Ηρακλής Φίλιος : Ο ξένος. ποιος ξένος;

Θαυμάσιο, καταπληκτικό. Η πεμπτουσία της ορθόδοξης διδασκαλίας. Το επαναστατικότερο μανιφέστο όλων των αιώνων. Όλο το ευαγγέλιο μέσα σε λίγες λέξεις. Είναι αλήθεια, πως από τη χριστιανική γραμματεία, αν είχαν χαθεί όλα τα βιβλία και γνωρίζαμε μόνο την ευαγγελική περικοπή αυτής της Κυριακής των Απόκρεω (Ματθ. 25, 31-46), θα βρισκόμαστε στη θέση να γνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα κρίνει ο Θεός τον άνθρωπο.

Το ευαγγέλιο της Κυριακής, τολμώ να πω πως αποτελεί τη μεγαλύτερη επαναστατική διακήρυξη, μετά τη γέννηση και τα Πάθη του Χριστού, που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Μιλάει για την αγάπη, τη φιλανθρωπία, την ελεημοσύνη. Βέβαια, είναι αλήθεια πως οι αρετές αυτές, συναντώνται στο διάβα των αιώνων σχεδόν σε όλα τα φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτικά κινήματα. Γίνονται σημαίες σπουδαίων αγώνων για την ιστορία, αφού όλοι αγωνίζονται για τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ισότητα. Όμως, το ευαγγέλιο της Κυριακής διαφέρει.

Αναφέρεται στην ημέρα που ο Θεός θα κρίνει την ανθρωπότητα. Ποιοι είναι όμως εκείνοι, που σύμφωνα με το ευαγγέλιο θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία του Θεού; Είναι εκείνοι, για τους οποίους ο Χριστός είπε: «Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με πήρατε στο σπίτι, γυμνός ήμουν και με ντύσατε, αρρώστησα και μ’ επισκεφθήκατε, στην φυλακή ήμουν και ήλθατε σ εμέ». Σύμφωνα με το ευαγγέλιο, οι δίκαιοι που θα ακούσουν αυτά τα λόγια, θα πουν στον Χριστό: «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σε ποτίσαμε; Πότε δε σε είδαμε ξένο και σε πήραμε στο σπίτι ή γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστο ή φυλακισμένο και ήλθαμε προς σε;». Και ο Κύριος θα τους πει: «Αλήθεια σας λέω, ό,τι κάνατε σε έναν από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σ’ εμένα το κάνατε».

Κρίνω απαραίτητη τη χρήση ενός παραδείγματος που θα βοηθήσει στην κατανόηση των πραγμάτων. Σκεφτείτε ότι δύο άνθρωποι, ο Α και ο Β, εκφράζουν την αγάπη τους προς τον συνάνθρωπο. Κάνουν φιλανθρωπίες, επισκέπτονται τους φυλακισμένους, ντύνουν τους γυμνούς, ταΐζουν τους πεινασμένους, φιλοξενούν τους ξένους, περιθάλπουν τους αρρώστους. Ο Α είναι ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει στον Θεό, ένας αθεϊστής, που αδιαφορεί για τον Θεό, αλλά αγαπάει τον συνάνθρωπο του, κάνει αγαθοεργίες, αγωνίζεται για τα δικαιώματα του και τον περιθάλπει. Ο Β είναι ένας χριστιανός, που έχει ασκηθεί στην αυτοσυνειδησία, η οποία αναδύεται από τον ορθόδοξο ανθρωπισμό. Έτσι, αγαπά τον συνάνθρωπο του όπως ο Α, και κάνει ακριβώς τα ίδια με εκείνον.

Εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει καμία διαφορά στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Ποιο είναι το αποτέλεσμα, τόσο για εκείνον που δεν πιστεύει στον Θεό, όσο και για εκείνον που πιστεύει; Η έκφραση της αγάπης. Και οι δύο εκφράζουν την αγάπη τους για τον συνάνθρωπο τους, τον πονεμένο, τον άρρωστο, τον μοναχικό, εν τέλει τον κάθε ξένο. Όμως υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους δύο.

