«Η σύγχρονη ελληνική σοσιαλδημοκρατία και ο/η επόμενος πρωθυπουργός» του Παναγιώτη Πάτρα

Η κούρσα των εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη του νέου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ
μπαίνει στην τελική της φάση μετά και την επίσημη ανακήρυξη των 6 υποψηφίων από την ΕΔΕΚΑΠ,
μένουν δε περίπου 3 εβδομάδες για τα μέλη και τους φίλους (και όχι μόνο) του κόμματος, που ως
γνήσιο τέκνο της μεταπολίτευσης (πρόσφατα γιόρτασε τα 50 χρόνια από την δημιουργία του)
κυβέρνησε και σημάδεψε την χώρα με θετικά και αρνητικά επιτεύγματα και σήμερα καλείται να
αποφασίσει, ως ο πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας όχι μόνο για το δικό του μέλλον του,
αλλά και πιθανά για το μέλλον της χώρας.
Και αυτό γιατί η εκλογή του νέου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα καθορίσει κατά πόσο η εγχώρια
σοσιαλδημοκρατία έχει δυνατότητες ανάκτησης της πολιτικής επιρροής της, υποστηρίζοντας
οικονομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης με
ριζοσπαστικές αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικές πολιτικές στο επίπεδο της παγκοσμιοποίησης,
παραμένοντας στην χώρα πολιτική δύναμη ικανή να εκφράζει τις ιδέες της, αυτές της υπεράσπισης
της ανοιχτής κοινωνίας, των ίσων ευκαιριών, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους
δικαίου σκοπεύοντας να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα οδηγήσουν σε περισσότερη
δημοκρατία, ισότητα και αλληλεγγύη.
Πολύ περισσότερο που η εσωκομματική εκλογή συντελείται σε μια πολιτική συγκυρία, που ενώ
κανονικά θα έπρεπε να αφορά μόνο στα μέλη και τους φίλους του κόμματος, τελικά αφορά σε ένα
ευρύτερο τμήμα πολιτών, που δεν είναι μέλη του και πιθανά δεν ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις
τελευταίες ή και στις προηγούμενες εθνικές εκλογές, αποτελούν όμως μέρος ενός τεράστιου
εκλογικού κοινού που ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την σοσιαλδημοκρατία και επιθυμεί, κάτω
από αυστηρές προϋποθέσεις, να ξαναδεί τον μοναδικό μεγάλο πόλο της κεντροαριστεράς, δηλ. το
ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να ξαναβρεθεί στην κυβέρνηση.
Η ιδιαίτερη αυτή πολιτική συγκυρία χαρακτηρίζεται από την «αποδυνάμωση» της πολιτικής
ηγεμονίας της κυβέρνησης της ΝΔ και την «απομάγευση» της ιδιότητας του «μεταρρυθμιστή»
πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την δεύτερη θητεία του, η οποία εξαρχής βασίστηκε
στον προσεταιρισμό μεγάλου μέρους του μεταρρυθμιστικού κέντρου, (το οποίο αποτελείται από
ένα συμπαγές «μπλοκ» σκεπτόμενων πολιτών, που κάθε φορά μετακινούνται στο παιχνίδι
εξουσίας με βάση το συμφέρον της χώρας και όχι του κάθε φορά κόμματος) με βάση ένα εντέχνως
σχεδιασμένο επικοινωνιακό σχέδιο ΤΙΝΑ (There Is No Alternative).
Φυσικά το ΤΙΝΑ για να επιτύχει προϋπόθετε ένα επισπεύδοντα φορέα (ή άλλως τον «χρήσιμο
ηλίθιο») που στην περίπτωση μας τον έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο μάλλον δεν χρειάζεται να
γραφτούν πολλά, καθώς τόσο η διακυβέρνηση του 2015-2019 αλλά και τα προβλήματα συνοχής
του, που άρχισαν με την απώλεια της (συγκολλητικής) εξουσίας το 2019 και συνεχίστηκαν
σταδιακά μετά την εκλογική του συντριβή το 2023, αναπόφευκτα πήραν σήμερα μορφή
χιονοστιβάδας (που ούτε και ο πιο ευφάνταστος τηλεοπτικός σεναριογράφος δεν θα μπορούσε να
γράψει), και ενσκήπτουν πλέον διαλυτικά (κυριολεκτικά σε real time στις οθόνες μας) πάνω στο
φάντασμα του πάλαι ποτέ αλλοπρόσαλλου λαϊκίστικου αριστεροδεξιού αντιμνημονιακού
μορφώματος, προοιωνίζοντας την κατά το μάλλον ή ήττον επερχόμενη πολιτική του
κονιορτοποίηση.

