Ηρακλής Φίλιος : Άρνηση συνειδησιακής ίασης

filios hraklis th

Αν καθόμουν να τιθασεύσω λέξεις και όρους που γυρνάνε στην ατμόσφαιρα της λογικής, να τακτοποιήσω την ορμητική τους και ίσως κι επικίνδυνη κάποιες φορές έλξη που ασκούν στο ανθρώπινο μυαλό, ίσως να κατάφερνα να λογικέψω τάσεις και σκέψεις.

Όμως γνωρίζοντας πως η βούληση έχει γίνει η απομύθευση της εικόνας που έχασε την αλήθεια της ορολογίας της, θα απογοητευτώ. Και θα προτιμήσω να ανοίξω ένα Reisling όχι μόνο για να απολαύσω τη φρουτώδη γεύση και τα αρώματα των λουλουδιών, αλλά περισσότερο για να γλυκάνω το νου μου με την «τυφλή, απεριόριστη και ακατάπαυστη ορμή της βούλησης» όπως άριστα την εκφράζει ο Schopenhauer.

Η απογοήτευση καταντά αυτοκτονική νεύρωση και απόλυτη άρνηση του Θεού όταν στοχεύει στην ερμηνεία των ιδεών και των καταστάσεων μέσα από την απολυτότητα της ειδωλικής και αποθεωτικής ψύχωσης του εαυτού. Κι αυτό διότι ο εαυτός αρέσκεταινα συγχέεται στους λαβύρινθους της αγέννητης και ανώριμης σκέψης και να αυτοκτονεί στο παρελθόν που η μόνη αγάπη που είναι ο Θεός δεν επέτρεψε να συμβεί το «ποθούμενο». Αν θες να σκοτώσεις την ύπαρξη σου, την προοπτική σου και την ένωση με τον Τριαδικό Θεό της απέραντης αγάπης, άνετα στέκεσαι αποχαυνωμένος στους λογισμούς που είναι η κατεξοχήν αφετηρία μιας εσωτερικής διεργασίας και πάλης με αυτό που απουσιάζει τραγικά από τη ζωή του αχωρήτου. Και τη μυρσίνη της πνευματικής ησυχίας και ψυχικής ισορροπίας δεν θα την βρεις στο χθες που οφείλεις πλέον ώριμα να δεις ότι δεν πέθανε, αλλά έσβησε. Γιατί αν αυτό δεν είχε ισχύ, τότε άδικα ο Εφραίμ ο Σύρος καθόταν κι έγραφε για καταστάσεις πνευματικές που αρπάζουν το νου από τους λογισμούς, από το χθες της αμετανόητης αμαρτωλότητας και που μόνο ματώνει και καθηλώνει σε αναπηρική αφασία έναν εαυτό που έμαθε να δικαιολογεί τα χαλάσματα στα οποία έχει ο ίδιος εγκλωβιστεί.

Ο ιδεαλισμός της ψυχής του φωτός απέχει από το έρεβος όσο το «είναι» από την άρνηση της όντως ύπαρξης. Και αν ξεπέσει ηθικά αυτός ο ιδεαλισμός από τις πνευματικές αρετές του ήθους που γέννησε το αίμα του Θεανθρώπου, τότε το αντώνυμο γίνεται ταυτόσημο. Η λατρεία γίνεται ανήθικος έρωτας της αμαρτίας. Και ο νους σκοτίζεται από την πάλη των λογισμών. Πάλι στο χθες; Σκέψεις ανεκπλήρωτες; Απωθημένα; Επαναφορά λογισμών που βάζει ο καταραμένοςκαι άθλιος εωσφόρος; Μόνο ένας μαχητής πνευματικός έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει στην ίαση της ψυχής. Απαραίτητη όμως η δίψα αυτής της σωτηρίας της ψυχής και του σώματος.

