Ηρακλής Φίλιος : Μέθη ψυχών με το Νέκταρ του Παραδείσου

 

 

filos_hraklis

 

 

 

Οι φθινοπωρινές μας διαδρομές στα μέρη της ομορφιάς και της ασχήμιας ενός εαυτού που αναπτύσσεται, εγκλωβίζεται, αρέσκεται να συνδιαλέγεται, να αγαπά, να αγαπιέται, να μεταμορφώνεται και να διαχέει την κοινωνικότητα του, συνεχίζουν μέσα στις βροχές τις ηθικής αποξένωσης και αλλοτρίωσης ενός «είναι» που σου δίνει πολλές φορές την εντύπωση πως δεν θέλει να χορέψει μελωδικά πάνω στις γραμμές των χρωμάτων της ψυχής που στολίζουν την ατμόσφαιρα της υπαρξιακής του ολότητας.

Μιας ύπαρξης που ο Τριαδικός Θεός με την άπειρη Του αγάπη, κάλεσε σε μέθεξη στο αιώνιο κάλλος της αρχικής φύσης. Σε βίωση εκείνης της ομορφιάς που ο ανθρώπινος εγωισμός, της έγδυσε το χιτώνα της λαμπρότητας, «βίασε» την τελειωτική της προοπτική για ομοίωση και νέκρωσε τα πνευματικά αισθητήρια της που σκότωσαν μία ελπίδα προσωρινή όμως, για να ζήσει ο άνθρωπος μέσα στον παράδεισο. Όμως ο χαιρέκακος και αμετανόητος εωσφόρος δεν είχε λόγο στο σχέδιο της θείας οικονομίας που, «έντυσε» τον Θεό με ανθρώπινη σάρκα, απαλλαγμένο από την αμαρτία και τη φθορά για να καλέσει τον άνθρωπο να κερδίσει τη ζωή που έδιωξε. Και φυσικά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη σχέση αυτή με το Θεό και να μην ατενίσει το νησί της σωτηρίας της ψυχής του, αφού «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» όπως φιλοσόφησε ο σοφός Επιμενίδης.

Κι όμως η μανία και η λύσσα ενός αγγέλου που θέλησε να γίνει Θεός, δεν θέλχτηκε καθόλου από την αγάπη του Θεού και συνεχίζει να σκοτώνει τις προοπτικές τελείωσης του ανθρώπου και να «θάβει» την ψυχή του στα χαλάσματα της λησμονιάς του χθες που αγαπά να θυμίζει στο αύριο την αμαρτία, τη φθορά, το θάνατο. Έτσι ο άνθρωπος συνεχίζει να μάχεται στη ζωή ενάντια στον μισάνθρωπο εωσφόρο προσπαθώντας να ακούει σε κάθε του πτώση τους λόγους του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης που του λέει«να παρακολουθείς τα όσα συμβαίνουν μέσα στην καρδιά σου∙ να κοιτάς και ν’ ακροάσαι για να βρεις τι είναι αυτό που την εμποδίζει να ενωθεί με τον παμμακάριο Κύριο και Θεό μας».

Η σημερινή μας αγωνία θα εστιάσει την προσοχή της σε έναν νέο που κάποτε είχε πολλά πλούτη και τηρούσε τις θείες εντολές, αλλά όταν ο Χριστός του ζήτησε να πουλήσει όλη του την περιουσία στους πτωχούς για να κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος λυπήθηκε. Αξίζει να διαβάσουμε την παραβολή αυτή που η αγία μας εκκλησία θα υπενθυμίσει στο ευαγγέλιο της την ερχόμενη Κυριακή. «Κάποιος άρχων τον ερώτησε «Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω ζωή αιώνιο;». Ο Ιησούς του είπε «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνος ο Θεός. Τις ξέρεις τις εντολές. Να μην μοιχεύσεις, να μη φονεύσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Εκείνος δε είπε, «όλα αυτά τα φύλαξα από την νεανική μου ηλικία». Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, του είπε, «ένα ακόμη σου λείπει∙ πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασε τα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς και έλα, ακολούθησε με». Αλλ’ αυτός όταν το άκουσε, λυπήθηκε πολύ, διότι ήτανε πολύ πλούσιος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο λυπημένο, είπε «Πόσο δύσκολο είναι για εκείνους που έχουν τα χρήματα να μπουν στη βασιλεία του Θεού. Είναι ευκολώτερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Εκείνοι που το άκουσαν είπαν, «τότε ποιος μπορεί να σωθεί;». Αυτός δε είπε, «εκείνα που είναι αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

