Ηρακλής Φίλιος : Ο θάνατος του ΘΕΟΥ

 

filos_hraklis

 

 

 

 

Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.

Και την βρήκα μικρή και την βλαστήμησα….

Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη….

Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.

Η απόγνωση ήταν ο Θεός μου.

Κυλίστηκα στη λάσπη.

Arthur Rimbaud, «Une Saison en Enfer» 

Η τραγική ανθρώπινη φύση μέσα στο διάβα των αιώνων, συνήθισε να δένει στο άρμα των υπαρξιακών αναζητήσεων, την πίστη και την απιστία και να χορεύει ο νους σε κόσμους υπερανθρώπινους που καταργούσαν την ύπαρξη του Θεού ή την απιστία στην ίδια του τη θεϊκή φύση. Έτσι καθώς οι εποχές άλλαζαν και τα χρόνια κυλούσαν, τα ρεύματα των πολυτάραχων αναζητήσεων πέθαιναν, αφού είχαν «σκοτώσει» αρχικά τον ίδιο το Θεό.

Είναι δυνατόν ο χριστιανός να πιστεύει στο «θάνατο» του Θεού; Φυσικά. Η πεποίθηση του για την ανάσταση του Θεανθρώπου, συμπλέκεται με την αυτοαναίρεση του καθώς ο ίδιος γίνεται σταυρωτής του Χριστού και «σκοτώνει» Εκείνον που λατρεύει. Μπορεί να πιστεύει στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά είναι παράλληλα εν δυνάμει σταυρωτής εκείνου που υποτίθεται ότι πιστεύει. Κι αυτό, αφού νεκρώνει το πνευματικό αισθητήριο που αναδύεται από την ηδονική έλξη που γεννά ο θεϊκός λόγος προς την ανθρώπινη ψυχή. Έτσι καταργεί το Θεό, Τον αντικαθιστά και κρίνει. Εκείνος που τον δέχεται, τον λατρεύει και ελπίζει σ’ Εκείνον, άνετα μετατρέπεται σε διώκτης του και δήμιος του. Έτσι όπως λέει και ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Δόικος Παναγιώτης, «το ανθρώπινο ον, στη μία περίπτωση, τείνει να σφετεριστεί τον εξουσιαστικό χαρακτήρα του «νεκρού» Θεού, μετατρέποντας το αίσθημα της αδυναμίας που προκαλεί η απειλή της αβύσσου σε θέληση για επιβολή».

Δεν θα μπω στον πειρασμό να κρίνω έναν μεγάλο φιλόσοφο, κι ας είναι αρνητής της δύναμης του Θεού. Λίγοι όμως γνωρίζουν πως είχε αναπτυγμένη τη θρησκευτική του συνείδηση στα παιδικά του χρόνια και πως το γεγονός του θανάτου, άλλαξε τη φιλοσοφική του θεώρηση για τη ζωή. ). Ο F. Nietzsche έγραφε σχετικά: «Στο κάθε τι, ο Θεός με έχει οδηγήσει με ασφάλεια όπως οδηγεί ένας πατέρας το αδύναμο παιδάκι του…σαν μικρό παιδάκι, εμπιστεύομαι τη Χάρη του». Στην πρώιμη αυτοβιογραφρία του με τίτλο «Aus meinem Leben» (Από τη Ζωή μου), είχε εκφράσει έντονα θρησκευτικά συναισθήματα. Ο θάνατος του πατέρα του τον συγκλόνισε και έτσι ταύτισε το Θεό με τον νεκρό του πατέρα. Τη θέση του δυναμικού σαρκικού πατέρα (αντίστοιχα του Θεού), πήρε ο θάνατος του πατέρα (εξ ου και ο θάνατος του Θεού για τον οποίο κάνει λόγο). Η άθεη υπαρξιακή φιλοσοφία είναι ενδεικτική της απιστίας στη θεότητα του Χριστού. Με αλαζονικό και ειρωνικό ύφος ο Γάλλος φιλόσοφος JeanPaul Sartre, διακηρύσσει: «Κύριοι, ο Θεός πέθανε. Σας αναγγέλω, κύριοι το θάνατο του Θεού». Φυσικά οι άθεοι υπαρξιστές έπρεπε να καλύψουν το κενό αυτό ενός θεού, με έναν άλλο θεό. Προτίμησαν να εξυψώσουν την ισχύ της λογικής και να δώσουν αξία στον υπεράνθρωπο του Nietzsche.

