Ηρακλής Φίλιος : Με τα πόδια στο νερό…

aaa562

Η κατάληξη των σκέψεων και η αρχή της επιθυμίας. Η επιθυμία χωροχρονικά φωτίζει τη ζωή της σκέψης με μία συνέχεια. Βέβαια η τραγικότητα είναι αυτή η συνέχεια να ζει στην ασυνέχεια της ζωής, στη σύγχυση της και στην αδιαφορία της.

Έχω την αίσθηση πως πολλές φορές ο στόχος παύει να λειτουργεί δημιουργικά μα περισσότερο τελειωτικά στην οντολογική του ύπαρξη (ένας στόχος που δεν υπάρχει θέληση για πραγμάτωση του δεν είναι στόχος, αλλά ουτοπία). Και τότε μοιάζει με καημό. Έναν όμορφο καημό του «εν γένει πάσχοντος ανθρώπου» κατά τον ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Και σίγουρα όλοι οι άνθρωποι έχουν όμορφους πόθους, όμορφους καημούς. Περιγραφικά ενθουσιάζουν. Βιωματικά πονούν.

Στην πορεία της επίτευξης τους, κάποιοι ολιγοπιστούν, άλλοι δε τρέπονται σε φυγή και άλλοι αναθεωρούν στάσεις και απόψεις. Κι αυτό γιατί το όνειρο, ο πόθος, αυτή η ομορφιά του καημού δεν είναι δρόμος που θα βαδίσεις με ευκολία. Δεν είναι δρόμος που έχει ευθεία κι ανενόχλητη πορεία. Είναι δρόμος σταυρικής θυσίας. Δρόμος με πόνο, αίμα ψυχής, αίμα αγάπης, σιωπές δακρύων, γυμνότητα μοναξιάς, φύσημα ανάσας, ψίθυρους απόγνωσης, φιλί ανέμων. Να θυμάσαι τους λόγους του Ιωάννη του Σιναϊτη για την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Να τους χωρέσεις στη χώρα των άλογων λογισμών και των ειδωλικών νοήσεων της φύσεως της ενάργειας των πραγμάτων. Αν τις διαβάσεις στην Κλίμακα, την επόμενη ημέρα είσαι πάλι γυμνός. Αν τις διαβάσεις, τις αναζητήσεις και τις εγκληματήσεις στον πάσχοντα Θεό, τότε έχεις προοπτική, έχεις πιστή, ελπίδα κι αγάπη. Τότε και η επόμενη ημέρα αρχίζει να αλλάζει.
Ποιο εύκολα κατανοείς τα της φύσεως και τον π. Φιλόθεο Φάρο, παρά τους ανθρώπους. Κι όταν αυτό το αντιληφθείς, έρχεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια. Η αλήθεια δεν έχει όψεις. Δεν έχει διλήμματα. Είναι πιο «ευθεία» κι απ’ την ευθεία που συνάντησες στα παραπάνω λόγια. Ακέραιη. Δεδομένη για την ουσία της. Προκλητική για τη βίωση της. Αν την αλήθεια την μοιράσεις και διστάσεις τι είναι αλήθεια και τι όχι, τότε ο κόσμος σου κινείται στην επιρροή του άλλου και δεν αντικρίζεις την οντολογική ταυτότητα της.
Θες να θυμηθείς ξανά τον στόχο σου; Να σκεφτείς την πορεία που διέγραψες; Αν έχεις συνηθίσει στην άσκηση της αυτοσυνειδησίας, θα απογοητευτείς. Μα περισσότερο θα σε απογοητεύσουν οι άνθρωποι. Και τραγικότερα οι άνθρωποι σου. Μην αναζητάς στα όσα γράφονται αυτή τη στιγμή εμμονές και απωθημένα. Αυτά είναι καλό να τα ζήσεις για να απομυθοποιήσεις την κίνηση της κτιστής σκέψης που βλέπει παντού σκιές και αμαρτίες. Να ζήσεις τη φθορά, να ζήσεις την αμαρτία. Να χαίρεσαι για την ευλογία αυτή και να δοξολογείς τον Τριαδικό Θεό για τις εμπειρίες που σε έμαθαν να έχεις την καλύτερη γνώση. Τη γνώση των τεχνασμάτων του μισάνθρωπου διαβόλου. Γιατί χωρίς εκείνον και τις ευεργετικές πτώσεις σου, δεν θα ανάσαινες στην ανάσα της αγιοπνευματικής χαράς και μέθεξης, αλλά αντίθετα νεστοριανικά θα κινούσουν στη μονομέρεια της απολυτότητας και στην απολυτότητα της μονομέρειας.