Όλα αυτά μου φέρνουν στο νου τα λόγια ενός μακαριστού επισκόπου του κυρού Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας, που έγραφε πως «όλοι μας έχουμε μέσα μας τον πόθο και τη βαθεία νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, αλλά συχνά, δεν ξέρουμε πώς να τα ικανοποιήσουμε». Ο νέος της παραβολής ήθελε να ζήσει την αιωνιότητα της βασιλείας, όμως δεν ήθελε να αποδεσμευθεί από την ύλη που έδενε την ψυχή του στη γη. Είχε πίστη, αναζητήσεις, πνευματικά ενδιαφέροντα, δεν είχε όμως αυτογνωσία και διάθεση υπακοής στο θείο θέλημα.

Οι θείες εντολές δεν είναι μονόπλευρες, μονοσήμαντες, στείρες, γυμνές από ικμάδες οικονομίας, αλλά έχουν βάθος και απέραντο πλάτος. Ο άνθρωπος δεν καλείται να υπακούσει σε μία τυφλή ηθικολογία, αλλά να δεχθεί στη ζωή του την οντολογική υπόσταση του θείου θελήματος που μεταμορφώνει ανακαινιστικά την ψυχοσωματική του υποστατική φύση. Ο άνθρωπος ελεύθερα επιλέγει στη ζωή του την τήρηση ή μη των θείων εντολών, κάτι που αποτελεί προνόμιο της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας και μας θυμίζει το ότι πλάστηκε ως λογική και αυτεξούσια φύση σύμφωνα με τον Γρηγόριο Παλαμά. Έτσι ο ανθρώπινος νους και η λογική συνδέονται αναπόφευκτα με το αυτεξούσιο και την προαίρεση του ανθρώπου που του δίνουν έτσι τη δυνατότητα να τρέπεται τόσο στο καλό όσο και στο κακό, σύμφωνα με τον ίδιο Πατέρα της εκκλησίας μας.

Ο πλούσιος νέος δεν ήταν ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε τις εντολές ή που ήταν αδιάφορος προς το θείο νόμο. Αναζητούσε, αγωνιούσε, αλλά η καρδιά του έπαψε να χτυπά στους ρυθμούς της αγάπης του Χριστού όταν απογοητεύτηκε από τα λόγια Του. Έτσι αν και πιστός στις δέκα εντολές, έμεινε ξένος στην μεγαλύτερη εντολή της αγάπης, της έμπρακτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο και δη στους φτωχούς συνανθρώπους του. Σαν να αρνήθηκε να γίνει ο αληθινά μεγάλος, αφού σύμφωνα με τους λόγους του Ιησού «εκείνος που θέλει να γίνει μεταξύ σας μεγάλος, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος, που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί αλλά να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο για πολλούς».

Ο άνθρωπος όταν τηρεί τις θείες εντολές απλά για να βγει από μία υποχρέωση προς το Θεό, δεν αντιλαμβάνεται την αγιαστική χάρη που αναδύεται από την κενωτική αυτή πράξη αγάπης, αλλά συμπεριφέρεται νομοτελειακά και ηθικολογικά. Αυτό κρύβει έναν επικίνδυνο συντηρητισμό και φαρισαϊσμό, αφού είναι αντίθετος στην προοδευτική κατά χάριν ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό, που απαγκιστρώνει την ανθρώπινη ψυχή από τα βαρίδια της υποκρισίας, της ανταπόδοσης μισθού για τα καλά έργα και ενός νοσηρού ηθικισμού που μέσα στο χώρο της εκκλησίας έχει μουχλιάσει ψυχές και έχει νεκρώσει καρδιές αφού αρέσκεται να διδάσκει την πίστη στα έργα ως καρπό της ανθρώπινης προσπάθειας, την αφοσίωση στο θείο χωρίς την υπακοή στον εκάστοτε επίσκοπο που είναι ο στύλος της τοπικής εκκλησίας και πνευματικός πατέρας.