Έχω την εντύπωση πως είναι αδόκιμος ο όρος «αθεΐα». Η απιστία όμως υφίσταται, σαν άρνηση της αποδοχής της χριστιανικής διδασκαλίας και με τον όρο αυτό κατανοείται ο άθεος. Στις ζωές των αθεϊστών επαναλαμβάνεται ένα μοτίβο. Είναι εκείνο του «ελλιπούς πατέρα» όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Paul Vitz. Η έλλειψη αυτή είναι που οδηγεί στη δημιουργία ενός προσώπου που αντικαθιστά το Θεό. Κάθε ένας έχει την ανάγκη να ανάγει την υπόσταση του στο υπερβατικό και θείο. Δυστυχώς «τον σκοτώσαμε∙ εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του…ο Θεός είναι νεκρός…», όπως έγραφε το 1882 Nietzsche. Και τον σκοτώσαμε γιατί αδύναμοι να χαλιναγωγήσουμε τα πάθη και τις αδυναμίες της ζωής μας, αρνηθήκαμε το συμβιβασμό με την ηθική συνείδηση (το «υπερεγώ» κατά τον Sigmund Freud) και εκτροχιαστήκαμε στην προσπάθεια μας να αναζητήσουμε και πετύχουμε το «ευ ζην» και το «ευ πράττειν», δηλαδή την ευδαιμονία του ανθρώπου όπως γράφει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια.

Η θεοποίηση της λογικής και η νοησιαρχική στάση στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ζητήματα, επέβαλε την αποδοχή όσων αντιλαμβανόμαστε, καταργώντας έτσι την εμπειρία μέσα από τη θεία αποκάλυψη. Έτσι θανατώσαμε το Θεό και γίναμε υπέρμαχοι του «esse est percipi» (η πραγματικότητα ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι) του Ιρλανδού φιλοσόφου George Berkeley που ως εμπειρικός φιλόσοφος γνωρίζει τη ζωή μέσα από όσα αντιλαμβάνεται. Αντίθετα ο Μ. Βασίλειος τονίζει πως γνωρίζουμε το Θεό μέσα από τη φανέρωση των ενεργειών Του στην κτίση και την ιστορία. Και γενικά η πατερική θεολογία αγαπάει να κινείται στη σφαίρα της θείας αποκάλυψης και βίωσης του Θεού μέσα από την υποστατική της ταυτότητα που είναι τα ιερά μυστήρια, αφού κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα «η εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται».

Δυστυχώς σκοτώνοντας το Θεό, σκοτώσαμε την ηθική στη ζωή μας. Και φτάσαμε στο σημείο να γινόμαστε υπέρμαχοι συνειδησιακών εκπτώσεων, αφού η γλυκύτητα των δοκιμασιών, πόνων και θλίψεων στη ζωή μας, σκοτώνει τη συνείδηση και ανασταίνει κάθε ευκαιριακή ηδονή. Η αιώνια καταδίκη και ταφή του Θεού στις άχρωμες πλέον σελίδες της ζωής μας, καταδίκασε κάθε προοπτική να μεθύσουμε στο αιώνιο, να ερωτευτούμε το άγιο και να βαδίσουμε στη θέα των άδηλων και κρύφιων. Εύστοχα λοιπόν ο σύγχρονος αθεϊστής Christophe Eric Hitchens, αναφέρει πως «τελικά Εκείνος ήταν που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση τους». Έτσι εμείς δημιουργούμε το Θεό όπως θέλουμε «κατ’ εικόνα» δική μας, όπως μας υπαγορεύει η νεκρή συνείδηση της πτώσης και φθοράς μας που αναπαύεται στη σιωπή των εγωκεντρικών και νοσηρών μας πόθων. Δεν εμπνευστήκαμε από την αγαπητική κίνηση του Τριαδικού Θεού και υποτάξαμε Τον ίδιο στο δικό μας εαυτό. Γι’ αυτό και ο αμερικανός ψυχαναλυτής και κοινωνικός φιλόσοφος Erich Fromm, μιλάει για έναν άνθρωπο που «προσπαθεί να κατεβάσει το Θεό στο δικό του επίπεδο, στην υλική του φύση∙ τον μετατρέπει σε προέκταση του εαυτού του και του δίνει τα δικά του χαρακτηριστικά».

