Οι Βυζαντινοί Δήμοι ως πολιτειακό και διοικητικό όργανο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

iliadi_full

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός

Σημαντική πολιτική δύναμη στην Κων/πολη και στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, απέβησαν κατά την διάρκεια της πρωΐμου περιόδου, και ιδιαίτερα απ’ την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και ως την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου (Οκτώβριος 610), οι δήμοι των Πρασίνων και Βενέτων, οργανωμένες λαϊκές ομάδες αθλητικού χαρακτήρα, αρχικά, των οποίων τις ρίζες, τη συγκρότηση και τη δράση θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.

Οι δήμοι δεν αποτελούσαν πολιτειακό όργανο, αν και απ’ τον 5ου αι., πιθανότατα, οι «δήμαρχοι», οι επί κεφαλής των Δήμων Βενέτων και Πρασίνων της Κων/πόλεως, διορίζονταν απ’ τον αυτοκράτορα. Σε κάθε δήμο υπήρχαν τα ηγετικά στελέχη, οι «κορυφαιότεροι» ή οι «επισημότεροι του Δήμου», όπως χαρακτηρίζονται στις πηγές. Αυτοί ενεργούσαν κι αποφάσιζαν κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τη γενικότερη πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική τοποθέτηση του δήμου, τον οποίο εκπροσωπούσαν.

Οι δήμοι, τα μέρη (στη λατινική factio= ομάδα, παράταξη∙ ο επί κεφαλής «φακτιονάριος», απ’ το λατινικό factionarius), ήταν, αρχικά, σωματεία αθλητικά, που είχαν την φροντίδα της οργανώσεως ιππικών και άλλων ανάλογων αγώνων στον ιππόδρομο. Με τον καιρό απόκτησαν πολιτική ισχύ, χάρη στα οργανικά ενταγμένα μέλη τους, αλλά και χάρη στο φανατισμό των οπαδών τους και την απήχηση που είχαν στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

Οι αθλητικές οργανώσεις στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία διακρίνονταν, ανάλογα με το χρώμα που χρησιμοποιούσαν στα εμβλήματά τους, σε τέσσερις ομάδες, οι οποίες διατηρήθηκαν και κατά τη βυζαντινή περίοδο: σε βενέτους (= κυανούς), πρασίνους, λευκούς και ρουσίους (= ερυθρούς). Συνήθως συνέπρατταν ανά δύο, αλλά όπως φαίνεται, η συζυγία δεν διατηρήθηκε σε όλες τις εποχές και σ’ όλες τις περιοχές. Αλλά απ’ τα μέσα του 5ου αι. και ως τις αρχές του 7ου αι., περίοδο κατά την οποία συμπίπτει η ακμή της πολιτικής δραστηριότητας των δήμων, αντίπαλοι είναι οι Βένετοι και οι Πράσινοι. Με τους πρώτους συνέπρατταν στην Κων/πολη οι Λευκοί, με τους δεύτερους οι Ρούσιοι, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ παλαιότερα, όταν κυριαρχούσε ο αθλητικός τους χαρακτήρας, παρατηρούνταν, κατά πόλεις ή κατά αγωνιστικούς συνδυασμούς και σύμπραξη Ρουσίων-Βενέτων ή Πρασίνων-Λευκών.

Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι οι Βένετοι συνδέονταν με την αριστοκρατία και ότι οι Πράσινοι ήταν ο Δήμος των λαϊκότερων τάξεων. Σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι οι δήμοι δεν είχαν μονομερή χαρακτήρα, αλλά συνυπήρχαν σε καθέναν απ’ αυτούς διάφορες ροπές, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές. Το αποσπασματικό σε περιεχόμενο, συγκεχυμένο σε γλωσσική διατύπωση και περιορισμένο, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων δήμων, υλικό των πηγών, καθιστά δυσχερέστατη την κατανόηση των πληροφοριών και τη γνώση του τρόπου συγκροτήσεως και λειτουργίας των δήμων. Έτσι δεν είναι βέβαιο αν οι όροι «μέρος» και «δήμος» ταυτίζονται.