Μα κι αν γνωρίζεις τα τεχνάσματα και τις παγίδες, μόνος είσαι ανίκανος. Κι αν θεωρήσεις πάλι την επίτευξη ως μέρος μιας δικής σου πραγμάτωσης αυτοδικαιωτικής επιβεβαίωσης, τότε είσαι πιο γυμνός από ποτέ ψυχικά κι ευάλωτος. Ο πνευματικός πατέρας συμπαραστέκεται στη ζωή σου και με διάκριση σε βοηθά να βαδίσεις με επίγνωση το δρόμο σου. Αυτή είναι η ομορφιά της πίστης. Ζωή που βάζει Χριστό σε όλα. Η ζωή της θεολογίας της ορθόδοξης ανατολής μυρίζει λιβάνι που αναστατώνει τις αισθήσεις σου και τις διεγείρει. Λιβάνι που σε ακινητοποιεί, σε συνεφέρει και σε κατευθύνει ενώπιον Εκείνου που νίκησε την τάξη της φύσεως και χώρεσε στη χώρα του αχωρήτου. Στη μήτρα της Θεοτόκου. Γι’ αυτό και με θαυμάσιο και αντινεστοριανικό (κατά το «Θεοτόκος» κι όχι «Χριστοτόκος» ως ανθρωποτόκος του Νεστορίου) καθώς και αντιπλατωνικό τρόπο (κατά του «θεός δε ανθρώπω ου μείγνυται»), ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει στους Ύμνους Θείων Ερώτων «βλέπε Χριστόν εν μήτρα και τα εν μήτρα νόησον και μήτραν υπεκδύντα και πόθεν εξερχόμενος ο θεός μου διήλθε».
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα δεν είναι το αειπάρθενο της Θεοτόκου, αλλά το γεγονός της θεομητρότητας της, αφού η ίδια έγινε «ο ευρύχωρος τόπος που χώρεσε τον Λόγο» σύμφωνα με τον άγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κων/πόλεως. Αυτή λοιπόν η κένωση και φιλανθρωπία αν προβληματίσει τον άνθρωπο, γίνεται αρχή χαράς. Αληθινής χαράς, που ποτέ και κανένας και κανένα ηθικοφιλοσοφικό σύστημα δεν κατάφερε να δώσει στον πονεμένο άνθρωπο. Στον άνθρωπο της μοναξιάς, στον άνθρωπο των απεγνωσμένων ερωτήσεων.
Κι αν πάλι κάποιο σύστημα το επιχείρησε, τότε είχε την κατάληξη του Nietzsche, αφού το επέκεινα των προσδοκιών του υπερανθρώπου, δεν απέδωσε ποτέ κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα (ως αντιστάθμισμα στη σχέση δυνατών – υποταγμένων), αλλά αντίθετα υποκλίθηκε στο άπειρο της φιλανθρωπίας της Ενανθρωπήσεως. Ενός Θεού ενανθρωπήσαντος («φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» – σύμφωνα με την ερμηνεία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρέα κι όχι εκείνη του Απολλιναρίου) κι όχι ενός «ανθρώπου Θεοφόρου» σύμφωνα με τον Νεστόριο.
Κι ενώ το παράδοξο της ενανθρώπησης του Θεού όχι μόνο είναι αλήθεια, αλλά και συντριβή των νόμων της φύσης και της ίδιας της φυσιολογικής τάξεως αυτής, στην ανθρώπινη ζωή κάθε μέρα παράδοξες λογικές και αχώρητες σκέψεις επιβλητικά επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στο νου του ανθρώπου, να τον μπερδέψουν, να τον αποπροσανατολίσουν από τους στόχους του και να τον απομακρύνουν από τον Θεό. Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μία ζωή όπου πολλά ονόματα παρελαύνουν. Και αφήνουν γλυκιές ή πικρές αναμνήσεις. Θετικές ή αρνητικές ωφέλειες έχουν.
Τα πρόσωπα που δεν ανταποκρίθηκαν στην τέχνη του «συνέχειν» κι επομένως στην ασκητική της αγάπης, είναι ιδέες. Ούτε καν ξεθωριασμένες εικόνες. Ούτε καν είδωλα του εαυτού τους. Είδωλα του εαυτού τους θα ήταν σε περίπτωση που αυτοαναιρούνταν ως εικόνες που αρνήθηκαν την τελειωτική τους προοπτική, εκπίπτοντας στον προσωπικό τους εκμηδενισμό. Εντούτοις αποτελούν ιδέες που σαν αφηρημένες ιδεολογίες δεν άντεξαν τον άλλον, τον συνάνθρωπο τους και εν τέλει υπήρξαν για να αναλώνονται στην επίμονη και επίπονη αυτοκαταδίκη της σύνολης ιδιοσυγκρασιακής τους προαίρεσης που ζούσε για τη ζωή της φιλαυτίας κι όχι για τη ζωή του άλλου, τη ζωή των άλλων.
Αν λοιπόν πίστεψες στην αποκλειστικότητα των ανθρώπωνκαι την «αυθεντία» τους, αρνήθηκες τον Θεό. Αυτοανακηρύχθηκες σε θεοποιημένο άνθρωπο, αρνούμενος τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διείδες τη σωτηρία ως μόχθο. Ως διακονία των άλλων, κι όχι του εαυτού σου. Ως άδειασμα για το «γέμισμα» των άλλων κι όχι της ύπαρξης σου. Δημιούργησες είδωλα με τις εικόνες των άλλων (τα οποία στην αλήθεια του χρόνου καταστράφηκαν), ή αυτοθεώθηκες, αναμένοντας την τακτοποίηση των σκέψεων, τη μείωση των άσχημων λογισμών και τη λύση των προβλημάτων – θεμάτων από έναν εαυτό που πάσχει χωρίς να το γνωρίζεις, αγνοώντας τον πάσχοντα Θεό που έπαθε για τη δική σου σωτηρία.
Και τι γίνεται όταν κανείς από τους άλλους δεν σου δίνει τη λύση γι’ αυτό που βασανίζει τις σκέψεις σου; Καταδικάζεις τη σωτηρία σου μέσα από μία αρειανική λογικοκρατία που δεν εμφορείται θείας φώτισης; Κινείσαι στη μονομέρεια και στην απόσχιση από την αληθινή φύση σαν άλλος Νεστόριος; Αρνείσαι να προσκυνήσεις την εικόνα του Θεού ως εικονομάχος και υπακούς στη δική σου εικόνα;
Να είσαι σίγουρος πως μόνο ένας έμπειρος πνευματικός με αγάπη και διάκριση μπορεί να σταθεί σε σκέψεις που αρνούνται ώστε να γίνουν δεκτικές. Σε λογισμούς που αναστατώνουν και ματαιώνουν, ώστε να γίνουν δημιουργικοί. Λογισμοί πνευματικοί, μυσταγωγικοί. Λογισμοί ιερατικής αγάπης και διακονίας για εκείνους που τα αφήνουν όλα για την αγάπη του Θεού. Σε ανησυχίες και μοναξιές που μπορούν να βιώσουν σε σένα και στους άλλους ως αγαπητική κοινωνία μία συνύπαρξη τριαδολογικής βάσεως. Ενός προτύπου αρχής και κοινωνίας με κάθε τι που διαφέρει από εσένα. Με κάθε έναν όμως που θέλει να ζήσει για σένα.

