Η Προσωρινή Διοίκηση της Ανώνυμης Εταιρείας στην Πράξη

Περίληψη: Ένα θέμα που ανακύπτει όχι τόσο σπάνια στην πράξη είναι αυτό του δικαστικού διορισμού προσωρινής διοίκησης Ανώνυμης Εταιρείας βάσει του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα. Στο παρόν άρθρο θα αναφέρουμε ορισμένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα που τίθενται κατά την εφαρμογή των κείμενων διατάξεων.

Ενίοτε και για διάφορους λόγους οι εταιρείες στερούνται διοίκησης. Λ.χ. τα μέλη του ΔΣ παραιτούνται ή η θητεία του ΔΣ έχει λήξει κοκ. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει διοίκηση με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορεί η Α.Ε. να διαχειριστεί τραπεζικούς λογαριασμούς, διενεργήσει πωλήσεις και αγορές, ασκήσει ένδικα βοηθήματα κτλ. αλλά να μην είναι δυνατή και η διενέργεια επιθετικών ενεργειών σε βάρος της από τρίτους πιστωτές της κτλ. Κλασικό παράδειγμα είναι αυτό της κατάσχεσης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος σε βάρος Α.Ε. που στερείται διοίκησης: σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει το πιστωτικό ίδρυμα να έχει αντιληφθεί την έλλειψη διοίκησης (τούτο δεν είναι αυτονόητο) και να προχωρήσει πριν την κατάσχεση σε αίτημα διορισμού προσωρινής διοίκησης στο αρμόδιο Πρωτοδικείο ώστε να μπορεί να λάβει χώρα η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης. Αντίστοιχα και η ΑΑΔΕ, εφόσον επιθυμεί να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο θα πρέπει να αιτηθεί τον διορισμό προσωρινής διοίκησης ώστε να υπάρχει διοικητικό συμβούλιο για να παραλάβει την εντολή ελέγχου και τις τυχόν καταλογιστικές πράξεις που θα εκδοθούν κατόπιν. Ποια είναι όμως τα ζητήματα που συνήθως ανακύπτουν στην πράξη; 

1. Ποιοι διορίζονται μέλη της προσωρινής διοίκησης;

Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να διορίσει τα μέλη της προσωρινής διοίκησης βάσει των ρυθμίσεων του νόμου και του καταστατικού. Π.χ. αν σε ένα καταστατικό μιας ΑΕ προβλέπεται 5μελές διοικητικό συμβούλιο, το Δικαστήριο θα πρέπει να διορίσει πέντε άτομα στην προσωρινή διοίκηση. Επίσης, το δικαστήριο είναι ελεύθερο να επιλέξει τα πρόσωπα που θα απαρτίσουν τα μέλη του ΔΣ και δεν δεσμεύεται από τις τυχόν προτάσεις του αιτούντος και εν γένει των διαδίκων. Αποφασίζει με βάση την καταλληλότητα των προσώπων και ενίοτε βάσει της μέχρι σήμερα ενασχόλησής τους με τα εταιρικά ζητήματα. Είναι πιθανό λ.χ. σε μια λειτουργούσα επιχείρηση, να κριθεί σκόπιμο να επιλεγούν πρόσωπα που κατείχαν θέσεις διοίκησης, διευθυντικές κτλ. ώστε να μην απαιτηθεί μεγάλο χρονικό διάστημα προσαρμογής. Συνήθως όταν η αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης υποβάλλεται από εταίρο/μέτοχο τότε θα προτείνεται ο διορισμός μελών δικής του αποδοχής. Αντίστοιχα όταν ζητείται ο διορισμός εκ μέρους τρίτου δανειστή (π.χ. τράπεζας) προτείνονται μέλη διοίκησης που είναι υπάλληλοι του τελευταίου ή συνεργαζόμενοι με αυτόν. Τούτο λαμβάνει χώρα για να καταστεί λιγότερο πιθανή η άρνηση αποδοχή της θέσης του μέλους της προσωρινής διοίκησης. Αντίθετα, όταν την αίτηση ασκεί η ΑΑΔΕ, προτείνει συνήθως το διορισμό μελών από την προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια ότι τα διορισθέντα μέλη μπορούν απλά να μην αποδεχτούν τη θέση αυτή και άρα να μείνει πάλι η εταιρεία χωρίς διοίκηση. 

