Η συγγνώμη, η μνησικακία και ο Μπένι

beni1

 

 

«Η συγνώμη που ζήτησα δεν είναι μια τυπική λέξη.
Είναι μια πολιτική πράξη που σημαίνει πολλά».
Μπενίτο, υπ. πρωθυπουργός, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ

Στο χωριό μου, το συγγνώμη το λένε μισοχέσι
Λαϊκή παροιμία

Απέναντι σε μια αδικία υπάρχουν χονδρικά τέσσερις δυνατές αντιδράσεις. Η πρώτη, η πιο φυσική, είναι η εκδίκηση. Πρόκειται για την αυθόρμητη αντίδραση στο κακό που έχει διαπράξει κάποιος. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού»: κόβουμε το χέρι του κλέφτη, βιάζουμε τον βιαστή και φονεύουμε τον φονιά. Αντίδραση βάρβαρη, με πανάρχαιες ρίζες και εμφανή ψυχολογική εξήγηση. Η δεύτερη αντίδραση είναι η μνησικακία. Δεν εκδικείται κανείς, διότι δεν μπορεί, λοιπόν αφήνει την πληγή να κακοφορμίζει, καταπίνει το δηλητήριό του, βράζει στο ζουμί του. Από τη μελέτη του Μ. Σέλλερ για τη μνησικακία ανασύρουμε τη διαπίστωση ότι πρόκειται για μια στάση απολύτως ταιριαστή στον αδύναμο όχλο της μαζικής δημοκρατίας, αφού ενώ τυπικά υποτίθεται πως η ποινική δικαιοσύνη αποκαθαίρει το φιλέκδικο πνεύμα, οι συνθήκες της πραγματικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών είναι τόσο κραυγαλέα άδικες και προσβλητικές για τον λαό, που το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι απλώς να φαντασιώνεται το κακό του αφέντη του. Η αποθέωση της μνησικακίας για τον Νίτσε της «Γενεαλογίας της ηθικής» είναι το παράθεμα αυτό του Τερτυλλιανού, όπου λέγεται πως η μεγαλύτερη χαρά στη Δευτέρα Παρουσία θα είναι το θέαμα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Κόλαση: «Τι μεγαλειώδες θέαμα! Πόσο θα θαυμάσω! Πόσο θα γελάσω! Πόσο θα χαρώ, βλέποντας τόσους βασιλιάδες, για τους οποίους είχε  αναγγελθεί ότι θα γίνονταν δεκτοί στον ουρανό, να βογκούν μες στα βαθιά σκοτάδια… και τους έπαρχους να λιώνουν μέσα σε φλόγες πιο άγριες από εκείνες τις οποίες άναβαν για τους χριστιανούς. (…) Τέτοια θεάματα, τέτοια αγαλλίαση, ποιος πραίτορας ποιος ύπατος, ποιος ιερέας θα σου τα πρόσφερε; Κι όλ’ αυτά τα έχουμε, μέσω της πίστης μας, ζωγραφισμένα κατά κάποιον τρόπο στη φαντασία μας». (Τερτυλλιανός, «Περί θεαμάτων», κεφ.29). Η μνησικακία συνδέεται με τα πάθη που δεν εκδηλώνονται, γιατί το ξύλο μάς το έριξε ο δυνατός του σχολείου, συνεπώς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σκύβουμε το κεφάλι και να χολοσκάμε, με τον πόθο μιας εκδίκησης που δεν θα έρθει, αφού η μνησικακία είναι γνώρισμα των υποταγμένων. Η «Γενεαλογία της ηθικής» είναι κείμενο-κόλαφος γι’ αυτή την ηθική, που σαρκάζει τη συγχώρεση ως αναβαπτισμένη αδυναμία εκδίκησης (1.14).