Βέβαιο είναι ότι κατά την πρώϊμη βυζαντινή περίοδο υπήρχαν στις πόλεις της Ανατολής οργανώσεις με αθλητικό χαρακτήρα, οι οποίες κατά περιστάσεις, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατά κρατική επιταγή, αναλάμβαναν και άλλα καθήκοντα, ακριβώς επειδή ήταν οι μόνες κοσμικής προελεύσεως οργανωμένες ομάδες. Έτσι παρατηρείται σε ώρες έκτακτου κινδύνου οι δήμοι με τα μέλη τους να συμβάλλουν στην οργάνωση της άμυνας της πόλεως. Είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος ανέθεσε στους δήμους την φρούρηση των Μακρών Τειχών εν όψει του Αραβοσλαβικού κινδύνου και το 602 την άμυνα της Κων/πόλεως, όταν έγινε γνωστή η εξέγερση του στρατού υπέρ του εκατόνταρχου Φωκά στο στρατόπεδο του Δουνάβεως.

Κατά την επικρατέστερη, σήμερα, εκδοχή σχετικά με τη συγκρότηση των δήμων, τα στοιχεία τα οποία τους διέκριναν μεταξύ τους ήταν κοινωνικά και θρησκευτικά. Οι δήμοι είχαν ηγεσία, οργανικά ενταγμένα μέλη και ανώνυμους οπαδούς ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα με τα αθλητικά σωματεία και ειδικότερα τα ποδοσφαιρικά. Αλλά ενώ σήμερα η προτίμηση προς μια ομάδα είναι θέμα καθαρά προσωπικό και συνήθως «άλογο», φαίνεται ότι στο Βυζάντιο, η προτίμηση των πολιτών προς το «μέρος» των Βενέτων ή των Πρασίνων της πόλεως από μια εποχή, πιθανότατα απ’ τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β΄, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνική προέλευση των πολιτών και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Φαίνεται ότι οι ιθύνοντες του δήμου των Βενέτων προέρχονταν απ’ την παλιά συγκλητική ελληνορωμαϊκή αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί τους στρατολογούνταν απ’ το προσωπικό των ανακτόρων ή των ευγενών οίκων και του βοηθητικού προσωπικού της Αγίας Σοφίας. Οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις συμφωνούσαν με το δόγμα της Χαλκηδόνος. Τα στελέχη του δήμου των Πρασίνων προέρχονται απ’ την εύπορη αστική τάξη, ήταν δηλαδή κυρίως βιοτέχνες, υπάλληλοι οικονομικών υπηρεσιών, αυλικοί που είχαν πλουτίσει, ενώ τα μέλη και οι οπαδοί τους ήταν τεχνίτες, ημερομίσθιοι εργάτες ή μικροπωλητές. Είχαν δεσμούς με την Ανατολή και απέκλειναν προς θεολογικές διδασκαλίες μη ορθόδοξες, μετριοπαθών ή ακραίων τάσεων. Ενδεικτική των οικονομικο-κοινωνικών δεσμών του κάθε δήμου είναι η προέλευση των ιδιωτικών οικονομικών ενισχύσεων που προσφέρονταν στους Πράσινους και τους Βενέτους. Έτσι, οι Απίωνες, η γνωστή οικογένεια μεγάλων γαιοκτημόνων της Αιγύπτου, παρήχαν στο «Βένετον μέρος» της πόλεως Οξυρύγχου σημαντική οικονομική ενίσχυση επί μακρό χρονικό διάστημα, ενώ ο τραπεζίτης Αναστάσιος ενίσχυσε οικονομικά το «μέρος» των Πρασίνων της ίδιας πόλεως.

Τα προβλήματα φαίνεται ότι έγιναν περισσότερο πολύπλοκα, όταν απ’ τα μέσα του 5ου αι. κάθε δήμος άρχισε να αποκτά και δικό του πολιτικό προσανατολισμό. Για την κατανόηση τόσο της αυτοκρατορικής τακτικής απέναντι στους δήμους, όσο και του μετασχηματισμού τους από καθαρά αθλητικά σωματεία σε πολιτικές οργανώσεις, είναι αναγκαίο να προσεχθούν ορισμένα σημεία της εξελικτικής τους πορείας.

Η ανάμιξη των δήμων στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας εξακολούθησε τόσο επί Ιουστινιανού, όσο και επί των διαδόχων του. Έτσι, οι δήμοι απέβησαν στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής πολιτικοί παράγοντες που ήταν αδύνατο να παραβλέψει ο ηγεμών και αναπτύχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα απ’ τα μέσα του 5ου αι. ως το 610 σε νέο ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.