Εξάλλου το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τις προτάσεις των αιτούντων αλλά μπορεί να διορίσει μέλη από τους οικείους καταλόγους πραγματογνωμόνων. Εκεί, φυσικά, είναι που διαπιστώνονται ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα καθότι είναι άκρως δυσχερές να εντοπίσεις πραγματογνώμονα που να επιθυμεί να είναι μέλος προσωρινής διοίκησης. Τούτο διότι αφενός τίθενται συχνά ζητήματα προσωπικής ευθύνης για τυχόν οφειλές του νομικού προσώπου κτλ., αφετέρου ο διορισμός που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενδοεταιρικών συγκρούσεων αρκετές φορές οδηγεί σε υποβολή μηνύσεων κατά των μελών της προσωρινής διοίκησης (για διάφορα αδικήματα του ποινικού κώδικα ή και του ν. 4548/2018). 

2. Είναι υποχρεωμένα τα διορισθέντα από το δικαστήριο μέλη να αποδεχτούν τη θέση τους; 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων μας, δεν μπορεί να λάβει χώρα ο διορισμός προσώπων ως προσωρινών διοικητών, αν τα ίδια τα πρόσωπα δεν αποδεχτούν τη θέση αυτή. Σύμφωνα και με άποψη γνωστού συγγραφέα «Η δικαστική απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της από το διορισμό, αλλά τα διορισθέντα μέλη οφείλουν να αποδεχθούν το διορισμό τους, αφού ουδείς μπορεί να αναλάβει υποχρεώσεις χωρίς τη θέλησή του. Χωρίς τη μονομερή δικαιοπραξία της αποδοχής η οργανική σχέση που συνδέει τα μέλη του ΔΣ με την εταιρία δεν είναι δυνατή» (Μαρίνος). Αναγκαστικός διορισμός, δηλαδή, διοικητή Νομικού Προσώπου δεν είναι εφικτός με βάση το ισχύον δίκαιο. Η αποδοχή δε του διορισμού από το μέλος της προσωρινής διοίκησης μπορεί να λάβει χώρα είτε ρητώς (με τη σχετική δημοσίευση και στο ΓΕΜΗ), είτε και σιωπηρώς συναγόμενη από τις περιστάσεις. Π.χ. η συμμετοχή σε συνεδρίαση ΔΣ αποτελεί ένδειξη αποδοχής της θέσης. Επομένως σε περίπτωση που κάποιο διορισθέν μέλος προσωρινής διοίκησης δεν επιθυμεί την αποδοχή της θέσης αυτής, θα πρέπει, προς αποφυγή παρερμηνειών και αμφισβητήσεων, να το δηλώσει ρητά είτε στους μετόχους της Α.Ε., είτε στο ΓΕΜΗ, είτε στον αιτούντα το διορισμό κοκ.

3. Ποιες οι εξουσίες των μελών της προσωρινής διοίκησης;

Οι εξουσίες της προσωρινής διοίκησης καθορίζονται από την δικαστική απόφαση που τη διορίζει. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν καθορίζονται ειδικώς, η διοριζόμενη προσωρινή διοίκηση έχει όλες τις εξουσίες του τακτικού διοικητικού συμβουλίου. Συνήθως όμως καθορίζονται οι εξουσίες ως εξής: α) όταν ο διορισμός λαμβάνει χώρα λόγω έλλειψης διοίκησης τότε κύρια αποστολή του θα είναι η σύγκληση ΓΣ για εκλογή νέου ΔΣ με τον χειρισμό των μέχρι τότε επειγουσών υποθέσεων ενώ β) όταν ο διορισμός λαμβάνει χώρα λόγω σύγκρουσης συμφερόντων η κύρια αποστολή του θα είναι η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης για την οποία προέκυψε η σύγκρουση. Σημασία έχει να τονιστεί ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, το αιρετό ΔΣ συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του ως προς τις λοιπές υποθέσεις της εταιρείας που δεν συνδέονται με το ζήτημα για το οποίο έχει προκύψει η σύγκρουση συμφερόντων (δηλ. συμβαίνει το εξαιρετικό, να υπάρχουν δύο διοικητικά όργανα της ΑΕ την ίδια χρονική στιγμή ασκώντας διοίκηση παράλληλα για διαφορετικά όμως θέματα). 

Επομένως αν το εύρος των εξουσιών περιορίζεται στα επείγοντα και ανεπίδεκτα αναβολής θέματα, το προσωρινό ΔΣ δεν θα μπορεί να προχωράει σε κατάρτιση μακροχρόνιων συμβάσεων, σε παραγωγικές επενδύσεις, σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, σε προσλήψεις υπαλλήλων κτλ.

