18 Δεκεμβρίου Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστευσης και θέλω τόσο πολύ να γράψω κάτι. Κάτι αληθινό. Κάτι πραγματικό. Όχι απλές αράδες, αυτές με στατιστικά. Θέλω να δώσω να καταλάβουν πραγματικά ποσό δύσκολη είναι η ξενιτιά.
Θέλει δύναμη η ξενιτιά. Θέλει κότσια. Θέλει υπομονή. Θέλει επιμονή.
Όχι η ξενιτιά δεν ταιριάζει σε όλους. Δεν μπορούν όλοι να αντέξουν αυτό το βάρος. Αυτή την πληγή του ξεριζωμού. Ο μισεμός είναι καημός. Το έχε γειά φαρμάκι!!
Γιορτάζουμε σήμερα, εμείς όλα τα ξενάκια. Όλοι εμείς που καταφέραμε όχι μόνο να πάρουμε την απόφαση να φύγουμε, αλλά κυρίως που είχαμε τη δύναμη, το κουράγιο να το πραγματοποιήσουμε.
Δεν ξέρω αν γιορτάζω και αν χαίρομαι πραγματικά. Πάντως νιώθω περήφανη. Περήφανη που μέσα σε όλες τις δυσκολίες άντεξα. Άντεξε το σώμα, άντεξε η ψυχή. Άντεξε η καρδιά. Άντεξε το μυαλό. Γιατί καθένα από αυτά έχει τις δικές του ανάγκες. Τις δικές του επιθυμίες. Και συ προσπάθησες και προσπαθείς όλα να τα συνταιριάξεις. Να τα ισορροπήσεις.
Ακροβάτες όλοι εμείς. Άλλα να ζητά η καρδιά και άλλα να προστάζει το μυαλό. Η φωνή της λογικής που μπορεί να ξεχωρίσει το πρακτικό, ενάντια στην καρδιά και την ψυχή που άλλα νοσταλγούν και άλλα επιθυμούν. Ακροβάτες μια ζωή. Ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε δυο καταστάσεις, σε δύο τόπους. Που όσο και να πονά η καρδιά , το μυαλό ξεχωρίζει πιο είναι το αντικειμενικά καλό για σένα.
Μία ζωή θα ακροβατώ σε αυτό που επιθυμώ και σε αυτό που μπορώ να έχω. Τα θέλω ενάντια στα πρέπει.
Αυτό κάνω από την πρώτη μέρα πριν κάποια χρόνια που ήρθα Γερμάνια. Τι ένιωσα; Πώς αντέδρασα; Αυτές τις πρώτες σκέψεις θα σας γράψω. Θα ξεγυμνώσω την ψυχή μου.
Όχι μόνο γιατί γιορτάζω. Όχι μόνο γιατί πονάω. Αλλά και ως απάντηση σε όλους αυτούς που μας θεωρούν προδότες! Να γνωρίζουν ότι προδώσαμε μόνο τους εαυτούς μας, κανέναν άλλο.
Δεν μεταναστεύουν οι άνθρωποι, τα όνειρά και οι ελπίδες μεταναστεύουν. Όπου πάει η καρδιά ακολουθεί και το σώμα. Αυτήν την απάντηση παίρναν όσοι ρώταγαν γιατί φύγαμε. Πότε δε φαντάστηκα τον εαυτό μου να αποζητά την Ελλάδα. Την είχα δεδομένη. Ποτέ δε φαντάστηκα τον εαυτό μου να αποζητά την οικογένεια, τους φίλους, τον ήλιο και τη θάλασσα. Ποτέ! Τα είχα πάντα απλόχερα.
Μια ουτοπία είναι τελικά το ποτέ. Μια χίμαιρα το πάντα. Πάντα και ποτέ .Δύο λέξεις που δε θα ξεστομίσω ξανά με τόση ευκολία.
Να αποζητώ την πόλη μου, που με μεγάλωσε, με αγκάλιασε, με πότισε με την κουλτούρα της. Μου έδωσε χαρές, λύπες, αναμνήσεις. Που δυστυχώς δεν περιγράφονται με λέξεις, όσο και να προσπαθείς. Πώς να περιγράψεις μυρωδιές και εικόνες, που έχουν αποτυπωθεί μέσα σου και έχουν γίνει ένα μαζί σου.
