Ηρακλής Φίλιος : Φύσις επί τάδε, ζωή εν επέκεινα

drink1

Φύσις. Η φύση των πραγμάτων, η ενάργεια τους και η μυστική τους αλήθεια που εντούτοις φανερώνεται χωρίς αδολεσχίες και μυστικιστικές παρορμήσεις. Και φανέρωση είναι σάρκωση εντός του εαυτού, η γέννηση του άσαρκου στοιχείου τους εντός μου πάλι αδημιούργητου πληρώματος.

Αν κάθε τι έχει μέσα του ως στοιχείο βασικό και αναπόσπαστο τον όρο «πλήρωμα» τότε ίσως οι πεποιθήσεις της ανθρώπινης χοϊκής ανησυχίας να έβρισκαν την ανταπόκριση τους στο πρόσωπο του αληθινού, του βέβαιου, του θείου. Έτσι το πλήρωμα ως «ακανθώδες» ζήτημα θα δημιουργούσε μία ανισόρροπη ανακατανομή. Ως εννοιολογική και πληρωτική έκφραση θα δραπέτευε σκανδαλωδώς από το επέκεινα και δεν θα είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να τοποθετήσει την επιβλητική του φύση στη φύση κάθε διαχρονικού σταθμού. Ενός σταθμού μέσα στα όρια της περατότητας βέβαια, όχι ως ακατάληπτη ουσία, αλλά ως κτιστή πραγματικότητα που σχετίζεται με την εκ του μη όντος δημιουργία εις το είναι.

Μόνο αυτός ο τρόπος παρουσίας του πληρώματος θα επιβεβαίωνε τις εναρμόνιες απορίες δίνοντας παράλληλη τρομερό και ανεπανάληπτο χτύπημα στη ροή του χρόνου που ως έσχατος θα είχε την αναφορά του και στο χθες και στο τώρα και στα ενδιάμεσα αυτών στάδια. Έτσι ίσως εξομαλύνοντας οι οποιεσδήποτε οικογενειακές, φιλικές και πνευματικές σχέσεις αφού η απάντηση δεν θα φάνταζε, αλλά θα ήταν όντως το τέλος στο έρεβος της αγνωσιακής βεβαιότητας. Υπέροχο και εκστατικό. Ως ερέθισμα δροσιστικό στο νου της ζάλης και στους λογισμούς που βυθίζουν στο απύθμενο της κατάπτωσης. Γίνεται πιο βαθιά; Γιατί όχι;

Το επέκεινα γιατί πρέπει να μοιάζει συνήθως έως και πάντοτε τρομακτικό και απλησίαστο από την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία που αρνείται να ζει στο μετά που δεν γνωρίζει, αλλά εντούτοις να αποφεύγει την αλήθεια της ζωής που συνεχίζει; Το επέκεινα δεν είναι απόλυτα μία aprioriυπαρξιακή ανησυχία σε γλώσσα μεταφυσικής αγωνίας για τη συνέχεια του βίου σε αδίδακτες ύλες, αλλά πόθος κι έρωτας γι’ αυτό που θέλει η κάθε αυτεξούσια ύπαρξη να είναι. Μία μεταφορά δηλαδή σε άλλο χρόνο και χώρο. Όχι αναγκαστικά του περάσματος, αλλά του ερχόμενου.

Ο μετασχηματισμός μιας φυσιολογικής μετατόπισης του είμαι στο θέλω να είμαι και του δεν γίνομαι στο θέλω να γίνω. Μακριά από αποτυχημένες και δοκιμασμένες συνταγές που θέλουν να είσαι και δεν είσαι, που θέλουν να γίνεις, αλλά δεν θες να γίνεις. Αν η κάθε ανθρώπινη σκέψη κατάφερνε με ελιγμούς να υπάρξει αμύητη για τον κάθε αδιάφορο και άμαθο έως και τραγικό άνθρωπο, τότε θα έκρυβε μέσα της το φανερό του επέκεινα. Ο απόλυτος τρόμος προέρχεται όχι από το άγνωστο που θέλω να γνωρίσω ή από το δύσκολο που θέλω να κάνω προσιτό, αλλά από τη λαγνεία του φόβου που γεννά η δεισιδαιμονία και η ανύπαρκτη πραγμάτωση του είναι σε υπερβατικό σχηματισμό και νοησιαρχικά χαϊντεγκεριανό Είναι.

Η αισθητική ομορφιά και ο συμπλεκόμενος ερωτισμός των σωμάτων όλης της ελεύθερης ύπαρξης, εντρυφώντας στο άγιο συναίσθημα της ασκητικής που μεταμορφώνεται σε ζωή, έγκειται στη μετατόπιση της φύσεως του επί τάδε στη φύση της αληθινής ζωής του επέκεινα. Ζωής ποθούμενης, φιλοσοφούμενης, ιδιαίτερα όμορφης. Ως τέχνη έχει μέσα την καλαισθησία. Ως φύση επί τάδε την ανάγκη για φυγή. Σωτήρια, ιστορική. Καθόλου δειλή και ανήμπορη. Ως εμφύσημα αγάπης έχει ζωή εν επέκεινα σε μία ζωή του θέλω και που θέλω. Μιας φύσεως ζωής εν επέκεινα.

ηρακλής φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)