Δεν έχει σημασία αν δραπετεύσεις στη φιλοσοφία μεγάλων φυσιογνωμιών. Αν εντοπίσεις και λίγο Nietzsche στη σκέψη.Αν «ανέβει το αίμα σου»με λίγο από τον θεωρητικό και θαυμάσιο αναρχισμό του Μιχαήλ Μπακούνιν.Έχει σημασία αν το ιερό στοιχείο «διακωμωδείται» απόκάποιους εκπροσώπους του Θεού που σαν απωθημένα μιας ζωής που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, και οι καταστάσεις τους έκαναν να βιαστούν στην εκπλήρωση πόθων που εκείνοι γνωρίζουν μόνο αν είχαν ωριμάσει; Ίσως και να μην έζησαν αυτό το αβίαστο. Γιατί το αυθόρμητο και αβίαστο έχει τη χάρη της μοναδικότητας που απορρέει από την ελευθερία της συμβίωσης με την αλήθεια των πραγμάτων. Κι αν τελικά κάποιοι τακτοποίησαν τη ζωή τους με βιασύνη, ίσως τώρα θέλουν μανιωδώςνα επαληθεύουν την αδέσποτη ανθρώπινη φύση του Jean-Paul Sartre.

Εκτός κι αν συμβαίνει το άλλο, αφού αναντίρρητα η ζωή δεν είναι το «απόλυτο είναι και έχει» και η ελευθερία είναι αρχή πολλών επιλογών και απορροιών. Πολύ πετυχημένα προσεγγίζει ο Αριστοτέλης το ζήτημα του «ακούσιου», καθώς ακούσια είναι μία πράξη όταν προέρχεται από εξωτερική βία ή εσωτερική άγνοια. Κι εδώ θέτει θαυμαστά aposterioriζήτημα χριστιανικής ηθικής της αλλοίωσης της πνευματικής υγείας. Δηλαδή χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ενεργεί ακόμη και με αυτό τον τρόπο ως άνθρωπο που πάσχει. Βέβαια η άγνοια όταν προέρχεται από την απουσία του πονηρού στοιχείου στη σύλληψη και πραγμάτωση ιδεών και σκέψεων είναι το «επίλυπον και εν μεταμελεία».

Το ιερό στοιχείο είναι η άγια βιωματική μεταπτωτική συνειδησιακή απόλαυση της μεταμόρφωσης μιας ψυχής που νοσεί κι ενός σώματος που αρνείται με εγωπάθεια να βλέπει το φως. Δεν είναι πάθος. Είναι πραγμάτωση εκείνων των εκστατικών ανθέων που συνολικά και ποτέ χωριστά, συνθέτουν το στεφάνι της απάθειας.

Ο άνθρωπος που αρνήθηκε να δεχτεί τη ζωή με την όλη της φθαρτή φύση, και έχει τη διαστροφική συνήθεια της διαστρέβλωσης της αποκεκαλυμμένης αλήθειας της των όντως φύσεως πραγμάτων, δεν έχει την ωριμότητα να μεταμορφώσει τον εαυτό του και να ποιμάνει αν είναι κληρικός τους άλλους. Ο καθρέφτης του είναι η απώλεια της ωραιότητας του παραδείσου που αρνείται να βαπτιστεί στις αλήθειες του και η εικόνα του είναι εκείνο που θέλει να δείξει ως άνθρωπος και όχι ως δοχείο χάριτος και ανακαινιστικής αγιότητας.Εάν τώρα πλάσει μία εικόνα άσχετη ως προς τη θεία εικόνα του Δημιουργού του και την χαρισματική της φύση στην εικόνα του άλλου, αυτή η εικόνα γίνεται είδωλο όπου ο σκοτασμός παραμυθιάζει τον άνθρωπο και «ο γλυκασμός των Αγγέλων» χάνεται ως γλυκιά παραμυθία. Αναφερόμενοι στη διαστροφή της αληθινής εικόνας του καθρέφτη του εαυτού, το εικονικό με τη συνεργία του μισάνθρωπου διαβόλου τείνει να γίνει όχι μόνο η συνήθεια εκείνου που δεν αξίζει στον άνθρωπο να είναι, αλλά η συνήθεια της απόλαυσης εκείνου του εαυτού που τάσσεται εναντίον, κατακρίνει και κατηγορεί, αλλά εν τέλει ο ίδιος είναι. Σαν δημιούργημα εκείνου που απεχθάνεται και αποστρέφεται.

