Ο Τρικαλινός εκπαιδευτικός Ηλίας Μήτσιος έπειτα από δύο βιβλία ιστορικής έρευνας για δύο χωριά της περιοχής μας, του Ελευθεροχωρίου και της Φήκης, καταπιάνεται με τη μυθιστοριογραφία.
Το πρώτο του έργο «Στους καιρούς της λήθης», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις mar mar, διαδραματίζεται σε ένα χωριό των Τρικάλων, όπου με φόντο την Κρυόβρυση και πρωταγωνιστές δύο οικογένειες, ο συγγραφέας με τη γραφή του ζωντανεύει την περίοδο 1911 με 1919. Οι δύσκολες συνθήκες των αρχών του 20ου αιώνα εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, το φαλλοκρατικό περιβάλλον, ο θεσμός του προξενιού, οι κώδικες τιμής, η πορεία του 5ου Συντάγματος Τρικάλων – όπως αυτή έμεινε ως παρακαταθήκη από τον δικό μας Στέφανο Σαράφη, που κατατάχθηκε ως εθελοντής στον πόλεμο ως πυροβολητής- οι συνθήκες στα νοσοκομεία, οι πληγές και οι μνήμες που αφήνει η φρίκη του πολέμου στα σώματα και στις ψυχές των ανθρώπων είναι κάποια από τα ζητήματα που θίγονται στο βιβλίο.
Ένα βιβλίο γραμμένο «για όλα εκείνα τα «αν» ,που όλοι έχουμε ψιθυρίσει», ένα βιβλίο που «σε ωθεί σε σκέψεις που δεν φεύγουν, που σου προκαλεί συναισθήματα, που σε βρίσκουν απροετοίμαστο», σημειώνει ο συγγραφέας. Ένα μυθιστόρημα – να προσθέσω – που μας θυμίζει πως δεν είναι καιρός για λήθη και για λησμονιά, η μνήμη είναι η ουσία μας.
Ε.Ν.: Το μυθιστόρημα « Στους καιρούς της λήθης» αποτελεί το τρίτο σας βιβλίο. Πόσο εύκολο ήταν για σας να μεταπηδήσετε έπειτα από δύο βιβλία ιστορικής έρευνας σε ένα άλλο είδος γραφής;
Η.Μ.: Το μυθιστόρημα ήταν στο μυαλό μου πολλά χρόνια πριν ασχοληθώ με τη συγγραφή των βιβλίων έρευνας. Το δε βιβλίο «Στους καιρούς της λήθης» ήταν έτοιμο στην σκέψη μου, από το 2013. Η έρευνα και τα δύο βιβλία που ακολούθησαν, προέκυψαν μετά από μία συζήτηση με έναν φίλο μου φιλόλογο, τον Δημήτρη Παπαβασιλείου, στις αρχές του 2017. Μαγεύτηκα με την ιδέα να βρω τις ρίζες τόσων οικογενειών, την πορεία τους μέσα στους αιώνες, αλλά και την ιστορία της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα. Έτσι μέσα σε εξίμισι χρόνια, μαζί με την κόρη μου Μαρία-Ανδριάνα, γράψαμε τα δύο μοναδικά βιβλία για το Ελευθεροχώρι και τη Φήκη Τρικάλων, 480 και 640 σελίδων αντίστοιχα, σε μεγάλο μέγεθος. Η μεγάλη μας ικανοποίηση ήταν ότι μας έπαιρναν στο τηλέφωνο άνθρωποι που σχεδόν δεν μας γνώριζαν, συγκινημένοι, όχι για να μας πούνε συγχαρητήρια, αλλά «σας ευχαριστούμε γι΄αυτό που κάνατε». Όταν τον Αύγουστο του 2023 παρουσιάστηκε και το δεύτερο βιβλίο, είπα στον εαυτό μου ότι ήρθε η ώρα να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα. Επειδή το βιβλίο «Στους καιρούς της λήθης» είναι ιστορικό μυθιστόρημα, η έρευνα που είχε προηγηθεί με βοήθησε σημαντικά στο να αποτυπώσω στο χαρτί, τη ζωή και τα κοινωνικά στερεότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, που ήταν πολύ σημαντικά για την εξέλιξη της ιστορίας.
Επομένως αυτή η μεταπήδηση ήταν πολύ εύκολη για μένα, γιατί είχα μια πολύ σημαντική βάση στήριξης, την έρευνα που είχε προηγηθεί.