Και ο άνθρωπος μοιάζει με ταξιδιώτη που στέκεται στο σταυροδρόμι της ζωής και των αναζητήσεων του και αγωνιά για το Θεό. Και διερωτάται «πως ο Θεός που είναι αγάπη, επιτρέπει την ύπαρξη του κακού;» και μέσα από το συσχετισμό της ανθρώπινης βούλησης και του θείου θελήματος αναποδογυρίζει τη ζωή του και μπερδεύει το νου του που στο τέλος καταλήγει να γίνεται θιασώτης ντεϊστικών ιδεών και αντιλήψεων. Βέβαια έτσι παραγκωνίζεται ο ρόλος της θείας αποκάλυψης στη ζωή μας, αφού τα θρησκευτικά ερωτήματα απαντώνται μέσω της λογικής και μόνο (θεωρία που ενστερνίζεται ο ντεϊσμός). Η γνώση που σύμφωνα με τον I. Kant είναι «αλαζονεία του νου», είναι αδύναμη αφ’ εαυτού της να εισέλθει στις μυστικές ελπίδες του παραδείσου που το νέκταρ της μέθεξης χύνει στη ματωμένη ψυχή την αύρα των πνευματικών δροσοσταλιών της θείας αγάπης.

Ο θεός είναι πλέον «νεκρός». Πράγματι τον σκοτώσαμε. Όχι μόνο ο εξελικτικός βιολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Richard Dawkins που στο βιβλίο του με τίτλο «The God Delusion» (η πλάνη του Θεού), τον χαρακτηρίζει «δυσάρεστο ήρωα, άδικο, μνησίκακο, εκδικητικό, μοχθηρό τραμπούκο…», αλλά και όσοι πιστεύουν στη θεότητα του αλλά με τις ενέργειες τους προς τον Ίδιο και το συνάνθρωπο τους, αμφισβητούν τη διδασκαλία Του. Οι ένθερμοι φαινομενικά υποστηρικτές του ονόματος Του και συνάμα σταυρωτές Του. Όσοι υποκρίνονται πρώτα στον εαυτό τους (κάτι που δείχνει και την έλλειψη αυτοσεβασμού), στο Θεό και το συνάνθρωπο τους. Όσοι αφαίρεσαν την αγάπη, την ελπίδα, τη μετάνοια, την αοργησία, τη συγχωρητικότητα, την ταπείνωση,  ευλάβεια, την πραότητα, τα δάκρυα της ψυχής, της ελεημοσύνης, από τη φθαρτή τους ζωή και εξύψωσαν στη θέση των εκστατικών αυτών αρετών, την κακία, το μίσος, το φθόνο, το ψεύδος, την έπαρση, την αλαζονεία και κενοδοξία. Όσοι «σκότωσαν» το Θεό και τον βύθισαν στο μαύρο χρώμα του ράσου τους, ξεχνώντας να διακονήσουν ανθρώπινες και θλιμμένες ψυχές, αφού έπνιξαν στις μάταιες αναζητήσεις τους για χρήμα και ηδονή, τη δυνατότητα να σώσουν και να σωθούν.

Απεναντίας η απλότητα είναι εκείνη που ξεχωρίζει τον άνθρωπο και τον καθιστά αγαπητό στο Θεό και στο συνάνθρωπο. Όπως μας λέει ο αββάς Ησαΐας, «η απλότητα και το να μην θεωρεί κανείς τον εαυτό του σπουδαίο, αγιάζουν την καρδιά (και την καθιστούν απρόσβλητη) από τον πονηρό». Έτσι ανασταίνεται ο «νεκρός» Θεός που στα χέρια του και στα πόδια του καρφώσαμε με μανία τα καρφιά του ειδεχθούς προσωπείου που αναδεικνύει στην καθημερινή μας ζωή, η ασχήμια ενός εσωτερικού κόσμου που αρέσκεται να πληγώνει τον άλλον, να μισεί τον άλλον, να φθονεί τον άλλον, να σκοτώνει την ασκητική της αγάπης, να εξυψώνει τη θεολογία της άρνησης και όχι της σάρκωσης, και να τη θάβει στα χαλάσματα της ανθρώπινης πνευματικής αλλοτροίωσης.

