Θυμάμαι τη μάνα μου μια περήφανη Σπαρτιάτισσα. Αγαπούσε τα παιδιά της χωρίς να ξεχωρίζει κανένα και πάλευε μέσα στη φτωχική της ζωή να μη μας λείψει τίποτα. Ήμασταν εφτά παιδιά, υπερπολύτεκνοι. Δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, κι όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το μεροκάματο του μπαμπά δεν έφτανε για να ταΐσει καλά-καλά τόσα στόματα. Η μανούλα μου έκοβε την μπουκιά της και τη μοίραζε σε εφτά ίσα κομμάτια. Πολλές φορές κοιμόταν με άδειο στομάχι η ίδια, αλλά με την καρδιά γεμάτη αγάπη για όλα της τα παιδιά.
Πρόσφατα, τριγυρνώντας στα Τρίκαλα ένα βράδυ, έπεσα πάνω σε εκείνο το παντοπωλείο της γειτονιάς που είχα ξεχασμένο. Το μαγαζάκι του κυρ-Αλέκου του Κοντογιάννη, στην Μπάρα. Εκεί μας πήγαινε η μανούλα μου όλους μαζί, πιασμένους χέρι-χέρι, για να αγοράσουμε τα απαραίτητα. Ως μικρό παιδί, δεν έδινα σημασία στο ότι εκείνη δεν έπαιρνε ποτέ τίποτα για τον εαυτό της. Όταν δεν υπήρχαν λεφτά, ο κυρ-Αλέκος τα έγραφε «βερεσέ»· οι άνθρωποι τότε στηρίζονταν στην εμπιστοσύνη.
Θυμάμαι όμως τη μανούλα μου να στέκεται και να γλυκοκοιτάζει μια κρέμα Nivea και ένα κρεμοσάπουνο Villanova. Κάθε φορά που είχε λίγα λεφτά στο πορτοφόλι, σκεφτόταν να τα πάρει, αλλά πάντα κάποιο από εμάς ζητούσε κάτι και η μάνα θυσίαζε τα χρήματα για να μη μείνουμε εμείς στεναχωρημένα. Μια φορά τη ρώτησα: «Μαμά, σήμερα πάρε την κρέμα εσύ, δεν θέλω γαριδάκια». Προτίμησε πάλι τα γαριδάκια. Της είχα υποσχεθεί τότε πως όταν μεγαλώσω και αποκτήσω δικά μου λεφτά, θα της τα έπαιρνα εγώ.
Τα χρόνια πέρασαν. Έφυγα στην Αθήνα, ήρθαν οι δουλειές και η δημοσιότητα. Η μανούλα γέρασε, άσπρισαν τα μαλλιά της και η υγεία της άρχισε να χάνεται. Τον τελευταίο καιρό θυμόταν με νοσταλγία εκείνο το παντοπωλείο. Της έλεγα πως θα το βρω, αλλά δεν θυμόταν πια πού ήταν. Μέχρι εκείνο το βράδυ, προ ημερών που στάθηκα μπροστά στη σιδερένια πόρτα.
«Τι κοιτάς με τόσο δέος;» με ρώτησε ο φίλος μου ο Γιώργος.
«Είναι το μαγαζάκι που έψαχνα καιρό για να πάρω στη μανούλα μου κάτι που της έταξα».
Μπήκα μέσα και ο χρόνος σταμάτησε. Είδα τον κυρ-Αλέκο ηλικιωμένο, του εξήγησα ποιος είμαι και με αναγνώρισε. Στα ράφια αντίκρισα τη Nivea και το Villanova. Τιμή: 1,35 ευρώ. Τα άρπαξα με θέρμη.
Βγαίνοντας, ο Γιώργος με ρώτησε τι πήρα. Του είπα πως είναι αυτά που είχα τάξει στη μαμά μου όταν ήμουν παιδί. Μόνο που η μανούλα μου δεν ζει πια. Θα πάω να της τα προσφέρω αφήνοντάς τα πάνω στον τάφο της. Ένα κρεμοσάπουνο και μια κρέμα Nivea για να βάζει στα καταπονημένα, ταλαιπωρημένα χεράκια της.
Εκείνα τα χέρια, που πλέον αναζητώ απεγνωσμένα… εκείνο το τραχύ, μα συνάμα γεμάτο τόση στοργή, χάδι!