Ε.Ν.: Τι ενέπνευσε τον τίτλο του βιβλίου σας;
Η.Μ.: Επειδή η λήθη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, θεώρησα σωστό ότι ο τίτλος του βιβλίου θα έπρεπε να περιέχει αυτήν την λέξη.
Μια λήθη που μπορεί να είναι απόρροια πολλών παραμέτρων.
Βρίσκεται μακριά μου, εύκολα ξεχνάω τους όρκους και τις υποσχέσεις. Όπως λέει και ο λαός, «μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονούνται».
Πόσο μπορεί να περιμένει ένας πατέρας αφέντης, να γυρίσει από το μέτωπο ο στρατιώτης για να τον αρραβωνιάσει με την κόρη του; Μπορούσε εκείνη την εποχή ο πατέρας να σκεφτεί τον συναισθηματικό κόσμο της κόρης του;
Τι θα συμβεί αν μια σφαίρα επηρεάσει τη μνήμη ή και τη σκέψη ενός νέου;
Ψάχνοντας για τον «ιδανικό» τίτλο, κατέληξα σε πέντε από αυτούς και μετά από αρκετή σκέψη σε δύο. Σ’ αυτόν που τελικά υπερίσχυσε και στον τίτλο « Η λήθη στη σκιά του πολέμου». Μετά από συζήτηση με τον εκδότη καταλήξαμε «Στους καιρούς της λήθης», γιατί κατά την άποψή του, αυτός είναι πιο ποιητικός.
Ε.Ν.: Αναφερθείτε παρακαλώ, συνοπτικά στην πλοκή του ιστορικού σας μυθιστορήματος.
Η.Μ.: Η ιστορία εκτυλίσσεται σε χωριό των Τρικάλων από το 1911 έως το 1919. Ο έρωτας δύο νέων που δοκιμάζεται μέσα στη δίνη των Βαλκανικών πολέμων αλλά και από τα κοινωνικά στερεότυπα των αρχών του 20ου αιώνα. Ένας νεαρός στρατιώτης, μια γυναίκα που περιμένει κι ένας κόσμος που αλλάζει για πάντα. Ο νέος μαζί με την παρέα του και τα αδέλφια της κοπέλας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των Βαλκανικών πολέμων. Οι σφαίρες παραμονεύουν και στέλνουν άλλους στον θάνατο και άλλους στο νοσοκομείο. Εκεί ένας έρωτας που μπορεί να οδηγήσει στο απόλυτο αδιέξοδο ή στην απόλυτη καταστροφή… και η λήθη που έρχεται, περιπλέκει την κατάσταση και οδηγεί σε μεγάλες ανατροπές. Μέσα από αληθινά γεγονότα, πόνο, μάχες και σιωπές, το βιβλίο φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά του πολέμου, αυτή που δεν μπαίνει στα αρχεία, αλλά ζει μέσα στις μνήμες των οικογενειών. Η απουσία, ο πόλεμος, οι ανατροπές, τα κοινωνικά στερεότυπα… όλα μπλέκονται σ’ ένα νήμα που δοκιμάζουν την πίστη και την αγάπη. Το πεπρωμένο, μερικές φορές είναι πιο δυνατό κι από την ίδια την αγάπη. Είναι μια ιστορία για εκείνο το «αν» που όλοι έχουμε ψιθυρίσει. Βιβλίο γραμμένο για όλους όσους πίστεψαν ότι η αγάπη ακόμα και όταν πληγώνεται, δεν πεθαίνει. Απλώς… περιμένει! Για όσους αγαπάνε τη λογοτεχνία με ψυχή, ελπίζω να βρούνε μέσα του κάτι που δεν το ψάχνανε. Εκεί συνήθως κρύβονται οι πιο δυνατές ιστορίες… Η ιστορία έχει μέσα της ανατροπές, σιωπές και μυστικά που αξίζει να ανακαλύψετε! Αν αγαπάς τα βιβλία που σε κάνουν να ξεχνάς τον χρόνο, αξίζει να το ανοίξεις. Σκέψεις που δεν φεύγουν… Συναισθήματα που σε βρίσκουν απροετοίμαστο και σελίδες που δεν θέλεις να κλείσεις! Το βιβλίο αυτό κρύβει ιστορίες που θα σε ταξιδέψουν σε κόσμους γεμάτους συναισθήματα και εικόνες.