Τρίτη αντίδραση είναι η χριστιανική συγχώρεση. Επιστρέφουμε στον δάσκαλο της συγχώρεσης, τον Ιησού Χριστό, και στην παραβολή του ασώτου (Λκ.15.11-32). Ο μικρός γιος φεύγει από το σπίτι, σκορπά την περιουσία του πατέρα του, αλλά μετά «εγένετο λιμός», τον έκοψε πείνα και γύρισε σπίτι. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο πατέρας, αψηφώντας την πατρική περιωπή, τρέχει προς τον άσωτο για να τον υποδεχτεί, και αδικεί κατάφωρα τον ενάρετο γιο. Η ιστορία δεν στοχεύει στο να μας δείξει «πώς ημείς αξίως πολιτευσώμεθα» καταπώς λέει ο Εσπερινός του Σαββάτου, αλλά ακριβώς ότι η συγχώρεση ξεπερνά τη λογική, ότι η αγάπη αυτή είναι μια τρέλα. Η παραβολή λέγεται για να εξηγήσει ο Ιησούς στους Φαρισαίους γιατί κάνει κακές παρέες, «προσδέχεται αμαρτωλούς». Η απάντησή του είναι πως η συγχώρεση δεν υπακούει σε καμία λογική. Ακόμη περισσότερο, αν αναρωτιέται κανείς πόσες φορές μπορούμε να συγχωρήσουμε τον άσωτο, τον αμαρτωλό, ο Χριστός ερωτάται από τον Πέτρο σχετικά: «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; Έως επτάκις;» και απαντά: «Ου λέγω έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά» (Μτ. 18,21-22). Η συγγνώμη είναι ένα ανθρώπινο θαύμα ακριβώς διότι, όπως έλεγε ο Αυγουστίνος, είναι πέρα από το έλλογο. Είναι μια συγκινητική και αξιέπαινη τρέλα, για όποιον θέλει με το περίσσευμα της αγάπης του να ξανααγκαλιάσει το παραστρατημένο παιδί του, πάει να πει, να συγχωρέσει αυτόν που αγαπά. Δεν είναι όμως πολιτική πράξη, αγαπητέ Μπενίτο.

Η αντίρρησή μου λοιπόν στο προεκλογικό σποτάκι του ΠΑΣΟΚ είναι όχι πως δεν πιστεύω στη συγχώρεση, αλλά πως δεν πιστεύω ότι η έμπρακτη μορφή της συγχώρεσης είναι η ψήφος. Έχω να προτείνω μία άλλη λύση, ως τέταρτη στάση απέναντι στην αδικία. Το πολιτικό ζητούμενο της δικαιοσύνης είναι να τιμωρηθεί όποιος φταίει. Αφού τιμωρηθεί, μπορούμε (εφόσον το επιθυμούμε) να συγχωρέσουμε στην ψυχή μας αυτούς που καταδικάσαμε με την πράξη μας: Για το καλό της κοινωνίας θα τους τιμωρήσουμε, και για το καλό της ψυχής μας θα τους συγχωρήσουμε. Δεν θα τους επιτρέψουμε να μας ξεζουμίσουν, λοιπόν δεν θα γίνουμε το αγελαίο ζώο που περιφρονούσε ο Νίτσε, αλλά θα αντικαταστήσουμε την ηθική της σκληρότητας με μια ανοιχτή αγκαλιά: Μπορούμε να τους επισκεπτόμαστε στη φυλακή. Όποιος θέλει. Αλλά για να σταματήσει η αφαίμαξη πρέπει να υπάρξει φρένο. Και φρένο θα μπει όταν ο υποψήφιος με τα 27 ακίνητα και τα 2,7 εκ. καταθέσεων πάψει να παριστάνει τον μετανιωμένο και αναλάβει τις ευθύνες του με τον μόνο τρόπο που έχει σημασία: τιμωρία για τα ποινικά, λήθη για τα πολιτικά ολισθήματα. Ο Βενιζέλος δεν μπορεί να είναι άσωτος, αλλά δεν είναι γιος μου, είναι πολιτικός που διεκδικεί την ψήφο μου. Καλό θα είναι συνεπώς να μην καπηλεύεται τα ηθικά μου αισθήματα.

Όλα αυτά θα είχαν ανεκδοτολογική διάσταση, θα ήταν μια συζήτηση για τη συγχώρεση με αφορμή τη δήλωση του Μπένι που εντάχτηκε μετά στο προεκλογικό σποτ. Όμως το θαύμα, το αληθινό θαύμα της πολιτικής, είναι ότι οι ψηφοφόροι όντως συγχωρούν. Για δύο πράγματα δεν έπαψε ποτέ να αυξάνει ο θαυμασμός μου: για τον έναστρο ουρανό και για το πόσο μωρόπιστοι είναι οι ψηφοφόροι.

 
 
Κωνσταντίνος Πουλής
 
© ThePressProject.gr