Ο άνθρωπος της απλής τήρησης κάποιων εντολών, είναι τυφλός. Ξένος σε κάθε τι που γεννά η αγάπη, η συγχωρητικότητα και η μετάνοια. Είναι εκείνος που δεν βυθίζεται στις αγωνίες και στα δάκρυα του συνανθρώπου, του φτωχού, του πονεμένου, του θλιμμένου, του εγκληματία, της πόρνης. Τον βλέπει ως αμαρτωλό, τη στιγμή που ο ίδιος με την κατάκριση του έχει ήδη αμαρτήσει. Άλλες φορές βλέπει τον αυτό του ως αυτόνομη ετερότητα, ξενική από την αγαπητική ενότητα των προσώπων, κατά το τριαδολογικό πρότυπο κοινωνίας και συνύπαρξης. Νηστεύει για να τηρήσει απλά τη νηστεία. Όμως κατακρίνει τον συνάνθρωπο του και το στόμα του βγάζει τόση πνευματική δυσωδία που πληγώνει ψυχές και σκοτώνει πνευματικά τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και αναιρεί το νόημα της νηστείας. Κάνει ελεημοσύνη για να το διαλαλήσει. Όμως μία τέτοια ελεημοσύνη είναι άγνωστη προς τους λόγους του Χριστού που δίδαξε πως «όταν κάνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί, για να γίνεται η ελεημοσύνη σου στα κρυφά και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά». Έτσι λοιπόν δεν είναι μία απλή τήρηση κάποιων νόμων και εντολών, για να λάβουμε ανταπόδοση. Η σχέση αυτή δεν συγκρίνεται με τη σχέση Χριστού – Ουράνιου Πατέρα, που είναι σχέση αγάπης και υπακοής. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να βιώσει στο άφραστο ύψος τις θείες εντολές, χρειάζεται να ξεγυμνώσει αρχικά την ασχήμια του και να ντυθεί με ειλικρίνεια, αγαθή προαίρεση και αγάπη. Κι αυτά τα στοιχεία με τη σειρά τους αναδεικνύουν την πνευματική ωραιότητα ενός αγώνα που έχει πολλές πτώσεις μα και πολλές ανατάσεις.

Δεν αρκεί να πιστεύουμε στην αιώνια ζωή, αλλά με τις ενέργειες μας, με νου, καρδιά και ψυχή να δείχνουμε αυτό το ενδιαφέρον που ακουμπά στην πτυχή μιας ζωής που ξεκινάει ήδη από εδώ κάτω∙ από την επίγειο ζωή. Αρκούν τα λόγια του Χριστού για να αντιληφθούμε πως αποδεικνύουμε στην καθημερινή μας ζωή αυτή την αγάπη προς το θεανθρωποκεντρικό του πρόσωπο. Ο Ίδιος σχετικά δίδαξε πως «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με∙», δηλαδή «όποιος έχει τις εντολές μου και της τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπά». Τι νόημα έχει να έχουμε θεωρητική γνώση των εντολών του Θεού χωρίς να τις πιστεύουμε, πολλώ δε μάλλον χωρίς να τις συνδέουμε με την καθημερινή μας ζωή. Έτσι ο άνθρωπος δεν σώζεται, γι΄ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προτρέπει «ιδρώτι μάλλον, και μη ψιλώ λόγω τα θεία μανθάνειν σπουδάσωμεν». Η τήρηση των εντολών ελεύθερα και αβίαστα ξεγυμνώνει τον ανθρώπινο εγωισμό και ντύνει την ταπεινωτική φύση που είναι συνυφασμένη με τη θεολογία της σάρκωσης και της καλαισθησίας, μα και με τη βίωση του αληθινού και αιωνίου υπό το φως της μέθης του παραδείσου.

Αν ρωτήσουμε συνανθρώπους μας «ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σας;», θα μας απαντήσουν ποικιλοτρόπως «η ηδονή», «η χαρά», «ο πλούτος», «η ευδαιμονία», «η καλοπέραση», «η αιώνια ζωή». Και οι απαντήσεις αυτές δείχνουν και την ανάλογη πνευματική ωριμότητα του καθενός ικανή να διαμορφώσει προσωπικότητες και ψυχές, ανάλογα των θελήσεων μας. Σχετικά με το ζήτημα του πλούτου, ο άγιος Αντώνιος γράφει πως «από την αυθαίρετη αυτή επιθυμία μας (τον πλούτο), ποτίζεται ο θάνατος και έτσι πλανημένοι μένουμε στο σκοτάδι της αμαρτωλής ζωής, χωρίς να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας».  Σε γενικές γραμμές η ευδαιμονία είναι εκείνη που επιδιώκει ο άνθρωπος. Και ο νέος πλούσιος αναζητούσε την ευδαιμονία στον πλούτο, τον οποίο και δεν θέλησε να απαρνηθεί, αν και ήθελε να ζήσει την αιώνια βασιλεία του Θεού. Κι εκεί αντιλήφθηκε από τον Χριστό πως πλούτος και βασιλεία των ουρανών δεν συμβιβάζονται.