Ε.Ν.: Υπάρχουν χαρακτήρες στο βιβλίο σας που έχουν ομοιότητες με οικεία σας πρόσωπα ή με εσάς τον ίδιο;
Η.Μ.: Πολύ εύστοχη ερώτηση. Δυστυχώς σ’ αυτό το βιβλίο δεν μπόρεσα να το αποφύγω αυτό. Ο χαρακτήρας του βασικού ήρωα, του Νίκου, έχει πάρα πολλές ομοιότητες με τον δικό μου. Θα έλεγα ότι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα, των δικών μου πιστεύω, των δικών μου αντιδράσεων. Για ευνόητους λόγους δεν θέλω να μπω σε πολλές λεπτομέρειες. Από κει και πέρα στοιχεία του χαρακτήρα του πατέρα μου, πέρασαν στον πατέρα του Νίκου, τον Γιώργο. Άνθρωπος ήρεμος, που δεν έπαιρνε μόνος του αποφάσεις, που άκουγε και συζητούσε με τα παιδιά του και τη σύζυγό του. Ένας πολύ διακριτικός άνθρωπος, που δεν επενέβαινε στην ζωή των παιδιών του και πολύ περισσότερο στις ζωές των άλλων.
Ε.Ν.: Πόσο διαφορετικά αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι την υπόσχεση και τον έρωτα την εποχή που διαδραματίζεται το βιβλίο σας συγκριτικά με την δική μας εποχή;
Η.Μ.: Εκείνη την εποχή ο λόγος των ανθρώπων ήταν όπως είναι σήμερα το συμβόλαιο. Γι’ αυτό και όταν κάποιος νέος αθετούσε τον λόγο του, πολύ συχνά τον περίμενε τιμωρία που μπορεί να έφτανε μέχρι τον θάνατο. Ήμουνα μαθητής όταν βίωσα ένα τέτοιο γεγονός, σε ένα κοντινό χωριό από το δικό μου. Ο νέος που χάλασε τον αρραβώνα, δέχτηκε τις σφαίρες από το όπλο του πατέρα της κοπέλας και δυστυχώς έχασε τη ζωή του. Όπως ακριβώς γίνεται και στο βιβλίο μου. Πράγματα που σήμερα είναι αδιανόητα. Όσο για τον έρωτα αυτός ήταν κρυφός, ανομολόγητος και συνήθως αληθινός. Όμως για να γίνουν ζευγάρι οι δυο νέοι θα έπρεπε πρώτα να προλάβουν τους πατεράδες τους, πριν αυτοί τους αρραβωνιάσουν με πρόσωπο της αρεσκείας τους. Οι νέοι τότε δεν είχαν λόγο για την προσωπική τους ζωή. Ήταν αδιανόητο για έναν πατέρα να σκεφτεί και πολύ περισσότερο να δεχτεί, ότι η κόρη του είναι ερωτευμένη. Αν δεν προλάβαινε ο νέος να μιλήσει με τον πατέρα του για να στείλουν την προξενήτρα, αν ο πατέρας του φυσικά συμφωνούσε με την επιλογή του γιου του, τότε θα έχανε για πάντα την αγαπημένη του. Ο πατέρας ήταν ο αφέντης του σπιτιού και συνήθως δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν.
Ε.Ν.: Ποια είναι η αγαπημένη σας στιγμή στη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Η.Μ.: Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι αυτή ή η άλλη, είναι η αγαπημένη μου στιγμή. Κάθε κεφάλαιο που τελειώνω και βλέπω ότι έχω πετύχει τον στόχο μου, με γεμίζει με ικανοποίηση. Ίσως η στιγμή που «πιάνω» τον εαυτό μου να έχει συγκινηθεί από την ενότητα που μόλις τελείωσα, να είναι από τις αγαπημένες μου στιγμές.
Ε.Ν.: Πότε, κατά τη γνώμη σας, χαρακτηρίζεται κάποιος συγγραφέας;
Η.Μ.: Πιστεύω όταν έχει την αποδοχή του κόσμου. Ο καθένας μπορεί να γράφει οτιδήποτε και να αυτοχαρακτηρίζεται συγγραφέας. Χωρίς την αποδοχή του κόσμου όμως νομίζω ότι μικρή αξία έχουν τα γραφόμενά του. Φυσικά ένας νέος συγγραφέας έχει να υπερβεί πολλά εμπόδια, μέχρι να μπορέσει να γίνει γνωστός, αν το αξίζει. Εδώ στο θέμα της προβολής, ίσως κάποιοι άνθρωποι αν και έχουν ταλέντο στη συγγραφή, να χάνονται γιατί δεν καταφέρνουν να προωθήσουν το έργο τους στο ευρύ κοινό. Θυμάμαι το άγχος που είχα στο πρώτο μου βιβλίου, να ακούσω την πρώτη κριτική και μετά την δεύτερη, την τρίτη μέχρι που κατάλαβα ότι το βιβλίο μου είχε την αποδοχή του κόσμου. Στο δεύτερο είχα λιγότερο άγχος. Σ’ αυτό όμως που είναι διαφορετικού περιεχομένου και απευθύνεται σε πολύ μεγάλη μάζα ανθρώπων, για να πω στον εαυτό μου ότι είναι συγγραφέας, ήθελα να ακούσω πολλές θετικές κριτικές, έως εντυπωσιακές. Όπως μου είπε ένας δάσκαλος, (ο Γιάννης Μπ.), που διαβάζει βιβλία, ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει διαβάσει αυτός και η οικογένειά του. Επειδή στην αρχή της πορείας μας υπάρχει αρκετή ανασφάλεια και ο υποκειμενικός παράγοντας παραμονεύει, νομίζω ότι ο κόσμος είναι αυτός που θα μας χαρακτηρίσει ως συγγραφέα ή όχι.