Κι όλο αυτό συναντάται μόνο σε ένα μέρος. Μέρος που δεν έχει όρια κτιστότητος όσον αφορά την προσέγγιση του χώρου, αλλά και την αίσθηση του χρόνου, τον οποίο μυστηριολογικά καταργεί. Το ιερό θυσιαστήριο. Αναφέρει σχετικά με πολύ όμορφα λόγια, ο αγαπητός Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας κ.κ. Θεόκλητος, τα παρακάτω: «Για εμάς τους ορθοδόξους κέντρο όχι μόνο της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής μας, αλλά και ολοκλήρου του βίου μας είναι η Αγία Τράπεζα. Πέριξ αυτής κινείται ολόκληρη η ύπαρξη μας, οι πόθοι μας, οι οραματισμοί μας, οι αποφάσεις μας. Το θυσιαστήριο και η αναίμακτη ιερουργία η οποία τελείται πάνω σ’ αυτό, μεταγγίζει στους πιστούς τη ζωή του Χριστού. Ο πιστός μετέχοντας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, γίνεται σύσωμος και σύναιμος Αυτού. Έχει το ίδιο σώμα με τον Χριστό και στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα με Αυτόν τον Χριστό. Έτσι όσο πιο κοντά είναι ο πιστός στο θυσιαστήριο και μετέχει της ουρανίου αυτής τροφής, τόσο περισσότερο ο Ιησούς ενοικεί στην καρδιά του, μορφώνεται η Αγία Μορφή Του εντός του, χριστοποιείται, γίνεται Χριστός κατά χάριν».

Αν λοιπόν όλες οι σκέψεις δραπετεύσουν από ανθρώπινα σχήματα, μικρότητες και εμπάθειες και βυθιστούν στη ζωή του Ενός, τότε όλα αδύναμα στο χώρο και το χρόνο ενώνονται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο εμπαθής, ο μνησίκακος, η πόρνη, ο μοιχός, ο δολοφόνος, ο εγωιστής, ο άδικος, ο υβριστής. Μία ένωση μέσα από την αυτογνωσιακή προσέγγιση της αμαρτωλής φύσεως που ανίκανη και μόνη δεν δύναται να σωθεί. Αλλά και πάλι σώζεται χάριν ελέους.

Να αγαπάς και να ερωτεύεσαι. Συνέχισε να ηρεμείς. Ακόμη και στην ομορφιά της φύσης που μόνο ευωδιάζει σε όσα δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις. Σε όσα δεν ήρθε η ώρα τους. Σε όσα αρνήθηκες τον συμβιβασμό της ζωής σου με αυτά. Σε όσα ίσως δεν έρθει ποτέ η ώρα τους. Καθάρισε το νου σου με εικόνες της φύσης. Με τη γλυκιά ευχή. Ψιθύρισε την. Νιώσε την. Βάλε την στα χείλη σου. Στα χείλη των άλλων. Μέσα σου. Εκεί έξω. Στο άκουσμα του ήχου του νερού που κυλάει. Με τα πόδια στο νερό…

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
([email protected])

.