Ηρακλής Φίλιος : Η λησμονιά της σάρκωσης

filos_hraklis

 

 

 

Κάθε ελπίδα, κάθε όνειρο νέο

το χαϊδεύει σαν αύρα

ζωοδότρα στα εαρινά φύτρα.

Κι αν αυξάνει και γίνεται ωραίο,

είναι η γόνιμη ορμή του

που θα γίνει η σκληρή καταλύτρα.

Η ρομαντική κι ευαίσθητη ψυχή της Μαρίας Πολυδούρη στο ποίημα της «Ο πόθος της ζωής», ξεδίπλωσε τις αγωνίες και τους πόθους κάθε ελπίδας, κάθε ονείρου. Κι όλα αυτά σαν αιθέρια αύρα με μία κίνηση ορμητική, εκστατική, κίνηση για ζωή.

Είναι φαίνεται η έμφυτη τάση του ανθρώπου και οι άγνωστες ψυχικές του δυνάμεις που τον ανασύρουν από τη δυσωδία της χθεσινής ζωής του, τις αποτυχίες του, τις πτώσεις του και τον ωθούν στην πληρωτική κι ερωτική αύρα για κοινωνία και συνύπαρξη μέσα από τη βίωση. Η υποκρισία του σύγχρονου ανθρώπου είναι τόσο βρωμερή και συνάμα ανόητη. Η πτώση του είναι φυσιολογική, μα η εμμονή σ’ αυτήν είναι πάθος. Είναι εκεί που σκοτίζεται ο νους του, μαραζώνουν τα άνθη της καρδιάς του και στάζουν μίσος και κακία τα κλήματα του δέντρου της ψυχής. Και τότε έρχεται η επιβεβαίωση μιας ειδωλολατρικής αυτοϊκανοποίησης  ενός εαυτού που έθεσε τον ίδιο ως Θεό και τον Θεό ως κτίσμα. Πόση αλαζονεία και πόσος εγωισμός έχει μουχλιάσει ακόμη και τις λιγοστές ελπίδες για ανάταση∙ ανάταση μιας ψυχής που έχει λησμονήσει να ζει για τα υψηλά και να εκφράζει δια της αγαπητικής ωραιότητας κάθε τι που ευωδιάζει νήψη και μετάνοια.

Δεν βρίσκω ωραιότερα λόγια από αυτά του Γρηγορίου του Θεολόγου που αναφέρεται στην ενανθρώπιση του Θεού, θεολογώντας σε ύψιστη εκφραστική γλώσσα πως «ο άσαρκος σαρκώνεται∙ ο Λόγος γίνεται υλικός∙ ο αόρατος οράται∙ ο αναφής ψηλαφιέται∙ ο άχρονος αρχίζει». Πώς να χωρέσει ο ανθρώπινος νους την ολότητα της θείας κένωσης και το μυστήριο της σάρκωσης αυτής; Μιας σάρκωσης της αγάπης για την επαναφορά του ανθρώπου στο αρχικό κάλλος που ο Αδάμ και η Εύα απώλεσαν εξαιτίας της δίψας για ισοθεΐα.

Πέρα από το χρόνο η πραγματικότητα μιας υπόσχεσης που θα αναστήσει ξανά την πονεμένη και έρημη ψυχή, υφίσταται στο «σήμερον» της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας που το παντρεύει με το χθες, στην προοπτική της αιώνιας βίωσης των μεθυστικών εξυψώσεων που η ψυχή βιώνει στην κατάσταση του παραδείσου. Η πραγματικότητα πέρα από το χρόνο είναι η πραγμάτωση όλου του σχεδίου της θείας οικονομίας. Αφοπλίζει τη στατικότητα∙ ενισχύει τη δυναμικότηταταξιδεύει στην αιωνιότητα. Και η πραγματικότητα είναι η ελπίδα που γεννήθηκε με τη γέννηση του Θεανθρώπου. Όπως πολύ όμορφα γράφει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος «η ένωση μας με τον Χριστό δεν γίνεται με αφηρημένο τρόπο, αλλά υπαρξιακά και πνευματικά, και βιώνεται ψυχοσωματικά∙ αισθάνεται κανείς μέσα του μετάνοια, αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, αίσθηση ζωής αιωνίου, μεταμόρφωση των παθών».

Αυτή η σάρκωση της αγάπης τείνει να σκοτίσει κάθε ντεϊστική αντίληψη και να φωτίσει πορείες πτώσεων που αν και αμαύρωσαν μία προοπτική τελειωτικής κίνησης, εντούτοις δεν την αφάνισαν. Αυτή η κένωση, αυτό το άδειασμα του Τριαδικού Θεού που έλαβε την ανθρώπινη σάρκα απαλλαγμένη από την αμαρτία και τις πτωτικές της συνέπειες, ένωσε τον Θεό με τον άνθρωπο καθώς «κενούται μεν γαρ η θεότης, ανακαινούται δε το ανθρώπινον» σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσση.

Η ενανθρώπιση είναι τόσο ύψιστο γεγονός και συνάμα πραγματικότητα σωστικής σημασίας για το ανθρώπινο γένος, καθώς συναντάται ως μία «προτύπωση» στο έργο «Αλκιβιάδης», όπου ο Σωκράτης «ο άνθρωπος πρέπει να είναι σε αναμονή μέχρι να φθάσει ο καιρός να διδαχθεί παρά του προσδοκώμενου υπεράνθρωπου Διδασκάλου ως δει προς θεούς και προς ανθρώπους διακείσθαι». Και είναι κένωση, ταπείνωση για όλη την ανθρωπότητα και όχι για club εκλεκτών και καθαρών που αρέσκονται να αυτολυτρώνονται μέσα από τα γυάλινα έργα της ατομικής τους σωτηρίας.