Η δε απόφαση του δικαστηρίου δεν φτάνει μέχρι την απονομή εξουσιών στα μέλη του ΔΣ όπως είναι εκείνες του διευθύνοντος συμβούλου και του αντιπροέδρου. Το διορισθέν ωστόσο προσωρινό ΔΣ μπορεί να αναθέσει εξουσίες υποκατάστατου οργάνου σε συγκεκριμένο μέλος του –το οποίο αποκτά άρα την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου- και απαραίτητα αναθέτει εξουσίες Προέδρου ΔΣ σε συγκεκριμένο μέλος του ώστε να καταστεί δυνατή η λειτουργία του (για να μπορεί να συγκαλείται το ΔΣ σε συνεδρίαση κοκ).  

4. Πότε λήγει η θητεία της προσωρινής διοίκησης;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το διατακτικό της οικείας δικαστικής απόφασης. Η τελευταία συνήθως ορίζει προθεσμία ορισμένων μηνών εντός της οποίας θα πρέπει η προσωρινή διοίκηση να συγκαλέσει ΓΣ, στις περιπτώσεις διορισμού λόγω έλλειψης διοίκησης. Ενδέχεται, ωστόσο, εφόσον η προσωρινή διοίκηση διορίστηκε λόγω προσβολής προγενέστερης απόφαση εκλογής αιρετού ΔΣ, να ορισθεί η θητεία έως την τελεσιδικία της εκεί αντιδικίας (το οποίο μπορεί να διαρκέσει και αρκετά χρόνια!). Η πάροδος του χρόνου για το οποίο διορίστηκε το προσωρινό ΔΣ επιφέρει αυτομάτως τη λήξη της θητείας του, με αποτέλεσμα να πρέπει να υποβληθεί νέα αίτηση διορισμού, εφόσον δεν είναι δυνατή η εκλογή τακτικού ΔΣ. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα της ΓΣ να εκλέξει τακτικό ΔΣ, γεγονός που επιφέρει αυτόματα τη λήξη της θητείας του προσωρινού ΔΣ έστω κι αν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διορισμού του (αμφ. – βλ. Ασπρογέρακας, Έλλειψη Διοίκησης Ν.Π., σελ. 179: «Σημειώνω δε, ότι το λειτούργημα της προσωρινής διοίκησης περατούται αυτοδικαίως, ανεξαρτήτως διαφορετικής αναφοράς στην απόφαση διορισμού του, ευθύς ως το νομικό πρόσωπο αποκτήσει τακτική διοίκηση». Ομοίως Μάρκου, Το Δ.Σ. της Α.Ε., 2014, σελ. 140: «Η εξουσία του προσωρινού Δ.Σ. παύει αυτοδικαία όταν η ΓΣ εκλέξει ΔΣ, ακόμη και όταν η διορίσασα απόφαση δεν προβλέπει σχετικά»). Μάλιστα η τελευταία δυνατότητα μπορεί να αδρανοποιήσει και αποφάσεις διορισμού προσωρινής διοίκησης εκ μέρους πιστωτών, καθότι το διορισθέν προσωρινό ΔΣ αντικαθίσταται αυτομάτως με το αιρετό τακτικό ΔΣ, πληροφορία που ενδεχομένως δεν έχει περιέλθει σε γνώση του δανειστή με αποτέλεσμα την ακυρότητα τυχόν επιδόσεων κτλ..

5. Πώς αμείβονται τα μέλη της προσωρινής διοίκησης;

Τα μέλη του προσωρινού ΔΣ αμείβονται όπως και τα μέλη του τακτικού αιρετού ΔΣ. Δηλαδή με βάση απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας. Προφανώς για το αρχικό διάστημα του διορισμού τους είναι πιθανή η λήψη προκαταβολής αλλά η οριστική έγκριση θα λάβει χώρα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Α.Ε.. (βλ. άρθρα 117 και 109 του νόμου 4548/2018). Επομένως, ούτε ο αιτών τον διορισμό τους είναι υπεύθυνος στην καταβολή της αμοιβής τους αλλά ούτε το δημόσιο. Φυσικά εδώ ανακύπτει συχνά ένα πρακτικό ζήτημα που συνδέεται με το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εταιρείες των οποίων η διοίκηση διορίζεται προσωρινά, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις των διορισθέντων με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην αποδέχονται το διορισμό τους (στην πράξη θα πρέπει οι αιτούντες τον διορισμό να επωμισθούν την ικανοποίηση των χρηματικών αξιώσεων των διορισθέντων, αποκτώντας αξίωση κατόπιν κατά της εταιρείας εκ των διατάξεων περί διοίκησης αλλοτρίων κοκ).

