου ως μυστήριο (κατεξοχήν μυστήριο εσχατολογικής αναφοράς είναι η Θεία Ευχαριστία, αφού στη Βασιλεία των Ουρανών δεν υφίσταται η κατάσταση του γάμου), της επίμονης ταύτισης σε κάθε ευκαιρία του ελληνισμού με τον χριστιανισμό, ο υπερτονισμός αυτής της σχέσης ως μοναδική κι ανεπανάληπτη, της επιλεκτικής επίκλησης των Πατέρων,της σωτηρίας μέσα από το γράμμα του Νόμου και όχι μέσα από το έλεος του Θεού, της μονωδίας στη βυζαντινή μουσική και της μετάλλαξης του αναλογίου σε όπερα, αυτοπροβολή, και «tabletlectern», είναι το λιγότερο ανορθόδοξη.

Έχω την αίσθηση πως ο Θεός συναντάται περισσότερο ως είδωλο παρά ως ευλογημένη εμπειρία. Και είναι ευλογημένη η εμπειρία όταν ο Θεός δεν είναι ότι Είναι. Και όταν η αλήθεια του Είναι δεν «είναι» αυτό που Είναι. Έτσι διαφοροποιείται ο Θεός της Ανάστασης, από τον Θεό της άρνησης ή της ανυπαρξίας. Ο Θεός που ως Λόγος σαρκώνεται και ντύνεται την ανθρώπινη σάρκα χωρίς την αμαρτία. Εκείνος που ως αχώρητος, απερινόητος και ακατάληπτος καταδέχεται να εισέλθει στη μήτρα της Παρθένου η οποία κυοφορεί μέσα της το μέγα μυστήριο της θεομητρότητας. Ο Θεός που γίνεται διάκονος των άλλων δείχνοντας πως «ως εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμίν διάκονος». Ο Θεός που με την Ανάσταση καταργεί το κράτος του θανάτου και την ισχύ του διαβόλου και χαρίζει την αιώνια ζωή στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο Θεός του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου όπου«ο άσαρκος σαρκούται, ο ων γίνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφήται, ο άχρονος άρχεται».Ο Θεός που αξιώνει την πεπτωκυία φύσητου ανθρώπου.Και αξιώνεται «ίν’ εγώ πλουτίσω την αυτού Θεότητα», «καθώς ο πλουτίζων πτωχεύει, πτωχεύει γαρ την εμήν σάρκαν», κατά τον ίδιο ιερό Πατέρα.

Ο χριστιανικός Θεός σε αντίθεση με τον Θεό των φιλοσόφων είναι Τριαδικός Θεός. Αυτός ο Θεός γνωρίζεται και προσφέρεται εντός μιας διαπροσωπικής σχέσης, η οποία δίνεται χωρίς όρους, ως δωρεά, μέσα από τη σχέση Θεού – ανθρώπου (η «γνώση» του Θεού περνάει μέσα από τις σχέσεις με τους ανθρώπους, όπου δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη πρόσβαση προς τον Θεό εκτός του Άλλου κατά τον Derrida). Ένα δώρο που σύμφωνα με τον ίδιο φιλόσοφο«ούτε είναι ούτε δεν είναι, αλλά δίνει».Μία σχέση έρωτα.

Σχέση που δεν νοείται στα πλαίσια ενός βολουνταρισμού που εννοεί τη σκέψη ως έργο της βούλησης αλλά και της νόησης. Σχέση όμως όπου ο Θεός μένει μέσα στον άνθρωπο ως Σώμα και Αίμα. Σχέση που ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας καθώς δύο φθαρτά υλικάτης φύσης, ο άρτος και ο οίνος, μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού και δίνονται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Αυτή είναι η διαφορά του Τριαδικού Θεού από τον Θεό της φιλοσοφίας.

Αυτός λοιπόν ο Θεός «ενσαρκώνεται» κάθε φορά στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και καλεί σε βρώση και πόση για να δώσει αιώνια ζωή. «Ο Θεός ημών, ο Θεός του σώζειν, συ ημάς δίδαξον ευχαριστείν σοι αξίως υπέρ των ευεργεσιών σου, ων εποίησας, και ποιείς μεθ’ ημών. Συ, ο Θεός ημών, ο προσδεξάμενος τα δώρα ταύτα, καθάρισον ημάς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, και δίδαξον επιτελείν αγιωσύνην εν φόβω σου∙ ίνα εν καθαρώ τω μαρτυρίω της συνειδήσεως ημών, υποδεχόμενοι την μερίδα των αγιασμάτων σου, ενωθώμεν τω αγίω σώματι και αίματι του Χριστού σου. Και υποδεξάμενοι αυτά αξίως, σχώμεν τον Χριστόν, κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών, και γενώμεθα ναός του αγίου σου Πνεύματος» (ευχή του Μ. Βασιλείου στη Θεία Λειτουργία).

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
([email protected])

.