Παρόλο που επιμελώς αποκρύπτεται ή αποσιωπάται κανείς δεν μπορεί να αποφύγει για καιρό το
καίριο ερώτημα σε μια δημοκρατία: μετά από όλα αυτά τι μέλει γενέσθαι; Μπορεί μια Δημοκρατία
να είναι υγιής χωρίς αξιόπιστη Αντιπολίτευση και ένα ενναλακτικό αφήγημα διακυβέρνησης; Τι θα
γίνει αν η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίσουν την καθοδική τους πορεία, ενώ η αξιωματική
αντιπολίτευση περί άλλων τυρβάζει και δεν πείθει ότι μπορεί να προσφέρει ένα πειστικό σχέδιο
κυβερνητικής λύσης; Ποια Δημοκρατία επιζεί με ένα κυρίαρχο μεν αλλά σε αποδόμηση
κυβερνητικό κόμμα και μια αξιωματική αντιπολίτευση σε κώμα?
Ποιος μπορεί να ελπίζει στα «νούμερους» άνοα ένθεν κακείθεν της ακροδεξιάς και ακροαριστεράς
κόμματα, που αναδύθηκαν στις στάχτες μιας καθημαγμένης και χρεοκοπημένης χώρας και τα
οποία ανεύθυνα επαγγέλλονται εύκολες δήθεν αντισυστημικές λύσεις στα πολλαπλά και σύνθετα
προβλήματα της κοινωνίας, εν είδη κηραλοιφής σε τηλεοπτικά marketing sales;
Ποιος είναι ο πολιτικός πόλος στον οποίο μπορεί να στρέψει το βλέμμα του ο κάθε νουνεχής
πολίτης που ανησυχεί για το μέλλον της χώρας, ιδιαίτερα που στο δυστοπικό εσωτερικό σκηνικό
προστίθεται ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρες προκλήσεις
(κλιματική κρίση, ενεργειακή κρίση, κρίση στο μεταναστευτικό, πόλεμοι στην γειτονιά μας,
τεχνητή νοημοσύνη, και άλλες ασύμμετρες προκλήσεις);
Αυτή η έγνοια και το μεγάλο καθήκον πέφτει σήμερα στις πλάτες του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, του κόμματος
που υμνήθηκε αλλά και καθυβρίστηκε από πολλούς Έλληνες για όλα τα καλά και όσα κακά
συνέβησαν σε αυτήν την χώρα, με επιχειρήματα ένθεν κακείθεν. Και για τον λόγο αυτό
επιχειρηματολογώ ότι στην παρούσα συγκυρία η ανάδειξη νέου Προέδρου στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν
αφορά το κόμμα αυτό καθαυτό (τα κόμματα στην δημοκρατία υπάρχουν ως συλλογικά και
πολιτικά υποκείμενα υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της χώρας και όχι του εαυτού
τους, ειδάλλως καταπίπτουν σε γραφειοκρατικές άσημες καρικατούρες) αλλά το διακυβερνητικό
μέλλον της χώρας.
Σε αυτήν την πορεία για την μετεξέλιξη του ΠΑΣΟ-ΚΙΝΑΛ από ένα κόμμα που δυσανάλογα σήκωσε
τον σταυρό του μαρτυρίου της χρεωκοπίας (αφού η τόσο η «Ζάππεια» ΝΔ όσο και η ανερμάτιστη
«αγανακτισμένη» ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πλατεία προσχώρησαν και υλοποίησαν την μοναδική εφικτή
πολιτική του ΠΑΣΟΚ) σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ικανό να
κυβερνήσει την χώρα με επάρκεια, σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα, μετά την αντικατάσταση
του Κυριάκου Μητσοτάκη, την δυναμική που απαιτείται την δίνει η υποψηφιότητα της Άννας
Διαμαντοπούλου.