Προβληματίζομαι. Κι αυτό διότι μεγαλώνοντας διαπιστώνω τα συνεχόμενα βαρίδια που φορτώνονται στην ψυχή και την αναστατώνουν. Λυπάμαι γιατί ο άνθρωπος έχει περισσότερη κακία μέσα στην καρδιά του παρά αγάπη. Όπως γράφει και ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος, «εάν ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας του θανάτου του Θεού, ο 20ος και 21ος αι. είναι ο αιώνας του θανάτου του πλησίον, αφού ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον συνάνθρωπο του, ζει σε ένα φίλαυτο εγωκεντρικό περιβάλλον, ο ατομισμός είναι κυρίαρχο στοιχείο, στην ζωή μας, πράγμα το οποίο δείχνει την αδιαφορία την οποία έχει ο άνθρωπος προς τον συνάνθρωπο του». Χάθηκε κάθε αίσθηση για συνύπαρξη και κοινωνία με το Θεό, τον συνάνθρωπο μας, τον άνθρωπο μας. Η εγωπάθεια και ο ναρκισσισμός, σκότωσαν το ανθρώπινο πρόσωπο και παράλληλα την ιερότητα του. Παράλληλα ανέδειξαν και κάτι πολύ άσχημο. Τη θέληση του ανθρώπου να γονατίσει το Θεό και να Τον υποδουλώσει∙ την ακόρεστη δίψα του για λατρεία της σάρκας και απογύμνωση της ηθικής ωραιότητας που γεννά η αγάπη και ο έρωτας∙ την απομόνωση του στο πέρασμα του χρόνου, ο οποίος και του αποδεικνύει με τον πιο τραγικό τρόπο, το σημείο όπου ο ίδιος αυτοκτόνησε αφού έζησε τα πάντα και με τέτοια ένταση στη ζωή του, αλλά χωρίς Θεό. Και όπως θεολογεί ο άγιος Αυγουστίνος, «μακρυά από το Θεό υπάρχει μόνον ο αιώνιος θάνατος∙ χαρά μας, η ειρήνη μας, η αγάπη μας, το τέλος κάθε πίκρας μας είναι μόνο ο Θεός».

Ο Θεός πέθανε. Εμείς τον σκοτώσαμε. Και το κάναμε αυτό γιατί δεν θέλαμε να βαδίσουμε ένα δρόμο που ματώνει τα γυμνά μας πόδια με βάσανα και θλίψεις. Έναν δρόμο που οι ανηφόρες του, σου υπενθυμίζουν πόσο «ειρωνικό» είναι να θες να σωθείς μέσα από τον πόνο. Ένα δρόμο σταυρικό για τον οποίο ο Χριστός δίδαξε πως «στενή είναι η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος, που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που τον βρίσκουν». Όμως όπως ψάλλουμε στα αναστάσιμα στιχηρά των αίνων του πλαγίου β’ ήχου, «ο σταυρός σου Κύριε, ζωή και ανάστασις, υπάρχει τω λαώ σου».

Σκοτώσαμε το Θεό. Σκοτώσαμε την αγάπη. Σκοτώσαμε κάθε προοπτική να νιώσουμε, να μυρίσουμε, να αγγίξουμε. Σκοτώσαμε τον εαυτό μας και τον άνθρωπο μας. Ξεριζώσαμε κάθε ίχνος ευαισθησίας και πνευματικής αισθητικής από την καρδιά μας. Μουντζουρώσαμε το χρώμα της αγάπης από την ψυχή μας. Σαν σύγχρονοι Αλέξανδροι λύσαμε το γόρδιο δεσμό της προσωπικής πολυπλοκότητας μας που συνδέει τον εαυτό μας με το Θεό. Σκοτώσαμε τον άνθρωπο, θάψαμε το Θεό και αυτοκτονήσαμε. Και τι έμεινε; Να καθρεφτίζεται η μοναξιά μας αφού όλα τα ζήσαμε χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς. Ο θάνατος του Θεού. Η ανάσταση του. Η θλίψη του πονεμένου ανθρώπου που δεν θέλησε να σκοτώσει τον άσχημο του εαυτό…

 

.