Είχα λοιπόν να κόψω δυο ομφάλιους λώρους και όχι έναν. Έπρεπε να αποκοπώ βίαια από δύο πράγματα, τη Θεσσαλονίκη μου και την οικογένεια μου.
Βρέθηκα να ετοιμάζω βαλίτσες για νέο προορισμό. Αυτόν της ανάγκης, αυτόν που όσο και να μην επιθυμούσα, γνώριζα ότι θα με έβγαζε από το οικονομικό αδιέξοδο αλλά ταυτόχρονα θα με βύθιζε σε ένα άλλο. Αυτό της νοσταλγίας.
Τι να πρωτοχωρέσεις όμως σε λίγες βαλίτσες. Τα όνειρα και οι ελπίδες βέβαια είχαν ήδη ταξιδέψει. Μαζί μου συνεπιβάτες θα ήταν η πίκρα και ο θυμός. Ανεκπλήρωτα όνειρα, η πικρή γεύση της προδοσίας από ένα απρόσωπο κράτος που δεν με προστάτεψε και μια γλυκιά πατρίδα. Αυτά θα έπαιρνα μαζί μου. Μια πίκρα, ένα τεράστιο θυμό και ένα γιατί.
Δεν θυμάμαι να υπήρξα πιο εριστική στη ζωή μου, πέραν της εβδομάδας πριν την αναχώρηση μου για Γερμανία. Βέβαια όσο το ξανασκέφτομαι, χωρίς συναισθηματική φόρτιση, καταλαβαίνω ότι απογοητευμένη ήμουν και όχι εριστική. Σε αυτήν την απογοήτευση οφειλόταν όλα. Να κοιτάς γύρω σου και να ξέρεις ότι αυτό το κεφάλαιο της ζωής σου έληξε. Οι βαλίτσες ο επίλογος. Τα αεροπορικά εισιτήρια που κρατάς στο χέρι, ο πρόλογος ενός καινούργιου βιβλίου. Ενός βιβλίου που δε θες να γράψεις, να διαβάσεις και στην τελική ναι, ούτε να το ζήσεις.
Η ημέρα της αναχώρησης ήρθε. Παντού δακρυσμένα πρόσωπα.
Υποσχέσεις. Αγκαλιές που θες να χωθείς και να μυρίσεις, αυτό το μοναδικό άρωμα της αγάπης και της ασφάλειας. Να το αποτυπώσεις στο είναι σου. Να μην το ξεχάσεις.
Σαν σε όνειρο τα θυμάμαι. Πάντα όμως με την ίδια γεύση. Την γεύση του πόνου. Όσα χρόνια και να περάσουν τελικά, αυτός ο αποχωρισμός το ίδιο μαύρο χρώμα θα έχει…
Έχουν αγκάθια οι αναμνήσεις και πονάνε.
Οι βαλίτσες έτοιμες, έχουν φορτωθεί στο αυτοκίνητο και με περιμένουν. Είμαι στο σπίτι μόνη πλέον. Κοιτώ γύρω μου. Θέλω. Δεν ξέρω τι θέλω.
Να κλάψω. Να ουρλιάξω. Να φωνάξω της αδικίας. Μπαίνω ξανά σε όλα τα δωμάτια. Κοιτάζω φωτογραφίες ευτυχισμένων στιγμών. Γάμος, βαφτίσια, γενέθλια. Παίρνω ανάσες. Θέλω να ρουφήξω όλη την αγάπη που έζησα εδώ μέσα, να την πάρω μαζί μου.
-Θα είναι μαζί σου! λέει η φωνή της λογικής!
Ναι! Ίσως και να είναι, αλλά εγώ δεν θα είμαι πλέον το ίδιο άτομο.
Για όλους εμάς που ζούμε στα ξένα. Χρόνια μας πολλά ξενάκια..
Και αν πάρεις χίλιες ξενιτιές, δεν κάνουν μια πατρίδα….
Δήμητρα Κόσσυφα- Κάτοικος Άμπεργκ Γερμανίας