6. Ποια η ευθύνη των μελών της προσωρινής διοίκησης;

Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα είναι αυτό της ευθύνης των μελών της προσωρινής διοίκησης απέναντι στο Δημόσιο-ΕΦΚΑ και στους τρίτους. Σαν βασική αρχή ισχύει φυσικά ότι η ευθύνη των διορισμένων μελών της προσωρινής διοίκησης περιορίζεται στις πράξεις ή παραλείψεις αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους (πρβλ. άρθρο 786 παρ. 3 ΚΠολΔ). Το κύριο ζητούμενο, ωστόσο, είναι αφενός η ευθύνη των μελών όσον αφορά στις φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές της εταιρείας, αφετέρου η πιθανή ποινική ευθύνη των μελών για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής, φοροϋπερημερίας και εισφοροδιαφυγής. Μετά από παλινδρομήσεις της ελληνικής νομολογίας, πλέον μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ευθύνη των μελών της προσωρινής διοίκησης είναι αρκετά περιορισμένη. Φυσικά σημασία έχει και το εύρος των διαχειριστικών καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από το αρμόδιο δικαστήριο. 

Ειδικότερα:

Α. Σε σχέση με τις οφειλές προς το Δημόσιο, η απόφαση υπ΄αριθμ. 2030/2004 του ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις περί της αλληλέγγυας με το νομικό πρόσωπο ευθύνης των νομίμων εκπροσώπων, ως στενώς ερμηνευτέες, δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί προσωρινής διοίκησης που διορίστηκε με δικαστική απόφαση κατά το άρθρο 69 ΑΚ. Αντίστοιχα, προσφάτως, με την υπ’ αριθμ.  163/2021 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου κρίθηκε ότι: «Περαιτέρω, οι εν λόγω διατάξεις περί της ευθύνης των νομίμων εκπροσώπων, οι οποίες από τη φύση τους είναι στενώς ερμηνευτέες (πρβλ. ΣτΕ 2816/2020 7μ., 498/2020 7μ., 1213/2019 7μ., 2030/2004 7μ.), δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου περί προσωρινής διοίκησης, η οποία διορίζεται με δικαστική απόφαση κατά το άρθρο 69 του ΑΚ (πρβλ. ΣτΕ 2030/2004 7μ, 1183-1187/2018 7μ., 1180/2018)». Επίσης, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1026/2021 απόφασή του έκρινε ότι τα διορισμένα στην προσωρινή διοίκηση ανώνυμης εταιρείας μέλη, βάσει δικαστικής απόφασης, δεν ευθύνονται για την καταβολή των οφειλόμενων εκ μέρους ανώνυμης εταιρείας προς το Ι.Κ.Α.-Ε.ΤΑ.Μ. ασφαλιστικών εισφορών. 

Μάλιστα ήδη το οικείο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας τροποποιήθηκε το 2019 ως εξής:  «Οι διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4174/2013 (Α` 170) εφαρμόζονται και στην περίπτωση ορισμού ή εκλογής προσωρινής διοίκησης σύμφωνα με την παρ. 2, με την προϋπόθεση ότι οι οφειλές της παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013 γεννήθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας των ανωτέρω προσώπων και δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από δόλο ή βαρεία αμέλειά τους». Επομένως βλέπουμε ότι πλέον, και σε αντίθεση με τα μέλη της τακτικής διοίκησης, τα μέλη της προσωρινής διοίκησης ευθύνονται μόνο εφόσον α) τα χρέη γεννήθηκαν και β) κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της θητείας τους. 

Η περιορισμένη αυτή ευθύνη των μελών της προσωρινής διοίκησης απαλλάσσει τα τελευταία από ενδεχόμενα βάρη που θα τα απέτρεπαν εν τέλει να αποδεχτούν τον διορισμό τους με συνέπεια την πρόκληση ιδιαίτερων προβλημάτων και εμπλοκών. Φυσικά, τα μέλη της προσωρινής διοίκησης πριν την αποδοχή του διορισμού τους θα κάνουν έναν έλεγχο της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η εταιρεία, ώστε να μην βρεθούν στη δύσκολη θέση της αδυναμίας εξόφλησης φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και απαιτηθεί κατόπιν να αποδείξουν την έλλειψη δόλου ή βαριάς αμέλειας στο πρόσωπό τους. 

