Η Ελλάς αποχαιρέτησε την 5 Ιανουαρίου 2025 τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της από το 1996 έως το 2004. Στον άνδρα αποδόθηκαν οι πρέπουσες τιμές με κήρυξη εθνικού πένθους, πράγμα με το οποίο ουδείς καλόβολος πολίτης θα διαφωνούσε. Στους εκδημούντες πρωθυπουργούς αποδίδονται οι δέουσες τιμές ασχέτως της αποτίμησης του έργου τους, ακριβώς επειδή ετιμήθησαν με την ψήφο του λαού ως πρωθυπουργοί.
Πολλοί αυτόν τον μήνα έσπευσαν να εκθειάσουν το έργο του Κ. Σημίτη και πολλοί τοποθετήθηκαν αρνητικά. Ούτως ή άλλως ο πολιτικός χρόνος μεταξύ της πρωθυπουργίας του και του θανάτου του είναι και μικρός σχετικά και πυκνός σίγουρα, ώστε οι κρίσεις εδράζονται σε γεγονότα που εύκολα μπορεί κάποιος να θυμηθεί και επομένως να εκτιμήσει.
Ο Κ. Σημίτης έδρασε σε ένα κόμμα το οποίο αποτέλεσε την επιτομή του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Ο λαϊκισμός, ο οποίος το 1981 έγινε επίσημη πολιτική και τα ελλείμματα επίσημη οικονομική πολιτική, ήδη από το 1985 έκανε φανερά τα διαλυτικά αποτελέσματά του. Ο τότε πρωθυπουργός ανέθεσε στον Σημίτη την αποστολή του δημοσιονομικού συμμαζέματος και ο τελευταίος ως άλλος Τάνταλος απεδέχθη την αποστολή. Πέτυχε κάποια πράγματα, πλην όμως το 1987 άλλαξε πάλι η πολιτική στο ”Τσοβόλα δώστα όλα” και ο Σημίτης ορθώς παραιτήθηκε. Είχε όμως αφήσει παρακαταθήκες. Αυτές οι παρακαταθήκες και όσες επισώρευσε την περίοδο 1993-1995 ως υπουργός Βιομηχανίας του απέδωσαν όνομα ικανού, σοβαρού και εκσυγχρονιστή πολιτικού, ικανότερου από τους συνυποψηφίους του για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1996 στην πρωθυπουργία και τον Ιούνιο του ιδίου έτους στην αρχηγία του κόμματός του.
Ο Σημίτης έκτοτε έκτισε μεθοδικά την εικόνα του ως εκσυγχρονιστή ηγέτη, πρώτα στο κόμμα του και μετά στην διακυβέρνηση της χώρας. Ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη είχε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος ήταν η απομάγευση της Ελλάδας από την μαγγανεία του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην θέση του λαϊκού ηγέτη που συνέπαιρνε τα πλήθη με συνθήματα και το πρωθυπουργικό του έργο εξαντλείτο με μια δήλωση που ακούγαμε το πρωί και κατά τα άλλα απολάμβανε μια γλυκιά ζωή, ο δωρικός λιτός Σημίτης πήγαινε με τα πόδια από την οικία του στο Μέγαρο Μαξίμου και εργαζόταν σκληρά. Ο δεύτερος πυλώνας ήταν η προσήλωση της χώρας στον δυτικό κόσμο, στην νατοϊκή συμμαχία, στην Ενωμένη Ευρώπη και στο Κοινό Νόμισμα. Ο τρίτος πυλώνας ήταν τα μεγάλα έργα που άλλαξαν την όψη της χώρας και εξασφάλισαν την επιτυχή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων κατά το αξέχαστο 2004.