Η ζωή του ορθόδοξου ανθρωπισμού ουδέποτε στηρίχτηκε σε αυτοσκοπούς. Η νηστεία, η προσευχή, η ελεημοσύνη, η εγκράτεια από μόνες τους δεν σώζουν την ανθρώπινη ψυχή την οποία κι εγκλωβίζουν σε ουτοπικές εναέριες αυτοδικαιώσεις όταν κάθε προοπτική για σωτηρία χωρίς την ηδονή της αγάπης καταργείται. Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός αναδύει ό,τι σκότισε κι έθαψε ο ευσεβιστικός και νοσηρός νους στα συντρίμμια του πνευματικού του θανάτου. Η βίωση της αγάπης έλκεται από απλά λόγια, θεανθρώπινα λόγια αληθινής σοφίας: «Διότι επείνασα και μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και μ’ εποτίσατε, ξένος ήμουνα και μ’ επήρατε εις το σπίτι, γυμνός ήμουνα και μ’ ενδύσατε, αρρώστησα και μ’ επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουνα και ήλθατε σ’ εμέ». Τότε όλα γίνονται Χριστός. Και τότε όλα γίνονται Χριστούγεννα.

Όμως ο σύγχρονος άνθρωπος λησμόνησε και αρέσκεται να ερωτοτροπεί με οτιδήποτε τον κάνει να απομακρύνεται από αυτή την ανάγκη για την επάνοδο του στη δόξα του πραγματικού. Σιωπά στα δάκρυα των πονεμένων και μοναχικών ανθρώπων και κραυγάζει στους ήχους της μουσικής που όλες τις μέρες της ματαιότητα τους στολίζουν την ερημιά της ψυχής του με εφήμερες απολαύσεις. Η αποκλειστική εντόπιση της χαράς και της ευτυχίας στα ρεβεγιόν, στα πάρτυ, στην ξέφρενη ζωή, αφήνει κενό στην ψυχή του ανθρώπου. Αφού με το πρώτο φως της ημέρας, ο πόνος, η φθορά, η αμαρτία εξακολουθούν να υφίστανται, αφού η χθεσινή νύχτα δεν κατάφερε να τα εμποδίσει να υπάρχουν στη ζωή του. Κάθε ευδαιμονιστικό σύστημα όμως που δεν θέτει ως προϋπόθεση το ηθικό αγώνισμα της ψυχής του ανθρώπου αποβαίνει εντελώς υλιστικό και καταλήγει στον άκρατο ηδονισμό, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Έτσι ο λαβύρινθος του γίνεται ο καθρέφτης της ανιαρής ζωής του που βυθίζει νου και ψυχή σε μέρη που μόνο Θεός δεν υπάρχει.

Έτσι η σάρκωση της αγάπης, της συμπόνιας, της ταύτισης, της μετάνοιας, των δακρύων της χαράς και της λύπης, γίνονται σάρκωση μιας λησμονιάς που έθαψε στον τάφο της ματαιότητας κάθε ικμάδα ανάτασης προς τα άνω. Η κακία και το μίσος. Η απάθεια και η εκδίκηση. Η ασθένεια της μνησικακίας και του φθόνου. Καρκίνοι της ανθρώπινης ψυχής που την σκότωσαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων στην αγωνία της χρηματικής κι ερωτικής ηδονής που γύμνωσε σώματα και σταύρωσε ψυχές∙ ξεχνώντας τον συνάνθρωπο που έμαθε να εργάζεται μυστικά στο εργαστήρι του πόνου και της λύπης, όπου τα δάκρυα των ματιών του αναβλύζουν εκείνη την υπαρξιακή ανάγκη για ταύτιση με τον Θεάνθρωπο και συμπόρευση στο δρόμο του μαρτυρίου. Ενός μαρτυρίου που γνωρίζεις πως ίσως εδώ δεν σε αναστήσει και δικαιώσει, όμως στην αιωνιότητα του παραδείσου θα σε μεθύσει με το άγιο και πνευματικό στοιχείο της ομορφότερης ζωής που υπήρξε ποτέ.

Ο άνθρωπος της ευκαιριακής ικανοποίησης πόθων και επιθυμιών που γίνονται αυτοσκοποί στη ζωή του, λησμόνησε να σαρκώσει την αγάπη. Και μαζί με την αγάπη να σαρκώσει την ευωδία της μετάνοιας, της συγχωρητικότητας και της κατανόησης του άλλου. Αντίθετα σάρκωσε τον εγωισμό της αυθαίρετης σωτηρίας∙ μιας σωτηρίας που δεν τον λυτρώνει αλλά τον σκοτώνει.

Αν ο άνθρωπος σάρκωνε μέσα του την αγαθή προαίρεση, την κατανόηση για την αμαρτωλότητα του άλλου, τότε θα στεκόταν δίπλα του∙ θα τον συγχωρούσε∙ ίσως και να τον αγαπούσε. Όταν όμως εθισμένος από χαρές που διαλύονται και γυμνώνουν την ψυχή του ξεχνάει τον συνάνθρωπο, ξεχνάει και το Θεό. Είναι η λησμονιά της σάρκωσης της αισθητικής ωραιότητας που ερωτεύεται την αγιοπνευματική μέθεξη των άδηλων και κρύφιων μυρίπνοων αρετών. Μόνο που αν λησμονήσεις να γεννήσεις ευχάριστες χαρές που θα μεταμορφώσουν την ψυχή σου, θα λησμονήσεις να ζεις. Γιατί η σάρκωση είναι η ίδια η ζωή…

Καλή χρονιά…

 

 

.