Β. Σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας: «Στα νομικά πρόσωπα, ως αυτουργοί των εγκλημάτων του παρόντος νόμου θεωρούνται, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη συντέλεσαν στην τέλεσή τους: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω».

Επομένως εφόσον δεν έχει η δικαστική απόφαση ή τα ίδια τα μέλη ορίσουν Προέδρο ΔΣ ή Διευθύνοντα Σύμβουλο, όλα τα μέλη θα δύνανται να βρεθούν ποινικά υπεύθυνα για το αδίκημα της φοροδιαφυγής (ομοίως και για το αδίκημα της εισφοροδιαφυγής του α.ν. 86/1967 καθότι έχει γίνει δεκτό ότι αν δεν έχει οριστεί Πρόεδρος ή Διευθύνων Σύμβουλος, θεμελιώνεται επικουρική ευθύνη όλων των μελών ΔΣ – βλ. λ.χ. ΑΠ 360/2013). Ωστόσο δυσχερώς θα πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος λόγω του περιορισμένου των καθηκόντων βάσει της απόφασης διορισμού. 

Το συμπέρασμα άρα που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι ότι όσο πιο περιορισμένη είναι η διατύπωση των καθηκόντων της προσωρινής διοίκησης από τη δικαστική απόφαση, τόσο πιο προστατευμένα είναι τα τελευταία ως προς τυχόν ευθύνες τους. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το χρονικό διάστημα που βρίσκονται στη διοίκηση της εταιρείας: είναι διαφορετικό το εύρος της ευθύνης μιας προσωρινής διοίκησης που λειτούργησε για ορισμένους μόνο μήνες από αυτή που βρέθηκε στο «τιμόνι» της εταιρείας για 2 ή 3 χρόνια (γεγονός πιθανό ιδίως όταν ο διορισμός λαμβάνει χώρα μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί αγωγής ακύρωσης απόφασης ΓΣ περί διορισμού αιρετού ΔΣ).

7. Τι συμβαίνει αν τα μέλη της προσωρινής διοίκησης αρνούνται να συγκαλέσουν Γενική Συνέλευση για την εκλογή αιρετής διοίκησης όταν τούτη είναι δυνατή;

Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ζητηθεί αναγκαστικώς η σύγκληση Γενικής Συνέλευσης από τους μετόχους με βάση το δικαίωμα μειοψηφίας του άρθρου 141 του νόμου 4548/2018. Αν τα μέλη του ΔΣ εμμένουν στη μη σύγκληση της ΓΣ, τότε θα πρέπει να υποβληθεί η αντίστοιχη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να διαταχθεί η σύγκληση από το αρμόδιο δικαστήριο. Σημαντικό είναι επίσης να λεχθεί ότι η μη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης από τα μέλη της προσωρινής διοίκησης κατόπιν αιτήματος μετόχου, αποτελεί ποινικό αδίκημα (του άρθρου 180 παρ. 1 ν. 4548/2018 με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 15.000 ευρώ). Μάλιστα, σύμφωνα με σχετική γνωμοδότηση για το ζήτημα του δικαιώματος σύγκλησης Γ.Σ. του ισχύσαντος άρθρου 39 του νόμου 2190/1920 (αντίστοιχου του άρθρου 141 του νέου νόμου 4548/2018) του Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ν. 4548/2018, καθηγητή  Ε. Περάκη: «Για την προστασία των μετόχων, ιδίως της μειοψηφίας, ο ελληνικός εταιρικός νόμος (όπως και πολλές άλλες νομοθεσίες, ευρωπαϊκές και μη) παρέχει δικαίωμα σε μειοψηφία μετόχων που εκπροσωπεί το 1/20 του κεφαλαίου να ζητήσει από το διοικητικό συμβούλιο τη σύγκληση γενικής συνέλευσης (άρθρο 39 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920). … Επίσης, αν και το άρθρο 39 ρυθμίζει δικαιώματα «μειοψηφίας», δεν αποκλείεται να γίνει χρήση των δικαιωμάτων αυτών και από την πλειοψηφία, αν π.χ. το ΔΣ έχει αυτονομηθεί και δεν συγκατατίθεται στα αιτήματά της, ή αν το ΔΣ έχει διορισθεί κατά το άρθρο 69 ΑΚ». Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ισχύει κάτι διαφορετικό, γιατί τότε θα έπρεπε να δεχτούμε ότι οι μέτοχοι στερούνται των δικαιωμάτων τους, μόνο και μόνο επειδή αντί της τακτικής διοίκησης, έχει διοριστεί προσωρινή. 

Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert

(αναδημοσίευση από taxheaven.gr)