Ο Σημίτης ήταν πάντα συνεπής αντιδεξιός, αλλά στο ΠΑΣΟΚ ήταν για τους περισσότερους ξένο σώμα. Διεγράφη το 2008 διαφωνώντας-και ορθώς- με τον Γιώργο Παπανδρέου για την ανάγκη δημοψηφίσματος σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Προηγουμένως όμως στις εκλογές του 2007 δεν συμπεριελήφθη στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ με γελοίες δικαιολογίες, πράγμα που σημαίνει οτι το κόμμα του μικροπρεπώς τον πέταξε έξω ως στυμμένη λεμονόκουπα. Προηγουμένως όμως πρόλαβε να πραγματοποιήσει τους βασικούς στόχους που έθεσε κατ’αρχάς στον εαυτό του. Κατάφερε να πείσει τους Ευρωπαίους να εισαχθεί στην Ευρ. Ένωση η Κύπρος χωρίς προηγούμενη οριστική λύση του Κυπριακού, κατάφερε να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες με την ολοκλήρωση των μεγάλων έργων και -το σπουδαιότερο-κατάφερε να εισάγει την Ελλάδα στην Ζώνη του Ευρώ. Έκανε τον ΟΓΑ φορέα κοινωνικής ασφάλισης, πράγμα σημαντικότατον. Όλα αυτά όμως όχι όμως χωρίς τίμημα και σοβαρές παρενέργειες.
Επί εποχής Σημίτη, το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν πια το κόμμα των μη προνομιούχων. Ανώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας εύρισκαν τώρα αντιστοίχιση σ’αυτό. Τα στρώματα αυτά είχαν μικρή έως καθόλου πολιτική και κοινωνική ηθική και όλο και μικρότερες αντιστάσεις σε ευκαιρίες άνομου πλουτισμού. Δίπλα στο τέρας του παντοδύναμου συνδικαλισμού που το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ εξέθρεψε την δεκαετία 1980 δημιουργήθηκε μια κοινωνία που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν ανομική στην αντίληψη του όλα επιτρέπονται αρκεί να έχει κάποιος τις κατάλληλες άκρες και ένα σύστημα που επιτρέπει την ατιμωρησία. Ακόμη περισσότερο, η κοινωνία της εποχής θεωρούσε αυτόν που πετύχαινε στον οικονομικό τομέα τους στόχους του με ανήθικα μέσα ως ικανό και πρότυπο και την επίδειξη μιας χλιδάτης ζωής ως κοινωνικά αποδεκτό και ως παράδειγμα. Οι υπερκοστολογήσεις των μεγάλων έργων άφηναν σοβαρές υπόνοιες για διαφθορά αξιωματούχων και η θεωρία του Σημίτη περί ισχυρής Ελλάδος και ισχυρής οικονομίας έσπρωξαν τους Έλληνες στο Χρηματιστήριο όπου παίχτηκαν και χάθηκαν ολόκληρες περιουσίες, χωρίς ο τότε πρωθυπουργός να πει έστω και μια λέξη για να σταματήσει την φρενίτιδα. Η διαφθορά, έστω και αν ο ίδιος ο Σημίτης δεν επωφελήθηκε ούτε ένα σεντ από αυτήν του χάρισαν τον χαρακτηρισμό του αρχιερέα της διαπλοκής. Άδικος ο χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν πήρε τίποτε από διαπλεκόμενους, αλλά κάποιος έπρεπε να πληρώσει για το ηθικό χάλι μιας εποχής. Ενώ βοούσε ο τόπος για τα καμώματα Τζοχατζόπουλου, Μαντέλη κ.ά. ο Σημίτης απαντούσε οτι δεν ήταν εισαγγελέας και οτι όποιος είχε στοιχεία για οποιονδήποτε δεν είχε παρά να τα παρουσιάσει στον Εισαγγελέα Διαφθοράς. Σε ανθρώπους πολύ κοντά σ’αυτόν εκμυστηρεύθηκε οτι δεν ήθελε να γίνει εχθρός με ανθρώπους που υπήρξαν κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, δηλαδή δεν ήθελε και πιθανώς δεν μπορούσε να γίνει εχθρός με εκπροσώπους του βαθέος ΠΑΣΟΚ, πλήρως διεφθαρμένου μετά από χρόνια παντοδυναμίας και σε μια εποχή που ισχυροί άνδρες κυβερνούσαν τηνΕλλάδα. Ακόμη περισσότερο, εκμυστηρεύθηκε οτι εάν διοχέτευε την προσοχή και την ενέργειά του στην αντιμετώπιση της διαφθοράς και μάλιστα στην κορυφή του κόμματος, η χώρα θα περιέπιπτε σε κρίση με μεγάλο κίνδυνο ακύρωσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και των Ολυμπιακών Αγώνων. Ό’τι και νόμιζε όμως όμως, η διαπλοκή