Ηλίας Βλαχογιάννης: Ο δικός μας Άη-Βασίλης….

  Μεγάλη γιορτή, μεγάλη χαρά του «‘Αη-Βασιλειού» στο χωριό μας…. Την περιμέναμε, πως και πως……  Αφού είχε προηγηθεί η μέρα των Χριστουγέννων. Με το σφάξιμο του γουρουνιού, την τηγανιά, τη…. «φούσκα», τα λουκάνικα….

– Ο δικός μας Άη-Βασίλης ΔΕΝ έρχονταν από τον Βορρά, ΔΕΝ φορούσε ασπροκόκκινα ρούχα, ΟΥΤΕ είχε έλκηθρο ……Ήταν ένας καλοσυνάτος ταπεινός παππούλης , φτωχικά ντυμένος με ένα τριμμένο ράσο….. Με μακριά άσπρη γενειάδα και μαλλιά, βαστούσε στο χέρι του την πατερίτσα και στην πλάτη του είχε τον σάκο με τα δώρα για τα παιδιά…..

-Μα το πιο μεγάλα δώρο που κουβαλούσε, ήταν η σοφία του…. Ήταν η προτροπή προς τα παιδιά να μάθουν γράμματα. Γράμματα σπουδάγματα ,για να μάθουν ποιοί είναι ,από πού προέρχονται και πού έχουν προορισμό να πάνε ….. Κάτι που βοήθησε τα μέγιστα στα δύσκολα χρόνια του σκοταδισμού, να διατηρήσουν οι Ελληνόπαιδες τις παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμα τους ,την αυτογνωσία τους…

 -Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, οι άνδρες μαζεύονταν στα δύο καφενεία του χωριού.  Εκεί είχε περισσότερο και καλύτερο φωτισμό, γιατί χρησιμοποιούσαν τα περίφημα «Λούξ». Το «Λούξ»  ήταν μια κρεμασμένη συσκευή στο ταβάνι, που έκαιγε φωτιστικό πετρέλαιο υπό πίεση. Όταν έπεφτε η πίεση, με ένα έμβολο που ήταν στη βάση του, αύξαναν την πίεση. Γύρω από την λάμπα, υπήρχε ένα δικτυωτό πλέγμα , μάλλον από αμίαντο. Πάνω σ αυτό το δικτυωτό, καιγόταν τα σταγονίδια του πετρελαίου. Με την πυράκτωση εξέπεμπε δυνατό λευκό φως. Εννοείται, πρωτοποριακό επίτευγμα για την εποχή μας.

– Εκείνη τη βραδιά, οι άνδρες έπαιζαν χαρτιά, ως συνήθως…. Μιλάμε για «βιδαριστό» 31!!!. Ήταν ένα παιχνίδι που οι παίχτες μπορούσαν να ποντάρουν περισσότερα χρήματα, ανάλογα με το φύλλο. Αν π. χ. έπιαναν «άσσο», ρίσκαραν περισσότερα….

– Στη συνέχεια, επικράτησε το 21. Μια παραλλαγή του…. «Black Jack…». Που μπορούσες να μπλοφάρεις ότι έχεις καλό φύλο και να κάψεις τη μάννα…… Και μη νομίσετε ότι επειδή ήταν χωριό, δεν έπαιζαν μεγάλα ποσά. Κάθε άλλο, μάλιστα….. Εννοείται ότι υπήρχαν και «συνεννοήσεις» και… «συμμαχίες», που στο τέλος μοιράζονταν τα κέρδη. Ιδιαίτερα αν κατάφερναν και έβαζαν στο παιχνίδι κανένα «ξένο», αλλοίμονό του…  Όταν λέμε ξένο, αυτός ήταν συνήθως κάποιος πλανόδιος έμπορος, ζωέμπορος, κάποιος κοντοχωριανός ή χωριανός που ζούσε στην πόλη κλπ.   Αμέτρητα τα παραδείγματα ανθρώπων που μετά από μία τέτοια εμπειρία, έφευγαν σχεδόν…. «ξεβράκωτοι…», αλλά μυαλό δεν έβαζαν, γιατί του…. χρόνου, ξανάρχονταν…  Μάλιστα σ’ έναν εξ αυτών των…. «ξένων», που πολλοί δεν ήξεραν καν τ’ όνομά τους, είπε σε κάποια στιγμή ο μακαρίτης Γιώργος Μπέκος να…. εμβολίσει το λούξ που αργόσβηνε, με την παροιμιώδη φράση : «Πατριώτη, το…. Λούξ», κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι του….  Όσο ο ξένος «φόρτιζε» με το έμβολο το λούξ, οι άλλοι στο τραπέζι «μαγείρευαν» τα χαρτιά και ακολούθως, όλως…. τυχαίως, ο «ξένος», έχανε…