Ο άνθρωπος άλλοτε εννοεί την ευδαιμονία ως χαρά, άλλοτε ως πλούτο, άλλοτε ως σαρκική απόλαυση, άλλοτε ως βίωση του αγίου θελήματος, άλλοτε ως θείο έρωτα. Αυτό είναι το ζητούμενο. Η ευδαιμονία που είναι «απόκτημα της ψυχής του ανθρώπου» όπως λέει ο Δημόκριτος. Αυτή την ευδαιμονία αναζητούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι και τη συνέδεαν με την ηθική ζωή του ανθρώπου (πριν από τους Πατέρες της εκκλησίας), δηλαδή το «ευ ζην» και το «ευ πράττειν» σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Πάντοτε οι σοφοί της αρχαιότητας, οι θεοφόροι Πατέρες και ασκητές του θείου κάλλους, βίωναν στην πράξη την ηθική ζωή των θείων γραμμάτων. Δεν απουσιάζουν οι αξίες από τη σύγχρονη κοινωνία, ούτε μπορούμε να κάνουμε λόγο για «μεταξίωση» του ηθικού τρόπου διαβίωσης μας όπως κάνει ο Nietzsche. Εκείνο που απουσιάζει, είναι ο εμβαπτισμός στις αξίες του σταυρού που γεννά δάκρυ, πόνο κι αγάπη.

Η παραβολή αυτή ξυπνάει τη θαμμένη συνείδηση του ανθρώπου που πολλές φορές με αδικίες κερδίζει πλούτη υλικά, όμως φτωχαίνει το ταμείο της ψυχής αφού δεν το στολίζει με τα άνθη της μυρίπνοης φρεσκάδας που ξεχειλίζουν τους χυμούς τους μέσα στη ματωμένη από βάσανα και θλίψεις ψυχή. Ξυπνάει επίσης στον άνθρωπο την αυτογνωσία που ξέχασε να καλλιεργήσει με τα θεία νάματα της σοφίας και πίστεως. Μία αυτογνωσία που γονάτισε τη συνείδηση του και τον έκανε να επιβληθεί στη ζωή με τη δύναμη του πλούτου, αφού ερήμωσε στην υποκρινόμενη άγνοια κάθε επιδίωξη για πνευματική ανάκαμψη και πρόοδο. Αν ο άνθρωπος γνωρίσει ποιος είναι στην πραγματικότητα θα διαπιστώσει πως «γη ει και εις γην απελεύση» και πως όταν εγκαταλείψει την επίγειο ζωή, το μόνο διαβατήριο που θα φέρει μαζί του είναι η ψυχή του στη μεταθανάτιο ζωή. Σοφά λοιπόν η αγία μας εκκλησία ψάλλει με την εκφραστική γλώσσα του μεγάλου υμνογράφου και δογματολόγου αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού στα νεκρώσιμα ιδιόμελα «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον∙ ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα».

Ο άνθρωπος που αξιολογεί αντικειμενικά την τραγικότητα της ζωής αυτής, αντιλαμβάνεται πως ο αληθινός πλούτος βρίσκεται στη ζωή μετά θάνατον, στον παράδεισο και πως ήδη με τα γυμνά του πόδια βαδίζει από αυτή κιόλας τη ζωή, την οδό του δικού του προσωπικού μαρτυρίου. Έτσι ο σοφός και πνευματικός άνθρωπος αγωνίζεται να μάθει πως θα πλουτίσει στην αιωνιότητα και κάνει βίωμα του αυτή τη δίψα για βίωση, ξεκινώντας από την έμπρακτη αγάπη προς τους συνανθρώπους του που αποδεικνύει και την ειλικρινή και αγνή προαίρεση του σχετικά με την αγάπη προς τα θεία διδάγματα. Αν και ο πλούτος είναι ένα είδος ηδονής, γεννά μειονεκτήματα. Όπως φιλοσοφεί και ο Αρίστιππος «να επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλουμε να παρακάμπτουμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτές είναι περισσότερα».