και οι Τζοχατζόπουλοι βαρύνουν την διακυβέρνησή του, διότι δεν τους απομάκρυνε εγκαίρως. Ο Σημίτης ίσως (τονίζω αυτό το ίσως) νόμιζε οτι με μεταρρυθμιστικούς νεωτερισμούς τύπου Ανεξάρτητων Αρχών, Εισαγγελέων Διαφθοράς και Σώματος Αδιαφθόρων Αστυνομίας θα καταπολεμούσε το κακό. Στην πραγματικότητα το ξόρκιζε. Ιδιαίτερα στην δεύτερη τετραετία του (2000-2004) η Ελλάς έδινε την εικόνα εικονικού κράτους με έντονα παρακμιακά φαινόμενα στο οποίο όλα παρίσταναν οτι δούλευαν, αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν δούλευε και η χώρα χρειαζόταν ανασυναρμολόγηση. Τα οικονομικά της μεγέθη συνεχώς χειροτέρευαν. Αυτό ομολόγησε αργότερα ο πολύς Θεόδωρος Πάγκαλος για την δεύτερη σημιτική περίοδο και διαπίστωσε οδυνηρά ο πρόεδρος Σαρκοζύ της Γαλλίας με δηλώσεις του κατά την περίοδο της χρεωκοπίας, όταν η καταστροφική καραμανλική περίοδος αποτελείωσε αυτήν την χώρα. Ο γράφων πιστεύει οτι η πορεία προς την χρεωκοπία ήταν προδιαγεγραμμένη από το 1981 και κανείς Σημίτης δεν μπορούσε να την αποτρέψει σε μια κοινωνία που ήταν αποφασισμένη να αυτοκαταστραφεί. Ακόμη και στις Ανεξάρτητες Αρχές δεν αποφεύχθηκαν οι υπερβολές, ιδιαίτερα στο θέμα της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων, τις αυστηρές ρυθμίσεις της οποίας θεωρεί ο γράφων ως την πρώτη εμφάνιση της woke ατζέντας στην Ελλάδα.
Ο Σημίτης πιστώνεται με την ολοκλήρωση της εισδοχής της Κύπρου στην Ευρ. Ένωση μετά από μια προσπάθεια που άρχισε με την κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη, για να μην ξεχνιόμαστε. Επικρίθηκε διότι στο Ελσίνκι η Ελλάς αναγνώρισε στην Τουρκία ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο πλην κακώς, διότι η Τουρκία έχει όντως ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο και ο Σημίτης το μόνο που έκανε ήταν να αναγνωρίσει και επισήμως μια πραγματικότητα από την οποία η Ελλάς δεν μπορεί να ξεφύγει ό’τι και αν κάνει. Περισσότερο κατηγορήθηκε για το ευχαριστώ που απηύθηνε στους Αμερικανούς, οι οποίοι το 1996 απέτρεψαν στα Ίμια έναν ελληνο-τουρκικό πόλεμο. Η αλήθεια είναι οτι τις πρώτες ημέρες της πρώτης πρωθυπουργίας του ο Σημίτης κατελήφθη εξαπίνης και παγιδεύθηκε από υψηλά ιστάμενους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους στο ΥΕΘΑ, οι οποίοι όντως ήθελαν τότε πόλεμο. Ο Σημίτης παρασύρθηκε και διέταξε την έξοδο του Στόλου, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελε πόλεμο. Το ευχαριστώ τους Αμερικανούς, το οποίο τόσο πείραξε τους πασόκους και δεξιούς ελληναράδες του βγήκε αυθόρμητα, πλην όμως ο γράφων δεν τον κατηγορεί, αντιθέτως τον κατανοεί. Όσο για την θεωρία του δήθεν ”γκριζαρίσματος” του Αιγαίου, πράγμα που αδίκως φορτώνουν στον Σημίτη μετά τα Ίμια, θυμίζω στους ανενημέρωτους οτι η Τουρκία ομιλεί περί αδιευκρίνιστης κυριαρχίας νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο ήδη από την εποχή Ετσεβίτ. Ίσως το σοκ αυτό οδήγησε τον Σημίτη και όλους τους επόμενους σε διαδικασία προσέγγισης με την γείτονα αναγνωρίζοντας ζωτικά της συμφέροντα στο Αιγαίο, ό’τι και να λένε εκ των υστέρων οι διάφοροι φαιδροί Σαμαράδες. Ο Σημίτης και ο τότε ΥΠΕΞ Γιώργος Παπανδρέου απεμπόλησαν μια χρυσή ευκαιρία το 2003, όταν ο πρωθυπουργός Ερντογάν πρότεινε τα 8 μίλια ελληνικών εθνικών υδάτων στο Αιγαίο και κλείσιμο του θέματος, πλην όμως η έλλειψη πολιτικού χρόνου και πολιτικού θάρρους και οι σίγουρες θυελλώδεις αντιδράσεις των ελληναράδων οτι απεμπολούν τα 12 μίλια τους απέτρεψαν από την συμφωνία. Ας μείνουμε λοιπόν τώρα με τα 6.