 Μια παραμονή πρωτοχρονιάς το 1965, παίζανε ως συνήθως 31, στο καφενείο. Στο τραπέζι και ο μακαρίτης Παύλος Βασταρούχας, Δόκιμος στη Σχολή Υπενωμοταρχών και αδειούχος τότε. Μόλις είχε έρθει ένα περιπλανώμενος πωλητής «Αθίγγανος» όπως τους λέγαμε τότε, «Ρομά» τώρα…. Τον προκάλεσαν να παίξει μαζί τους, πρόταση που αποδέχτηκε, ίσως και να την επιδίωκε. Όλως παραδόξως, τα πήγαινε πολύ καλά…. Σε μισή ώρα, είχε «ξεπαραδιάσει» τους «παικταράδες χωριανούς». Και ετοιμάζονταν να φύγει…. «φορτωμένος». Τότε συνεννοήθηκαν οι ομοτράπεζοί του, για να τον…. ελαφρύνουν απ το φορτίο. Ο Παύλος ανέβηκε πάνω στην κάμαρα του σπιτιού , έβαλε τη στολή του Αστυνομικού και κατέβηκε πάλι κάτω στο καφενείο. Με αυστηρό ύφος είπε: «ποιοι έπαιζαν χαρτιά;» Όλοι έδειξαν προς την πλευρά του Αθίγγανου…… «Ποιός είσαι σύ;» Του είπε αυστηρά…. «Εγώ….. Εγώ……»

«Εγώ… κιλίμια και…. προικιά, πουλάω, είπε φοβισμένος…». «Μήπως, έπαιζες χαρτιά; Μήπως, τους…. έκλεψες; » του είπε. «Συλλαμβάνεσαι και κατάσχεται όλη η πραμάτεια σου…». «Όχι, αστυνόμε…. Όχι…., έχω παιδιά…. Κρίμα…. Να τα δώσω πίσω, όλα….», είπε φοβισμένος….. «Κρίμα, αστυνόμε, κρίμα», φώναξαν οι ομοτράπεζοί του…. «Φτωχός άνθρωπος….. Άστον να φύγει….». «Ας μας δώσει πίσω τα χρήματά μας και να φύγει», είπε κάποιος αγριεμένος….. «Μάλλον, έκλεβε στα χαρτιά….»,συμπλήρωσαν κάποιοι άλλοι. «Πάρτε τα όλα, κι αφήστε με να φύγω», είπε ο ξένος…. Άδειασε τις τσέπες του, είπε ευχαριστώ κι εξαφανίστηκε!!!!!

 -Η αλλαγή του χρόνου έβρισκε την οικογένεια στο σπίτι, όπου έσβηναν την λάμπα για να υποδεχθούν με νέο φως, το νέο χρόνο. Το πρωί, τα αγόρια πήγαιναν «καρκατζόλια»….. Με αυτοσχέδιες ξύλινες σπάθες στο χέρι, που συνήθως έφτιαχναν από «σταύρα» που έκλεβαν από τους ξύλινους φράχτες. Συνήθως ήταν από ξύλο καστανιάς ή βελανιδιά. Αφού τα πελεκούσαμε λίγο ώστε να φτιάξουμε χειρολαβή και κυρτή κόψη απ τη μια πλευρά, τα προσαρμόζαμε στο….. μπόι μας…. Γύρω από τη μέση, ζωνόμαστε «κυπριά και κουδούνια»….. Τα κυπριά τα έβαζαν οι τσοπαναραίοι στα γίδια και τα κουδούνια στα πρόβατα. Όποιος είχε τα μεγαλύτερα και θορυβότερα, ήταν ο….. μάγκας του χωριού… Αφού γινόμαστε ένα….μεγάλο μπουλούκι, πρωί – πρωί ,ξεκινούσαμε από το «κορφινά» σπίτια να πούμε τον Αϊ-Βασίλη.

 « Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία. Βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις. Από το δάσκαλ’ έρχουμαι και στου χουριό πααίνω. Σαν έρχεσαι απ το δάσκαλο, πες μας την Αλφαβήτα. Στην πατερίτσα ακούμπησε, κι είπε την Αλφαβήτα. Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή, κι αμπόλιασε κλωνάρι. Κλωνάρι, χρυσοκλώναρο και δώδεκα Ευαγγέλια. Και του…. χρόνου….».

 Αυτό περίπου, αν θυμάμαι καλά, ήταν το τραγούδι που λέγαμε. Μετά, χτυπούσαμε δυνατά τα κυπριά και τα κουδούνια, για να φύγουν τα «καλλικαντζάρια» από το σπιτικό. Ο νοικοκύρης με την νοικοκυρά, στέκονταν στο κεφαλόσκαλο κι άκουγαν με ευλάβεια το τραγούδι. Μετά η κυρά του σπιτιού, μας…. φίλευε: τηγανίτες, κοκόσιες (καρύδια), λουκούμι, καραμέλες. Στο τέλος, έδινε κι ένα κομμάτι κρέας απ’ το «γρούνι» που είχε σφάξει τα Χριστούγεννα, το οποίο βάζαμε στον «τρουβά», που κουβαλούσαμε στον ώμο εναλλάξ… Σε μια «κονσέρβα» -( μικρά τσίγκινα δοχεία από κασέρι της Αμερικανικής βοήθειας, που τρώγαμε στο σχολείο και με τη σειρά τα παίρναμε για οικιακή  χρήση….)-, βάζαμε τη «λίπα» ( το λίπος που έβγαινε μετά το βράσιμο του λιπαρού τμήματος του χοιρινού κρέατος) και συνεχίζαμε σ’ άλλο σπίτι….

 Στο τέλος της περιοδείας κι αφού είχαμε επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού , (μαζί με τα …. «προάστια» Ράχοβο και  Λάκκα), πηγαίναμε στον αύλειο χώρο της εκκλησιάς, στην Αγία Παρασκευή. Οι μεγαλύτεροι έκαναν δίκαιες μερίδες απ τα καλούδια. Ένα κομμάτι κρέας, ένα ή δύο κουταλιές «λίπα», κοκόσιες, μήλα, ρόδια κλπ, ανάλογα με την ποσότητα που είχαμε μαζέψει. Μετά ο μικρότερος από μας, πήγαινε πίσω από την εκκλησία. Ο μεγαλύτερος διάλεγε τυχαία μια μερίδα και καλούσε τον μικρό, πού να τη δώσει. Εκείνος έλεγε π. χ στον Λιάκο, τον Κωστάκη, το Γιάννη, το Μήτρο κλπ

  Κι έτσι η μοιρασιά γινόταν κατά τον πιο δίκαιο τρόπο και δεν υπήρχε κανένα παράπονο.

 -Εννοείται ότι τα «παγανά», οι «τζόγιες»(κακάσχημες, αλλά καλοκάγαθες γυναίκες-φαντάσματα) και οι «καλικάντζαροι», δεν έφευγαν την Πρωτοχρονιά, αλλά των Φώτων. Γιατί είχαν ειδική…. δεκαπενθήμερη άδεια διακοπών, λόγω Χριστουγέννων… Η οποία άδεια, τελειώνει-ως….συνήθως… – των Φώτων. Όταν ο παπάς θα περάσει ν’αγιάσει τα σπίτια, για να φύγουν τα κακά πνεύματα….

 Αλλά γι αυτά, σε επόμενη ανάρτησή μου.

 Καλή χρονιά!!!!!

Ηλίας Γ. Βλαχογιάννης