Ε.Ν.: Τι σας αρέσει να διαβάζετε στον ελεύθερο χρόνο σας; Θα θέλατε να μας προτείνεται το αγαπημένο σας ανάγνωσμα;
Η.Μ.: Διαβάζω σχεδόν ό,τι βιβλίο «πέσει» στα χέρια μου. Μαθητής Γυμνασίου είχα διαβάσει την αυτοβιογραφία του Καρύλ Τσέσμαν, «Το παιδί ήταν ένας δολοφόνος» και όταν φέτος την άνοιξη πήγε το βιβλίο μου στον εκδοτικό οίκο για να εκδοθεί, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, πήρα άλλα δυο βιβλία του συγγραφέα που τα έγραψε πίσω από τα σίδερα της φυλακής, λίγο πριν καταλήξει στην ηλεκτρική καρέκλα το 1960, «Πίσω απ’ τα σίδερα» και «Το κελί 2455». Πολλές φορές παίρνω αγαπημένα βιβλία που μπορεί να τα είχα διαβάσει πριν τριάντα ή σαράντα χρόνια, του Ντοστογιέφσκι, του Χέμινγουεϊ, του Λουντέμη και άλλων και να τα ξαναδιαβάζω. Όμως αγαπημένος όλων είναι ο Μενέλαος Λουντέμης και αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο από τα έργα του και να πω ότι με συγκλονίζει κάθε φορά που το διαβάζω, είναι το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», όπως και το τελείως διαφορετικού περιεχομένου και ύφους «Οδός αβύσσου αριθμός μηδέν», με θέμα τους κρατούμενους και τον ίδιο τον συγγραφέα, στη Μακρόνησο την περίοδο του εμφυλίου.
Ε.Ν.: Θα γράφατε κάτι που δεν σας εμπνέει επειδή θα άρεσε στο κοινό;
Η.Μ.: Θέλω να γράφω για ιστορίες που έρχονται στο μυαλό μου, χωρίς να μιλάω με κανέναν. Κάτι το οποίο δεν με εμπνέει και είναι έξω από τη δική μου αισθητική, δε νομίζω ότι θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Φυσικά πάνω στην συζήτηση με φίλους έχω ακούσει κάποιες προτάσεις για θέματα με τα οποία θα μπορούσα να ασχοληθώ. Επειδή δεν είμαι απόλυτος άνθρωπος, κάθε τι που ακούω το σκέφτομαι αρκετά και δεν σας κρύβω ότι ένα από τα θέματα που άκουσα με ενδιαφέρει αρκετά και ίσως αργότερα να ασχοληθώ μαζί του. Όμως είναι κάτι που εμπνέει κι εμένα. Αλλιώς θεωρώ ότι γίνομαι φερέφωνο του κοινού κι αυτό δεν το θέλω με κανένα αντίτιμο.
Ε.Ν.: Ποιο είναι το επόμενο συγγραφικό σας βήμα; Υπάρχει ήδη κάποια ιδέα ή είναι νωρίς;
Η.Μ.: Ήδη το γράφω και έχω ξεπεράσει τις 16000 λέξεις, μέχρι στιγμής. Είναι ένα βιβλίο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από το προηγούμενο μυθιστόρημά μου. Είναι άλλης εποχής, νεότερης και δεν έχει ως βάση την πραγματική αγάπη. Θα έλεγα ότι είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, χωρίς να μπορώ να πω τίποτα περισσότερο αυτή τη στιγμή.
Ε.Ν.: Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλή επιτυχία σε κάθε σας σχέδιο!
Η.Μ.: Σας ευχαριστώ πολύ που μου δίνετε τη δυνατότητα να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες σας.