Ο Σημίτης, όπως και οι περισσότεροι της πολιτικής ελίτ της εποχής του πίστευε στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Στα χρόνια του ολόκληρα λεωφορεία μετέφεραν ασιάτες μετανάστες από τον Έβρο και τους άδειαζαν στο κέντρο των Αθηνών για να κάνει ο Σημίτης την πολυπολιτισμική κοινωνία του. Όσοι διαμαρτύροντο είχαν έτοιμη όχι μόνο την άρνηση, αλλά και την λοιδωρία και την περιφρόνηση από Σημίτηδες, Πάγκαλους και Προκόπηδες Παυλόπουλους, διότι-έλεγαν- δεν έχουν κατανόηση της …Ιστορίας οι λαϊκοί άσχετοι. Βέβαια, μετά από χρόνια, όταν οι…σχετικοί σνομπ πολιτικοί κατάλαβαν τι ακριβώς έκαναν, κατάπιαν την γλώσσα τους και ουδείς πλέον ομιλεί περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας και άλλες παρόμοιες ανοησίες, πλην όμως το κακό έγινε.
Ο Σημίτης έτρεφε έντονη περιφρόνηση για τον δεξιό κόσμο, ίσως από τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος και τους αποκαλούσε με εκνευριστικό τρόπο ”Δεξά”. Στις εκλογές του 2000 που κέρδισε ελέω της πρωτοφανούς κινητοποίησης και κρυφής υποστήριξης από την Σίμενς, δεν υπήρξε καλός νικητής και απηύθηνε την φράση στον Κώστα Καραμανλή ”το πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη”, πράγμα που κάθε άλλο παρά μεγαλείο ψυχής δείχνει. Τα μεγάλα έργα του, Αττικό Μετρό, Γέφυρα Ρίου-Αντιρίου, Αττική Οδός, Αεροδρόμιο ”Βενιζέλος” και οι μεγάλοι δρόμοι ήταν όλα έργα που η κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη άρχισε, απλώς ο Σημίτης εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων τα ολοκλήρωσε πληρώνοντάς τα χρυσά. Η υπαναχώρησή του στο θέμα του Ασφαλιστικού, τα βάρη του οποίου γονάτισαν την χώρα 6 χρόνια μετά την αποχώρησή του ήταν αναγκαστική. Ακόμη και αν το νομοσχέδιο Γιαννίτση ψηφιζόταν το βαθύ ΠΑΣΟΚ και η μετέπειτα κυβέρνηση του γαλάζιου ΠΑΣΟΚ υπό τον μοιραίο Κώστα Καραμανλή θα ακύρωναν τις ρυθμίσεις. Είπαμε, η χώρα είχε αποφασίσει προ πολλού να αυτοκτονήσει, τι να έκανε ο Σημίτης;
Όπως και να έχει, η χώρα αποχαιρέτησε έναν σημαντικό πρωθυπουργό, ο οποίος άφησε σημαντικό αποτύπωμα, ακόμη ορατό. Δεν απέφυγε τα λάθη, είχε τις αδυναμίες του, πλην όμως πολλά τα έκανε καλά και αν τον άφηναν, είμαι σίγουρος οτι θα έκανε και περισσότερα. Αλλά, όπως είπε σε μια στιγμή απόγνωσης (μετά την τραγωδία του πλοίου Σάμινα) και ο ίδιος, αυτή είναι η Ελλάδα. Χαίρε όπου και να είσαι, Κώστα Σημίτη.
Ιωάννης Ξηρός
Ταξ|χος ε.α.