Το αντιφάρμακο στην πιο μισητή εικόνα που εντούτοις έχει αγαπήσει δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στην αυτοσυνειδησιακή σύγκρουση με τον εαυτό του. Θα του αρέσει να τον μισεί, να τον εκδικείται, να τον αποβάλλει από συνήθειες που μισεί και συναντά σε άλλους και τις οποίες δυστυχώς ποθεί. Αλλά θα μάθει και να τον αγαπά. Κι αυτό γίνεται μόνο όταν με τη δική του βούληση αφήσει το φως της μυστηριακής εικόνας του Τριαδικού Θεού και χαρισματικής υιοθεσίας, να εισέλθει στο γυμνό, άδειο και πληγωμένο μέρος της ψυχής. Τότε η άρνηση γίνεται θεώρηση ενσάρκωσης της θεωρίας και γνώσης και φυσικά ως μυσταγωγική προσφορά και προφορά της αγιαστικής ευχής του ελέους. Και μόνο «εν τω ενδυναμούντι Χριστώ», η επίνοια που διαπλάθει τις δικές της απατηλές εικόνες, αδυνατισμένη από το σθένος της ειδωλοποιϊας της, τη διάπλαση των ειδώλων και των ψευδαισθήσεων που απογοητεύουν τον άνθρωπο, από συσκότιση του νου θα μεταβληθεί με την μυστηριακή μαρτυρία του πάθους και της ανάστασης σε άγιο φως.

Η αυτοπροβολή (selfieεσωτερικής αυτοδικαιωτικής συνήθειας) του στην κοινωνία μόνο για τον εαυτό του είναι η λύπηση του αληθινού εαυτού όταν για λίγο γίνεται γνωστικός. Όποιος στηρίξει το έργο του Χριστού στην υπερηφάνεια του και στην αλαζονική έπαρση του δήθεν, θα πέσει, θα τσακιστεί και θα βυθιστεί στο ερείπιο της λήθης της μνήμης του. Η αυτοδικαίωση είναι η τιμωρία και ο βασανισμός εαυτών που είδαν τον Χριστό ως μέσο για τη δική τους προβολή. Κληρικών και μη. Έχει κοντά πόδια. Στριφογυρίζει στο χωροχρόνο του ποτέ. Διασκεδάζει τις μνήμες. Αυτοκαταστρέφεται σύντομα. Ο άνθρωπος του Θεού δεν βλέπει τίποτε σε όλα παρά μόνο Χριστό. Γεννιέται με τον Χριστό. Ζει, σηκώνει σταυρούς για τη διακονία του όταν άλλοι εγκαταλείπουν και φεύγουν. Ανασαίνει την πνευματική ανάσταση του Χριστού. Πεθαίνει για τον Χριστό. Αλλά στην ουσία ζει για τον Χριστό. Γιατί αν δεν πέσει στο πέσιμο σου και συνθλίψει την καρδιά του στα δάκρυα σου, τότε τα δάκρυα ποτίζουν το χώμα της φύσης με απώλεια και ανυπαρξία της αισθητικής ωραιότητας που η φύση του πετραχηλίου γεννά και η ευχή της συγχωρήσεως ευωδιάζει.