Με κάθε σεβασμό στις λοιπές υποψηφιότητες, η Άννα Διαμαντοπούλου εκφράζει την πλέον
σοβαρή υποψηφιότητα της συγκυρίας, ικανή να αντιπαρατεθεί όχι μόνο στην «κεντροδεξιά»
κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά υπηρετώντας ένα συνολικό κυβερνητικό σχέδιο,
μεταφέρειτις σύγχρονες ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις στο προσκήνιο της πολιτικής
και του δημόσιου λόγου: την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης με επενδύσεις στις σύγχρονες
τεχνολογίες, την έρευνα και την παιδεία, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την πράσινη
μετάβαση με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας με παράλληλη
πρόσβαση στις ΑΠΕ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, την διευκόλυνση της
επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσω μιας βιομηχανικής στρατηγικής με βάση τις αρχές για
Καθαρή Βιομηχανία και πιο Κυκλική και Ανθεκτική Οικονομία, την αντιμετώπιση της στεγαστικής
κρίσης, τον εκσυγχρονισμό της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), την ενίσχυση της
Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας και φυσικά με την προστασία
και διεύρυνση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

 

Εχέγγυο για όλα τα παραπάνω, αποτελεί καταρχήν το «βαρύ» πράσινο πολιτικό βιογραφικό της,
συγκρινόμενο με αυτό των συνυποψηφίους της, αφού στην πολιτική της καριέρα απέκτησε
εμπειρία στην γενική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, εκλέχθηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ σε
διάφορες κοινοβουλευτικές περιόδους, έχει διαχειριστεί τα «σκιώδη» χαρτοφυλάκια των Διεθνών
Σχέσεων και Άμυνας, και Ανάπτυξης, έχει εκτεταμένη υπουργική παιδεία (υφυπουργός Ανάπτυξης
με ευθύνη για τις ιδιωτικοποιήσεις και τη βιομηχανική αναδιάρθρωση το 1996, υπουργός
Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το
2009, ενώ τον Μάρτιο του 2012 ανέλαβε το υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας), έχει δε μακράν την μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εμπειρία καθώς διετέλεσε Επίτροπος στην
Κομισιόν με αρμοδιότητα τα θέματα απασχόλησης και κοινωνικών θεμάτων, την περίοδο 1999-
2004, και είναι η μόνη με διεθνείς παραστάσεις, διεθνή αποδοχή και διεθνείς διασυνδέσεις
διατελέσασα πρόεδρος της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για την
ευρωπαϊκή διάσταση της κοινωνικής Ευρώπης. Μετά την μη εκλογή της ως βουλευτή το 2012
δημιούργησε το think tank «ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη», ενός
ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού οργανισμού έρευνας και πολιτικής, με έδρα την Αθήνα, που
συνεργάζεται παγκοσμίως με ερευνητικά ιδρύματα και οργανισμούς.
Αλλά το κυριότερο προσόν της δεν είναι το «βιογραφικό» της, ούτε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει,
με χαρακτηριστικά «ενεργής διείσδυσης» στον απέναντι πολιτικό χώρο της ΝΔ και τον Κυριάκο
Μητσοτάκη αποστερώντας του έτσι την πηγή της δύναμης του. Το προσόν της είναι ότι καταθέτει
μια πλατφόρμα ιδεών, προτάσεων και αντιλήψεων, που κάνουν την διαφορά και μετατρέπουν το
ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που έχει συνειδητοποιήσει τις
πολυεπίπεδες και ετερόκλητες προκλήσεις που έχει εμπρός του και αφήνει οριστικά πίσω του την
«παγίδα» στην οποία το έριξε η κρίση της περασμένης δεκαετίας.

Η Άννα Διαμαντοπούλου, εάν εκλεγεί Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μπορεί να επιτύχει ένα game
change στο πολιτικό σκηνικό, το αποτέλεσμα του οποίου δεν θα αποτυπώνεται μόνο στα μικρά ή
μεγάλα εκλογικά ποσοστά του κόμματος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αλλά στην ανασύνθεση του
προοδευτικού χώρου και της ελληνική κοινωνίας ως υποκειμένου της πολιτικής.

Ο Παναγιώτης Πάτρας είναι εμπειρογνώμονας στις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Αγροτικής Ανάπτυξης. Υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με την «Ελιά» το 2014 και υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ τον Ιανουάριο του 2015.