Ο Χριστός κατέκρινε τον πλούτο, τον οποίο παραστατικά ο Μ. Βασίλειος παρομοιάζει με «αγχόνη των ψυχών, άγκιστρον του θανάτου, δέλεαρ της αμαρτίας». Δεν σκόπευε όμως στην καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας όπως οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που λειτουργούν με πρότυπα ανθρωποκεντρικά. Η ζωή αυτή που διδάσκει ο ορθόδοξος ανθρωπισμός και όπως εκφράστηκε από τον Θεάνθρωπο, τους Πατέρες και την Ιερά Παράδοση έχει αγιοπνευματικό περιεχόμενο, σαν το φως της μεταμορφώσεως που δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτό, εντούτοις φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής και αποσκοπεί όχι στην κοινωνική καταξίωση και αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, αλλά στη σωτηρία της ψυχής, κάτι που δίδαξε ο Θεάνθρωπος με την κένωση του Εαυτού Του. Επομένως ο ορθόδοξος πνευματικός λόγος νοιάζεται για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη δουλεία του κόσμου και την εξουσία του πονηρού και όπως σημειώνει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αυτό επιτυγχάνεται «διά της ελεημοσύνης υπέρ ημών».

Πόσο όμορφα γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για τη φιλοπτωχεία. «Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα μόνο σε αρετή…γίνε θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού. Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη…κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά». Και στην παραβολή ο Χριστός δείχνει τη συμπάθεια του για τον πονεμένο, για τον ανήμπορο, για τον φτωχό άνθρωπο με τη φράση του «πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασε τα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Ο Κύριος διδάσκει την ευεργεσία προς τον άλλον, τον έτερο, τον ξένο. Μία ευεργεσία που για τον πολιτικό φιλόσοφο του 17ου αιώνα Francis Bacon δεν εμπεριέχει την υπερβολή. Η ελεημοσύνη έχει ύψιστη σημασία στη θεολογία της εκκλησίας, καθώς όπως δίδαξε στην επί του Όρους Ομιλία «μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται».

Εκείνοι που άκουσαν τα λόγια του Χριστού στην παραβολή είπαν, «τότε ποιος μπορεί να σωθεί;»∙ κι Εκείνος τους απάντησε «εκείνα που είναι αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό». Στη ζωή μας πράγματι κάποιες στιγμές όλα αλλάζουν τόσο ξαφνικά που η λογική του ανθρώπου σκοντάφτει στο θέλημα του Θεού, που ξαφνιάζει τον άνθρωπο∙ άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε δυσάρεστα. Εξάλλου «των δ’ αδοκήτων πόρον ηύρε θεός», δηλαδή «και για τ’ απροσδόκητα βρίσκει τρόπο ο θεός», όπως γράφει στο έργο του «Βάκχαι» ο τραγικός ποιητής Ευρυπίδης. Έτσι όλα είναι δυνατά για το Θεό∙ είναι η χάρις του Θεού που χαριτώνει και ευωδιάζει πνευματικό μύρο στις ψυχές εκείνων που έμαθαν να αγαπούν, να ματώνουν, να ανεβαίνουν ανηφόρες και να ευεργετούν. Ο Θεός συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της τήρησης τους, αν και είναι δύσκολο κι επίπονο να της εφαρμόσει ο άνθρωπος, καθώς «το δυσανάβατον του ύψους της ισταμένης ενώπιον ημών εντολή, ουδόλως πρέπει να αποτρέπη ημάς από της εκπληρώσεως αυτής», με βάση τους λόγους του γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ.

Η συμπόνοια και η διακονία προς κάποιον που μας έχει ανάγκη και μας χρειάζεται, είναι μία ζωή που δίδαξε ο Θεάνθρωπος. Αν και ο Ίδιος Θεός, έγινε άνθρωπος «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» όπως θεολογεί ο Μ. Αθανάσιος. Γυρίστε για λίγο τα βλέμματα σας έξω. Δείτε τον φτωχό, τον πονεμένο, εκείνον που έχει ανάγκη να εισακουστούν οι κραυγές της δικής του προσωπικής αγωνίας. Νιώστε τον. Αγαπήστε τον. Σταθείτε δίπλα του. Αυτός είναι πλούτος. Απαλλαγμένος από δεοντολογίες και ηθικιστικά σχόλια που ειρωνεύονται στην ουσία το Θεό. Πλούτος είναι να δίνεις το χέρι σ’ εκείνον που σου φωνάζει. Πλούτος είναι να συμβάλλεις στην ανακούφιση της οικονομικής εξαθλίωσης του άλλου, ή να ντύνεις τις αγωνίες του με τα δάκρυα σου. Πλούτος είναι να αγαπήσεις τον άλλον όσο αμαρτωλός κι αν είναι, ό,τι κι αν σου έχει κάνει. Δύσκολο∙ πολλές φορές τραγικό∙ γιατί αναστατώνει τον εγωισμό∙ όχι ακατόρθωτο. Εξάλλου όπως είπε και ο Χριστός: «όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

 

 

 

.