Στη ζωή μας που είναι σύντομη, είμαστε το μηδέν της ανυπαρξίας του τίποτε. Μία παρουσία που ερευνά κάθε ικμάδα για να μπορέσει να βρει την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι υποτιθέμενη. Είναι ανάβαση και κατάβαση. Και γι’ αυτό μου αρέσει η ζωή. Γιατί έχω φτάσει στην κατάβαση. Στο λίγο πριν. Στο πέσιμο. Στην πνευματική απογύμνωση. Στην ηθική αποξένωση. Στις στιγμές που οι άνθρωποι είναι χώμα. Στις αλήθειες που οι άνθρωποι είναι το τίποτε της καταδίκης ή του αιωνίου φωτός.

Αυτή η άρνηση της σάρκωσης των πιο σκοτεινών λογισμών που σε γονατίζουν δεν έρχεται εύκολα. Είναι ζωή που τα γυμνά σου πόδια θα ματώνουν και η ευωδία θα κρύβει μία μυστική ευχή. Και η ευχή αυτή όταν φτάνεις εκεί που τα έχεις δει όλα και ζήσει τόσο πτωτικά, γίνεται ευλογία. Η πιο όμορφη ευλογία. Και τότε η άρνηση γίνεται θυσία. Διακονία. Μία σχέση έρωτα και θανάτου. Δύο ζωτικών συστατικών που γεννά η ζωή. Ο έρωτας για τον Θεό γεννά τον θάνατο της αμαρτωλής φύσης. Και ο θάνατος του ανθρώπου ελκύεται με πνευματική ηδονή μέθεξης και θέας θαβωρείας δόξης, από τον έρωτα για τον Θεό. Η αντίθεση γίνεται σύνθεση. Και ο ναρκισσισμός πεθαίνει πάνω στην άκρα ταπείνωση που δίδαξε η όντως αγάπη. Έτσι ο θάνατος αποκτά την αξιακή αντίληψη της αγαπητικής συνύπαρξης όταν το ασυνείδητο δεν γνωρίζει στην ουσία την έννοια του. Έτσι ο Freudθα έλεγε πως «κατά βάθος κανείς δεν πιστεύει στον ίδιο τον θάνατο του, όντας στο υποσυνείδητο του πεπεισμένοςγια την προσωπική του αθανασία». Μία συνέχεια της ζωής στην ασυνέχεια της φθαρτής φύσης των όλων. Εξάλλου «ζωή και θάνατος, πλείστον αλλήλων διαφέρειν δοκούντα», σύμφωνα και με τη ρήση του Γρηγορίου του Θεολόγου.

Μην φοβάσαι τίποτε. Ούτε τη ζωή, ούτε το θάνατο. Άνθρωποι χωρίς πτώσεις και εμπειρίες δυνατές, εμπειρίες ρήξης και ανάπλασης, είναι άνθρωποι κενοί. Καινοί στις ιδέες της κενότητας τους και ρηχοί χωρίς βάθος και βυθό. Όταν φτάνεις τόσο κάτω, αξιώνεσαι με μεγάλες ευλογίες. Όλα ανατρέπονται. Βλέπεις και τη ζωή, βλέπεις και τις απεχθείς ακρότητες της. Ξέρεις πως είναι να ισορροπείς εκεί ανάμεσα; Και για λίγο θυμάσαι τους μεγάλους φιλοσόφους. Όμως δεν σε σώζουν. Ούτε σου δίνουν την ελπίδα του αιωνίου στη δίνη της σκοτεινής απόλαυσης του διακαώς γενομένου. Η αισθητική ομορφιά της ψυχής γίνεται πνευματικό μύρο που διαχέει το νου, την καρδιά, την ψυχή, τους λογισμούς, το σώμα σου, όταν φτάσεις πολύ κάτω και όταν αξιώνεσαι από τον Θεό να σηκωθείς. Όλα είναι Θεός. Όλα μαρτυρούν Θεό. Όλα ανασαίνουν Θεό. Όλα ερωτεύονται Θεό. Ο πόθος της συνειδησιακής αναστροφής, η πιο σωστή κι ευλογημένη επιλογή για μέθεξη στο θυμίαμα του μυστηρίου της ίασης.

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

.