Εδώ λοιπόν, ερχόμαστε στην ουσία των πραγμάτων. Ποια είναι αυτή η πηγή της αγάπης; Για τον Α, η αγάπη ξεκινά από μία αρχή, μία ιδέα, μία ιδεολογία. Για τον Β, η αγάπη ξεκινά από τον Θεό! Ο Α εμφορείται από μία συναισθηματική φόρτιση που του επιβάλλει ένας ανθρωπισμός χωρίς Θεό. Ο ίδιος, ίσως στις προθέσεις του, ακόμη και στην ίδια του την προαίρεση, να κινείται με ιδιοτελείς σκοπούς. Ο Β εμφορείται από την αγάπη που πηγάζει από το πρόσωπο του Θεού. Αγαπάει τον Θεό με όλη του την ύπαρξη, και ως εκ τούτου αγαπά και τον συνάνθρωπο του. Η αγάπη του για τον συνάνθρωπο του, περνάει μέσα από το πρόσωπο του Χριστού. Ο Β γνωρίζει πολύ καλά πως ο Θεός είναι αγάπη. Στον Α, ίσως να υποβόσκει ένας ναρκισσισμός και να θέλει να δοξαστεί ο ίδιος. Ο Β, αγαπώντας τον Θεό, και αγωνιζόμενος με καθαρότητα συνείδησης, σκέψης και προαίρεσης για τον συνάνθρωπο, θέλει να δοξαστεί ο Θεός. Ο Α σου λέει «κάτω ο ιμπεριαλισμός, να συντρίψουμε το κεφάλαιο, ίσα δικαιώματα προς όλους, επανάσταση τώρα, ο άνθρωπος είναι το παν, ποιος Θεός;». Στον αντίποδα, ο Β σου λέει «ο άλλος είναι δημιούργημα του Θεού, είναι αδελφός μου, είμαστε ίσοι απέναντι στον Θεό, θέλω να τον βοηθήσω γιατί στο πρόσωπο του βλέπω τον Χριστό».

Ο ξένος, σίγουρα δεν είναι ένα ακόμη εγώ. Ο Levinas θα μας υπενθυμίσει πως το «εγώ» του άλλου «δεν είναι ακριβώς όπως το δικό μου Εγώ, αλλά είναι αυτό που είναι απόλυτα διαφορετικό, το απόλυτο άλλο». Η ταύτιση του άλλου με τον εαυτό μου, περνάει ο μέσα από το πρόσωπο του Χριστού. Οντολογικά και σε βάθος, ο άλλος είναι εικόνα Θεού. Αν έχω το δικαίωμα, να το πω έτσι, να μιλήσω για ίσα δικαιώματα με τον άλλον, αυτό συμβαίνει επειδή μας δημιούργησε ο Θεός. Ο ξένος, για τον χριστιανό δεν είναι κάποιος που πρέπει να «τακτοποιηθεί» ώστε ένα κράτος – δυνάστης να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά είναι ένας ξένος ασύγκριτα διαφορετικός. Ο ανθρωπιστής βοηθάει τον ξένο, αγωνίζεται για τον ξένο, επαναστατεί, φωνάζει για τον ξένο, γίνεται το στήριγμα του. Ο χριστιανός επαναστατεί στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης. Προσλαμβάνει τον ξένο! Δεν είναι θαυμάσιο; Αυτό, εξάλλου, ψάλλουμε στο καταπληκτικό δοξαστικό του Μ. Σαββάτου. Δεν μιλάμε απλά για ένα δόσιμο προς τον ξένο (δός τῷ ξένῳ), αλλά για μία πρόσληψη οικείωση του στη δική μου ύπαρξη (δός μοι τοῦτον τὸν ξένον).

Δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι ακόμη κι ένας αθεϊστής, βοηθάει τον συνάνθρωπο του. Όπως επίσης, δεν μπορώ να παραβλέψω και το γεγονός ότι ένας χριστιανός γίνεται φιλάνθρωπος, επειδή ακριβώς έχει το αγαπητικό του «είναι», «δεδανεισμένο» από τον Θεό, κατά μία παράφραση των λόγων του Μαξίμου Ομολογητή. Ο Χριστός στο ευαγγέλιο σώζει όσους είδαν τον Ίδιο στους άλλους. Σήμερα, ο άνθρωπος θέλει να σώσει τους άλλους, επειδή βλέπει σ’ εκείνους τον εαυτό του. Όχι όμως τον Χριστό. Είναι όμως κι αυτό μία στάση ζωής. Περισσότερο, θα έλεγα πως η στάση αυτή, προϋποθέτει ένα ερώτημα. Αγαπώ τον ξένο, επειδή τον βλέπω ως εικόνα μιας ιδεολογίας ή ως εικόνα Θεού;

 

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος